-Όχι πάλι-

60 10 4
                                    

«Τι θα γίνει ρε παιδιά θα κολυμπήσετε; Μισή ώρα πέρασε'»Μας είπε ο Ανδρέας ο οποίος μόλις βγήκε από την θάλασσα και τα νερά έσταζαν επάνω μου.

«Ναι απλά μας παρέσυρε η συζήτηση» Του απάντησε ο Ορέστης

Από μέσα μου γελούσα. Είχα πει στον Ανδρέα ότι δεν τον ήθελα μαζί αυτόν τον Ορέστη και τώρα του λέμε ότι μας παρέσυρε η κουβέντα.

« Λοιπόν εγώ μπαίνω»

«Περίμενε έρχομαι μαζί» Μου απάντησε ο Ορέστης.

Ο Ανδρέας μας κοιτούσε. Του φαινόταν περίεργο που είχαμε αναπτύξει φιλία τόσο γρήγορα.

«Έρχομαι και εγώ να μιλήσουμε γιατί βαριέμαι μόνος μου»Είπε ο Ανδρέας και ήρθε μαζί μας.

Προτείναμε στον Ορέστη να έρθει για φαγητό στο σπίτι αν δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει. Δέχτηκε αμέσως και ενημέρωσε τους γονείς του να μην τον περιμένουν. Βγήκαμε από το νερό ντυθήκαμε και πήγαμε στο αυτοκίνητο. Εγώ έκατσα μπροστά και ο Ορέστης πίσω.

«Έχω 20 κλήσεις από την μάνα μου» Μου είπε ο Ανδρέας

« 20; Πριν πόση ώρα;»

«Πριν ένα τέταρτο»Είπε και έβαλε στο κινητό στην τσέπη του μαγιό του.

'»Δεν θα την πάρεις τηλέφωνο;»

« Δεν έχω και πολύ όρεξη να μουρμουράει»Μου είπε και το άκουσε ο Ορέστης.

Ξεκινήσαμε για το σπίτι και στο αυτοκίνητο ήμασταν σιωπηλοί. Φτάσαμε και πριν ακόμη σταματήσουμε άκουγα την καμπάνα της εκκλησίας να χτυπάει με πολύ αργό ρυθμό. Ή κάποιος είχε πεθάνει ή χτυπούσε έτσι για κάποιο μνημόσυνο το οποίο επρόκειτο να γίνει.

Παρκάραμε και βγήκα έξω από το αμάξι και πήρα την τσάντα μου. Κάθισα σιωπηλή για να ακούσω την καμπάνα καλύτερα.

«Κάτι έγινε Ανδρέα κάτι έγινε!!» Φώναξα και παράτησα κάτω την τσάντα μου. Άρχισα να τρέχω προς το σπίτι τόσο γρήγορα που η καρδιά μου πήγαινε σαν τρελή. Φοβόμουν ότι μπορεί να είχε συμβεί κάτι στην γιαγιά μου. Ήλπιζα να ήταν κάποιος άλλος και να μην συνέβαινε κάτι στην γιαγιά.

Έφτασα λαχανιασμένη και μπήκα στην αυλή. Ανέβηκα τις σκάλες και βρήκα έξω από την πόρτα την Ευγενία ντυμένη στα μαύρα και καλά στενοχωρημένη. Το νύχι όμως παρέμενε βαμμένο.

« Τι έγινε; Γιατί φοράς μαύρα; «Την ρώτησα έτσι λαχανιασμένη που ήμουν και άσπρη. Φοβόμουν για την απάντησή της. Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Δεν ήθελα να ξανά ζήσω την απώλεια. Δεν ήθελα να ακούσω ότι η γιαγιά μου...

«Η γιαγιά κοριτσάκι μου... Έφυγε.. Έφυγε»Είπε και έβαλε τα κλάματα. Ψέματα ήταν και αυτό.. Πήγε να με πάρει αγκαλιά

«Κάνε στην άκρη'»Της είπα και την έσπρωξα. Μπήκα μέσα και πήγα προς το σαλόνι. Εκεί ήταν η Αλεξάνδρα καθισμένη στον καναπέ και έκλαιγε. Με το κεφάλι σκυφτό. Ο θείος μου ήταν γυρισμένος στο σερβάν και στηριζόταν. Περπάτησα λίγο προς εκείνους και δεν μιλούσα απλά τους κοιτούσα. Η Αλεξάνδρα με κατάλαβε και σηκώθηκε προς το μέρος μου και με αγκάλιασε.

«Λία.... «Μου είπε και με έσφυξε στην αγκαλιά της. Εκείνη την ώρα ένιωσα ένα μεγάλο κενό μέσα μου. Σαν να μου ξεριζώθηκε η καρδιά μου. Κατάλαβα ότι γιαγιά μου πέθανε. Ήμουν σαν μαστουρωμένη. Πέθανε εξαιτίας μου. Άφησα την Ευγενία να την σκοτώσει. Ήθελα να εξαφανιστώ και να μην νιώθω.

«Σε παρακαλώ υποσχέσου μου ότι δεν θα σε πάρει από κάτω. Υποσχέσου το «Είπε και έβαλα τα κλάματα. Άρχισα να κλαίω δυνατά. Αυτό με είχε αποτελειώσει. Η μόνη μου παρηγοριά μετά τον θάνατο της Ρένας ήταν ότι θα χω την γιαγιά μου να με στηρίζει και ότι δεν θα νιώθω τόσο την απώλειά της. Τώρα όμως έφυγε και εκείνη. Την αγαπούσα τόσο.

Πήγα και έκατσα στον καναπέ. Η Αλεξάνδρα ήρθε δίπλα μου και με πήρε πάλι αγκαλιά.

«Δεν μπορώ να σου πω να μην κλαις γιατί δεν γίνεται. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι έχεις εμάς και δεν θα σε αφήσουμε ποτέ.»

Ήρθε ο Ανδρέας και έκατσε δίπλα μου.

«Θα περάσει κι αυτό μικρή.. Θα περάσει. Θα κάνω τα πάντα για να μην σε ξανά δω όπως τότε. Τα πάντα»

Μου είπε και έκλεισα τα μάτια μου πάνω στην Αλεξάνδρα....


Θέλω Μόνο Να Ξέρω Γιατί...Where stories live. Discover now