Φτάσαμε νωρίς το μεσημέρι στην Αθήνα και κατευθείαν πήγαμε στο λιμάνι όπου περιμέναμε το πλοίο το οποίο έφευγε στις 4:00. Καθίσαμε σε μία καφετέρια μέχρι να έρθει η ώρα εκείνη.
''Γιατί είσαι μελαγχολική κοριτσάκι μου;''
''Σκέφτομαι Αλεξάνδρα.. Πως θα μπω στο σπίτι και δεν θα δω την Ρένα ... Και δεν θα την ξανά δω ποτέ ξανά. Το σπίτι είναι άδειο χωρίς εκείνη. Ακόμα δεν έχω δεχτεί ότι έφυγε για το μεγάλο ταξίδι. Και από την άλλη είναι η γιαγιά... Φοβάμαι για εκείνη.'' Της απάντησα θλιμμένα. Την θεία μου την έλεγα Ρένα. Από μικρή είχα ξεφύγει από τις συμβάσεις της ευγένειας για εκείνη. Δεν την ένιωθα σαν θεία αλλά σαν μία πολύ καλή μου φίλη.
' ' Θα το συνηθίσεις..Και εμένα με στενοχωρεί όμως προχωράω στην ζωή μου.''
' ' Ίσως γιατί εσύ δεν μεγάλωσες μαζί της. Έμενες αλλού και την έβλεπες μία φορά την εβδομάδα και ειδικά όταν πήρες το πτυχίο σου έμενες μόνιμα στην Αγγλία οπότε την έβλεπες πιο σπάνια. Το ίδιο και την γιαγιά' ' 'Της απάντησα.
' ' Έχεις δίκιο ναι. Δεν την έζησα τόσο όσο εσύ. Είχε πάρει την θέση της μάνας σου... και η γιαγιά. ''
''Δεν θα αντέξω να χάσω κα την γιαγιά... Δεν θα αντέξω Αλεξάνδρα ''' Της απάντησα και έβαλα τα χέρια μου στο πρόσωπό μου γιατί είχα βουρκώσει και δεν μπορούσα να κρατήσω τα δάκρυα.
' ' Σςς.. Πάρε αυτό και σκουπίσου . Μην μας δει ο κόσμος.'' Μου είπε και μου έδωσε ένα χαρτομάντιλο.
Την είδα που είχε βουρκώσει και έβρισα τον εαυτό μου. Χάλασε η διάθεσή της και έφταιγα εγώ για αυτό. Άλλαξα αμέσως την συζήτηση και σε λίγα λεπτά έφτασε το πλοίο. Μπήκαμε μέσα και καθίσαμε σε ένα καναπέ. Συνεχίσαμε την κουβέντα μας μέχρι που πήρε ο ύπνος την Αλεξάνδρα .Δεν είχα κάτι να κάνω και έτσι αποκοιμήθηκα δίπλα της. Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβουμε. Σιγά σιγά φτάναμε και ακόμα κοιμόμασταν. Ευτυχώς ένας κύριος ο οποίος κατάλαβε ότι ο προορισμός μας ήταν η Άνδρος με σκούντηξε στο ώμο με αποτέλεσμα να ξυπνήσω και να συνειδητοποιήσω ότι επιτέλους είχαμε φτάσει.
' ' Δεσποινίς.. Συγνώμη που σας ξυπνάω αλλά αν πηγαίνετε στην Άνδρο σε λίγα λεπτά πλησιάζετε στο λιμάνι.''
Στο άκουσμα της τελευταίας του φράσης σηκώθηκα σαν τρελή από τον καναπέ στον οποίο ήμουν ξαπλωμένη και ξύπνησα την Αλεξάνδρα.
' ' Αλεξάνδρα.. Ξύπνα φτάνουμε'' Της είπα σιγά .Για να μην φανώ αγενής ευχαρίστησα τον κύριο δίπλα μας γιατί εάν δεν ήταν εκείνος θα φτάναμε στην Μύκονο. Κατεβήκαμε και πήγαμε στο γκαράζ να πάρουμε το αυτοκίνητο. Περιμέναμε λίγο μέχρι να ανοίξει η πόρτα του πλοίου και μετά η Αλεξάνδρα έβαλε μπρος και ξεκινήσαμε. Μόλις βγήκαμε στο λιμάνι του νησιού πρόλαβα να θαυμάσω την βραδινή ομορφιά του τοπίου και άνοιξα το παράθυρο για να μυρίσω νησιώτικο καλοκαιρινό αέρα. Μισή ώρα μετά φτάσαμε στο χωριό. Πλησιάζαμε στην κυκλική πλατεία όπου παρκάρουν τα αυτοκίνητα. Φτάνοντας είδα από μακριά τις κολλητές μου να κάθονται σε ένα παγκάκι και να μιλάνε. Η Άννα και η Μαντώ συμμαθήτριές μου και κολλητές τόσα χρόνια και η Μαρίνα μία χωριανή η οποία έμενε στην Κεφαλονιά εξαιτίας της δουλειάς των γονιών της αλλά ερχόταν κάθε Πάσχα και καλοκαίρι στο χωρίο και είχε γίνει κολλητή μου. Δεν τους είχα πει τίποτα για το ότι θα ερχόμουν στην Άνδρο . Όταν έφυγα δύο μήνες πριν και άλλαξα σχολείο τις παρακάλεσα να μην έχουμε επαφές γιατί ήθελα να ξεχαστώ από τον θάνατο της Ρένας η οποία ξεψύχησε στα χέρια μου. Στην απόφασή μου αυτή συνέβαλε και ο τσακωμός μου με την Μαντώ..Λίγες μέρες πριν πεθάνει η θεία μου η Ρένα η Μαντώ έβγαλε το συμπέρασμα ότι ''κολλούσα'' στο αγόρι που της άρεσε. Όταν άκουσα την Μαντώ να με κατηγορεί και να χρησιμοποιεί άσχημους χαρακτηρισμούς για εμένα την χαστούκισα ... από τότε δεν ξανά μιλήσαμε. Με έβλεπε που πονούσα πριν ακόμη φύγω και έκανε μία δύο προσπάθειες να με πλησιάσει. Εγώ όμως αρνιόμουν. Τις έβλεπα λοιπόν από μακριά καθώς φτάναμε στην πλατεία και τότε κατάλαβα πόσο πολύ μου είχαν λείψει και οι τρεις τους και πόσο πολύ ήθελα να τις σφίξω στην αγκαλιά μου . Όμως κάτι με κρατούσε μακριά ... δεν ήξερα αν ήθελαν να μου μιλήσουν. Είχαν περάσει δύο μήνες χωρίς να τις δω χωρίς να μιλήσουμε στο τηλέφωνο και χωρίς να έχω νέα τους. Και από την άλλη φοβόμουν ότι θα δεθώ πάλι και όταν φτάσει η ώρα να ξανά φύγω ο αποχωρισμός θα είναι δύσκολος. Οπότε έκανα την αδιάφορη.
' ' Να ... τα κορίτσια ''Μου είπε η Αλεξάνδρα δείχνοντάς τις μου με το χέρι της καθώς φτάσαμε . Ήταν βράδυ και εκείνες είδαν το αυτοκίνητο αλλά όχι εμένα. Βγήκα και τους έριξα μία ματιά. Έκλεισα με δύναμη την πόρτα του αυτοκινήτου και τότε ήταν που ένιωσα κάποια μάτια να με κοιτάνε . Ήμουν σίγουρη ότι με είχαν δει. Είχα ανοίξει το πορτμπαγκάζ και με την Αλεξάνδρα βγάζαμε τις βαλίτσες. Τότε κατάλαβα ότι είχαν σηκωθεί όρθιες.. Τότε άκουσα βήματα να με πλησιάζουν. Γύρισα και είδα μπροστά μου την Άννα. Την κοιτούσα στα μάτια και εκείνη με κοιτούσε βουρκωμένη. Χωρίς να το περιμένω με πήρε αγκαλιά και άρχισε να κλαίει.
' 'Γιατί δεν μιλούσαμε τόσο καιρό;;'' ' ' Γιατί δεν ήθελες να μιλάμε'' Με ρωτούσε και έκλαιγε.
''Ήθελα να ξεχαστώ.. Τώρα πρέπει να πάω στην γιαγιά μου '' Της απάντησα και σήκωσα το χερούλι τις βαλίτσας. Έκανα να φύγω αλλά με τράβηξε πίσω η Άννα.
' 'Σε παρακαλώ ρε Λία γιατί να μην μας μιλάς εμείς σε αγαπάμε και θέλουμε να είμαστε μαζί σου . Να περνάμε κάθε πόνο μαζί σου ... όπως κάνουν οι πραγματικές αδελφές. Γιατί σε αγαπάμε ρε γαμώτο.Kάτσε να μιλήσουμε '' μου είπε και σκούπισε το πρόσωπό της από τα δάκρυα.' 'Εγώ προχωράω Λία... έλα σε λίγο για να τακτοποιηθούμε '' άκουσα την ξαδέρφη μου να μου λέει και έφυγε.
YOU ARE READING
Θέλω Μόνο Να Ξέρω Γιατί...
Historical Fiction2010... Ανατροφή στην Άνδρο, μισές σπουδές στην Αθήνα και μισές στην Αγγλία. Νομική! Το επάγγελμα του πατέρα της και του αδερφού του! Ο θάνατος της γιαγιάς της και της θείας της αρκούν για να αλλάξουν τη ζωή της οριστικά! Η ψυχολογία της αγνώριστη σ...