« Μαμά.. Βάλε την καφετιέρα» Φώναξα και τέντωσα τα χέρια μου και χασμουρήθηκα.
« Τυχαίνει να μην είμαι η μάνα σου» Άκουσα την κοιμισμένη φωνή του Ορέστη ο οποίος χασμουριόταν . Γύρισα αριστερά και τον είδα να χουζουρεύει μπρούμυτα στο κρεβάτι. Μόλις τον είδα γούρλωσα τα μάτια μου. Ήταν γυμνός σκεπασμένος με το σεντόνι. Από ό,τι κατάλαβα έτσι ήμουν και εγώ.
« Ο Χριστός!!!» Φώναξα και σηκώθηκα καθιστή στο κρεβάτι. Κοιτούσα εκείνον και ταυτόχρονα εμένα.
«Δεν ήξερα ότι είμαι τόσο τρομακτικός με το σεντόνι» Μου είπε γελώντας.
« Ορέστη.. Γιατί είμαστε γυμνοί στο κρεβάτι σου;» Τον ρώτησα αμήχανα
« Δεν θυμάσαι τίποτα έτσι;» Με ρώτησε απογοητευμένα.
« Κάτσε δύο λεπτά να το βάλω να δουλέψει» Του είπα και άρχισα να σκέφτομαι.. Θυμήθηκα αρκετά πράγματα οπότε δεν είχα πιει και τόσο.
«Οχ θεέ μου..» Είπα και έπιασα το κεφάλι μου.
« Θυμήθηκες τίποτα;» Μου είπε
Ντυθήκαμε και πήγαμε στην κουζίνα για καφέ. Η αλήθεια ήταν ότι τα είχα θυμηθεί όλα ειδικά μετά τον καφέ. Μέχρι να τελειώσουμε τον καφέ μας η ώρα πήγε δώδεκα. Φύγαμε από το σπίτι του και θα με πήγαινε εκείνος στο δικό μου με το αυτοκίνητο. Στην διαδρομή των δέκα λεπτών δεν μιλούσαμε. Εγώ κοιτούσα έξω από το παράθυρο και σκεφτόμουν ενώ εκείνος έμενε συγκεντρωμένος στην οδήγηση. Φαινόταν βέβαια ότι κάτι ήθελε να πει και ότι κάτι τον έτρωγε..
Φτάσαμε στην πλατεία και σταμάτησε.
« Φτάσαμε» Μου είπε.
«Ορέστη.. Θέλω να ξεχάσουμε ό,τι έγινε χτες. Δεν έπρεπε.. δεν έπρεπε να γίνει αυτό! Μακάρι τα πράγματα να ήταν αλλιώς και τώρα...» Του είπα
« Πως αλλιώς ρε Λία; Τόσο καιρό σου δείχνω τα συναισθήματά μου για σένα και εσύ μου λες να ήταν αλλιώς τα πράγματα. Τι έχουν τώρα δηλαδή; Επειδή πέθανε η Ρένα και η γιαγιά σου;» Μου είπε χύμα..
« Δεν μπορείς να καταλάβεις Ορέστη. Αν δεν το νιώσεις δεν μπορείς. Και μακάρι να μην το ζήσεις ποτέ» Του είπα και άνοιξα την πόρτα.. Αμέσως με τράβηξε από το χέρι και με γύρισε πίσω.
« Συγγνώμη αν σε πιέζω.. Σε αγαπάω» Μου είπε πλησιάζοντάς με. Εγώ απομακρύνθηκα και τον κοίταξα στα μάτια.
« Σε ευχαριστώ που με έφερες.. Αν είναι θα τα πούμε» Του είπα προσπαθώντας να χαμογελάσω. Έκλεισα την πόρτα και άρχισα να περπατάω τον δρόμο για το σπίτι. Περπατούσα όταν στα μισά κάτι με σταμάτησε και έμεινα όρθια να σκέφτομαι. Σκεφτόμουν να γυρίσω πίσω να προλάβω τον Ορέστη γιατί δεν ήθελα να πάω σπίτι. Δεν ήθελα να αντικρίσω την Ευγενία. Πώς θα μπορούσα να το παίζω άνετη ενώ την είδα το προηγούμενο βράδυ με γκόμενο; Πώς θα μπορούσα να κοιτάξω τον θείο μου; Ήθελα να απαλλαχτώ από αυτήν την στενοχώρια. Από την άλλη όμως σκεφτόμουν ότι δεν θα την αφήσω να κατσικωθεί στο σπίτι και να μην δικαιωθούν οι ψυχές των νεκρών αγαπημένων μου προσώπων για το κακό που τους προκάλεσε.
![](https://img.wattpad.com/cover/70563809-288-k227047.jpg)
YOU ARE READING
Θέλω Μόνο Να Ξέρω Γιατί...
Historical Fiction2010... Ανατροφή στην Άνδρο, μισές σπουδές στην Αθήνα και μισές στην Αγγλία. Νομική! Το επάγγελμα του πατέρα της και του αδερφού του! Ο θάνατος της γιαγιάς της και της θείας της αρκούν για να αλλάξουν τη ζωή της οριστικά! Η ψυχολογία της αγνώριστη σ...