Χαστούκια και Ζαλάδες

41 7 0
                                    

Ό,τι και να κάνω δεν θα γυρίσουν πίσω! Όποια εκδίκηση και αν πάρω..όποια αλήθεια και να μάθω! Τα ξημερώματα είδα στο ύπνο μου την γιαγιά μου....Η πρώτη φορά μετά από τον θάνατό της που την έβλεπα στο όνειρό μου. Δεν την είχα ξανά δει ποτέ! Ήμασταν λέει σε έναν άδειο δρόμο. Είχε συννεφιά και καθόταν στην άκρη του δρόμου. Την είδα από μακριά... Και όσο την πλησίαζα μου χαμογελούσε.. Όταν έφτασα όμως μπροστά της εκείνη με κοίταξε στα μάτια με το χαμόγελό της...και... εξαφανίστηκε. Έπειτα συνέχισε το όνειρό μου με άσχετα γεγονότα. Το ότι ήρθε στο ύπνο μου πρώτη φορά μετά από τότε...το μυαλό μου πήγε στο ότι ησύχασε η ψυχούλα της που βρήκα την διαθήκη και το γράμμα. Ξύπνησα, και μες στην αγκαλιά μου ήταν το γράμμα. Τα μάτια μου υγρά... Σηκώθηκα όρθια και έβαλα στον φάκελο το γράμμα. Πήρα και την διαθήκη πάνω από το στρώμα και κοίταξα πού να τα κρύψω. Κοιτούσα δεξιά και αριστερά. Φοβόμουν ότι μπορεί να έψαχναν τα πράγματά μου για να την βρουν. Ικανή την είχα να νόμιζε ότι μπορεί να έχω την διαθήκη. Δηλαδή όταν έλεγε στον θείο μου ότι έκανε φύλλο και φτερό όλο το σπίτι, εννοούσε ότι έψαξε και τα πράγματά μου; Τελικά βρήκα έναν μεγάλο τόμο από ένα λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας. Τα έβαλα στην μέση του χοντρού βιβλίου και έπειτα με τη σειρά του έβαλα το βιβλίο στο κομοδίνο! «Ας ελπίσουμε ότι εκεί δεν θα σε βρει κανείς» Είπα και βγήκα έξω.

«Καλημέρα Λία..» Είπε η Ευγενία. Καθόταν στο τραπέζι απεριποίητη. Χωρίς υπερβολές στο μακιγιάζ, ούτε στο ντύσιμο.

Εγώ δεν της μίλησα... Προχώρησα να βάλω καφέ.

«Μην πεις τίποτα ακόμα στο θείο σου. Άφησε μου λίγο χρόνο και θα του εξηγήσω τα πάντα. Μην το κάνεις εσύ!» Μού είπε παρακλητικά. Ήταν σαν να ήταν κουρασμένη από τις καταστάσεις.. Ακόμα και έτσι όμως δεν την λυπόμουν.

«Μην ανησυχείς, εγώ δεν πρόκειται να πω τίποτα. Δεν ανακατεύομαι. Μπορείς ανενόχλητα να πηδιέσαι με όποιον θέλεις» Της χαμογέλασα ειρωνικά... Σηκώθηκε όρθια και ήρθε μπροστά μου. Με κοίταξε με βουρκωμένα μάτια και το χέρι της χτύπησε το πρόσωπό μου. Με χαστούκισε... Το πρόσωπό μου έγυρε δεξιά από τον χτύπο. Στην αρχή γέλασα..όμως μετά το γέλιο μετατράπηκε σε κλάματα. Σήκωσα το κεφάλι μου και είχα δύο δάκρυσα στα μάγουλά μου. Με κοιτούσε....

«Συ... Συγγνώμη» Τραύλισε.

« Να πας στον διάολο μαζί με τον γκόμενό σου!» Της φώναξα και έφυγα γρήγορα από το σπίτι.. Κατέβαινα τις σκάλες τρέχοντας και έπεσα πάνω στην Αλεξάνδρα,η οποία έμπαινε στην κάτω αυλή. Την αγκάλιασα και έκλαιγα στον ώμο της.

Θέλω Μόνο Να Ξέρω Γιατί...Where stories live. Discover now