-Δύο εβδομάδες ακόμα-

55 8 2
                                    

« Γιατί κλαις Ευγενία;» Την ρώτησα ανέκφραστη...

« Δεν έγινε τίποτα! Κάνε πως δεν το είδες. Σε λίγο θα στρώσω να φάμε, θα έρθει και η Αλεξάνδρα με τον Φίλιππο» Είπε και σκούπισε το πρόσωπό της. Δεν πρόλαβα να μιλήσω. Έφυγε βιαστικά από το σαλόνι και πήγε στην κουζίνα. Έτσι και εγώ ξεκίνησα να πάω στο δωμάτιό μου. Φτάνοντας έξω από την πόρτα κοίταξα δεξιά απέναντι στο δωμάτιο της γιαγιάς μου όπου ήταν ανοιχτή η πόρτα του. Στο μπαλκόνι του δωματίου ήταν ο θείος μου.Άφησα το χερούλι της πόρτας του δωματίου μου και πήγα στον θείο μου. Έφτασα από πίσω του. Παρόλο που περπάτησα στα σανίδια δεν άκουσε τα βήματά μου μέχρι που βγήκα στο μπαλκονάκι. Δεν με είχε πάρει είδηση. 

« Θείε..» Ψέλλισα και γύρισε. Με κοίταξε με αυτό το βλέμμα το οποίο με κάρφωνε. Λες και με επέκρινε αυστηρά. Αυτό το βλέμμα του πάντα με έκανε να τον ντρέπομαι και να χάνω τα λόγια μου. Εκείνη την φορά όμως όχι, γιατί παρατήρησα το χέρι του. Είχε τυλιγμένη την χούφτα του με έναν επίδεσμο.

« Τι έπαθε το χέρι σου;» Τον ρώτησα και τον ακούμπησα στο χέρι.

« Κόπηκα.. Εντάξει δεν είναι τίποτα»

«  Κόπηκε όλη η χούφτα σου; Μπριζόλες έκοβες με τον μπαλτά του θείου Αριστείδη που είχε φέρει στην γιαγιά ;;» Τον ρώτησα. Ο θείος Αριστείδης ήταν ο αδερφός της γιαγιάς μου, καπετάνιος. Τον μπαλτά αυτόν τον είχες φέρει από τις Φιλιππίνες 

« Χάνεις το χιούμορ σου.» Μου είπε ειρωνικά.

« Αυτό έχω Παύλο και άμα σου αρέσει;»

«  Από πότε αποκτήσαμεε αυτή την οικειότητα; Άκου Παύλο!» Είπε γελώντας. Κατάλαβα ότι δεν με μάλωνε. Νομίζω δεν το ένοιαξε που τον είπα Παύλο

« Από πάντα! Δεν θυμάσαι ότι από μικρή δεν έλεγα κανέναν θείο και θεία; Μόνο όταν μπήκα δεκατρία άρχισα να σας φωνάζω έτσι» Πράγματι από μικρό κοριτσάκι δεν έλεγα κανέναν θείο μου έτσι.. Ούτε τον Παύλο ούτε την Ρένα, ούτε την αδερφή της μαμάς μου την Όλγα.. Δεν έκατσε ούτε η μάνα ούτε ο πατέρας μου να με  μάθουν . Να μού μάθουν ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι οι θείοι μου και δεν είμαστε ίσα, ούτε φίλοι για να τους φωνάζω κανονικά, με τα ονόματά τους.

« Πάμε στο σαλόνι; Να πιούμε κανένα ρακάκι;» Μού είπε. 

« Ναι!! Περίμενε να πάω να αφήσω την τσάντα μου» Είπα με λαχτάρα. Πάντα μού άρεσε να συζητάω μαζί του. Πάντα ήθελα προσοχή από τον θείο μου. Αυτή η ανάγκη προσοχής καλλιεργήθηκε όταν μπήκα στην εφηβεία μου. Δεκατριών χρονών άρχισα να ωριμάζω μακριά από τους γονείς μου. Έχοντας τον μπαμπά μου μακριά και τον θείο μου δύο βήματα απόσταση.. δημιουργήθηκε το πρότυπο του πατέρα από τον θείο μου. Μητρική στοργή είχα! Είχα και με το παραπάνω.. Έλειπε όμως το άγγιγμα του πατέρα. Έτσι, υπήρχε ένας μεγάλος άντρας στην οικογένεια και αυτός ήταν ο θείος μου. Είχα ανάγκη λοιπόν από την παρουσία του πατέρα και έτσι αναζητούσα την προσοχή του Παύλου.

Θέλω Μόνο Να Ξέρω Γιατί...Where stories live. Discover now