Κεφάλαιο 1ο

977 39 1
                                    



Ο ήχος μιας μελωδίας απέσπασε την προσοχή της Ελεάννας. Εδώ και ώρα προσπαθούσε μάταια να διαβάσει. Συνεχώς η προσοχή της στρεφόταν οπουδήποτε αλλού εκτός από τα βιβλία της. Αυτό το φαινόμενο ήταν εξαιρετικά σπάνιο. Καθώς η Ελεάννα ήταν από τις πιο συνεπείς και σοβαρές μαθήτριες που υπήρχαν.
Εκείνη την ημέρα όμως δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί με τίποτα. Το μυαλό της τριγυρνούσε σε άσχετα πράγματα και διαρκώς σκεφτόταν το πάρτυ για το όποιο της είχε μιλήσει η φίλη της, η Μαρίζα.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι του δωματίου της και κατευθύνθηκε προς το παράθυρο. Απόλαυσε για λίγο την θέα του κήπου τους με τα υπέροχα λουλούδια σε διάφορα χρώματα και το λαμπερό γρασίδι, μέχρι την στιγμή που άκουσε το κινητό της.
Έτρεξε να δει ποιος ήταν.
Η Μαρίζα.
Σίγουρα θα ήθελε να μάθει αν θα την ακολουθούσε στο πάρτυ που διοργάνωνε το σχολείο ή αν θα καθόταν όπως πάντα στο σπίτι της να διαβάζει τα βιβλία της.
Πάντα έκλεινε προς την δεύτερη επιλογή μα εκείνη την ημέρα για κάποιον ανεξήγητο λόγο ήθελε πολύ να πάει κι αυτή για πρώτη φορά.
Άφησε το τηλέφωνο να χτυπάει. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα τι θα έκανε. Για εκείνη ήταν μεγάλο βήμα. Παρόλο που είχε φτάσει δευτέρα λυκείου δεν είχε πάει ούτε μια φορά στη ζωή της σε βραδινά μαγαζιά με δυνατή μουσική, ποτό και ξενύχτια και όλη αυτή η ιδέα την φόβιζε.
Καλύτερα να έπαιρνε τηλέφωνο την φίλη της να της πει πως τελικά δεν θα πήγαινε.
«Ελεάννα, έλα εδώ χρυσό μου.» άκουσε την λεπτή φωνή της μητέρας της, την ώρα που πληκτρολογούσε τον αριθμό.
Κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες.
«Τι έγινε μαμά;»
«Σήμερα έχεις κανονίσει κάτι;» ρώτησε αδιάφορα η Ντέπη.
«Εμ και ναι και όχι. Γιατί;» ρώτησε καχύποπτα. Από πότε η μητέρα της ασχολούνταν με αυτή;
«Δεν είναι απάντηση αυτή, δεν γίνεται και ναι και όχι. Σε ρωτάω γιατί θα έρθει η οικογένεια Σπυροπούλου.»
Ωχ! Κατάλαβε. Ήταν η οικογένεια του Σωτήρη. Εκείνου του ανόητου παιδιού που δεν έχανε την ευκαιρία να την φλερτάρει με τον γλοιώδη τρόπο του και φυσικά να το παίζει ωραίος και πλούσιος τυπάς με τα λεφτά του μπαμπά του.
«Όχι μαμά θα βγω σήμερα.» είπε, αποφασίζοντας παρορμητικά να πάει στο πάρτυ παρά να κάτσει σπίτι και να ανεχτεί για άλλη μια φορά τον Σωτήρη και τις αηδίες του.
«Και τι ώρα θα γυρίσεις;»
«Δεν θα γυρίσω, θα κοιμηθώ στης Μαρίζας.»
«Στο σπίτι της Μαρίζας θέλεις να πεις;» έκανε την διόρθωση της καθώς το λεξιλόγιο της έπρεπε να αρμόζει σε ένα πλουσιοκόριτσο. «Πως κι έτσι; Δεν μας έχεις συνηθίσει σε τέτοια. Τέλος πάντων, σε άλλη περίπτωση δεν θα με ένοιαζε μα σήμερα θα κάτσεις εδώ για να κρατήσεις συντροφιά στον γλυκό Σωτήρη μας που δείχνει και ενδιαφέρον. Σου έχω πει τόσες φορές. Πρέπει να τον έχεις από κοντά. Όμορφο παιδί είναι, ταιριάζει με το επίπεδο της οικογένειας μας. Έχει ότι ονειρεύεται κάθε κοπέλα.»
«Εγώ κανόνισα να βγω και θα βγω. Όσο για τον Σωτήρη ούτε γλυκός, ούτε όμορφος είναι. Μόνο του επιπέδου μας είναι και αυτό δεν με αφορά καθόλου. Τελείωσε η συζήτηση.» είπε φανερά ενοχλημένη. Τώρα εξηγούνταν όλα. Σιγά που θα ενδιαφερόταν η μητέρα της για εκείνη. Το μόνο που ήθελε ήταν να την παντρέψει με κάποιο πλούσιο, μην τυχόν και βρεθεί κάποιος που θα της φάει την περιουσία μιας που ήταν και μοναχοπαίδι.
Τα μάτια της Ντέπη άστραψαν.
«Λοιπόν, το αν τελείωσε η συζήτηση θα το πω εγώ. Η μητέρα σου! Το κατάλαβες; Θα γίνει αυτό που λέω εγώ. Και μην μου ξανά μιλήσεις έτσι. Αλλά βέβαια τι περίμενα αφότου δέχτηκα να πας σε δημόσιο σχολείο.» είπε και στις δύο τελευταίες λέξεις πήρε έκφραση αποτροπιασμού, λες και λέρωσε το στόμα της.
«Συγγνώμη μαμά. Αλλά σήμερα θα πάω στο πάρτυ. Κάποια άλλη φορά που θα το κανονίσεις, να μου το πεις νωρίτερα να ξέρω. Όσο για το δημόσιο σχολείο, πίστεψε με, το προτιμώ από το ιδιωτικό. Μπορώ τώρα να πάω πάνω να ετοιμαστώ;»
«Το ιδιωτικό θα σε έκανε σπουδαίο άνθρωπο. Πάρε παράδειγμα το Σωτήρη.»
Τώρα ειδικά με αποστόμωσες, σκέφτηκε η Ελεάννα. «Ας μην το συζητήσουμε καλύτερα.»
«Καλά.» είπε αδιάφορα ξανά. «Τέλος πάντων, μπορείς να πας στο πάρτυ, θα αναβάλω για αύριο την επίσκεψη. Δεν χάνονται τέτοιες ευκαιρίες, να το θυμάσαι. Αλλά να ξέρεις, είσαι πεισματάρα σαν τον πατέρα σου.»
Η Ελεάννα άρχισε να ανεβαίνει γρήγορα τις σκάλες, μα σταμάτησε απότομα.
«Μαμά;» φώναξε.
«Τι θέλεις;»
«Μπορώ να δανειστώ μερικά ρούχα σου;»
«Μπορείς.» είπε και ξεφύσηξε σαν να την κούρασε η συζήτηση με την κόρη της.
Η Ελεάννα άνοιξε την ντουλάπα δωμάτιο της μητέρας της. Άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στα ρούχα της. Μα δεν μπορούσε να βρει τίποτα. Όλα ήταν πολύ σικάτα και κομψά για ένα σχολικό πάρτυ.
Κάποια στιγμή άνοιξε ένα συρτάρι και άρχισε να ψάχνει πολύ βαθιά. Έπεσε στα χέρια της, ένα μαύρο φόρεμα πάνω από τα γόνατα, ούτε πολύ κοντό ούτε πολύ μακρύ. Είχε ένα διακριτικό εξώπλατο στην πλάτη. Και ένα εξίσου διακριτικό ντεκολτέ.
Το κοιτούσε με θαυμασμό, χωρίς να μπορεί να κατανοήσει ότι ένα τέτοιο φόρεμα βρισκόταν στην γκαρνταρόμπα της μητέρας της.
Έτρεξε στο δωμάτιο της για να ενημερώσει την Μαρίζα ότι θα της έκανε την χάρη να πάει.
«Τι;» τσίριξε μέσα από το τηλέφωνο η φίλη της. «Ποιος φούρνος γκρεμίστηκε;»
Η Ελεάννα γέλασε. «Ε αποφάσισα να κάνω την διαφορά.»
«Τέλεια. Στις εννιά να είσαι εδώ. Να σε βάψω και γενικά να σε επιμεληθώ. Γιατί φοβάμαι πως αν σε αφήσω θα βγω έξω με κλόουν.»
«Καλά καλά θα είμαι εκεί.» είπε η Ελεάννα χωρίς να προσβληθεί, αφού η φίλη της είχε δίκιο. Δεν είχε ιδέα πώς να βαφτεί. Μακιγιαζ έφτιαχνε σε σπάνιες περιπτώσεις, όταν είχαν στο σπίτι τους δεξιώσεις κι αυτό μόνο από ειδικούς.
Της έκλεισε το τηλέφωνο και επέστρεψε στην ντουλάπα δωμάτιο της μητέρας της. Δοκίμασε το φόρεμα και κοίταξε το είδωλο της στον ψηλό καθρέπτη. Το φόρεμα της πήγαινε πολύ, αλλά ντρεπόταν να το παραδεχτεί. Τα πόδια της όμως ήθελαν ξύρισμα. Είχε τέσσερις ώρες μπροστά της μέχρι τις εννιά. Έπρεπε να κάνει αποτρίχωση, μπάνιο και να στεγνώσει τα μαλλιά της.

Οκτώ και μισή η ώρα. Ήταν ντυμένη. Το μόνο που έλειπε ήταν ένα κόσμημα για να σπάσει το μαύρο. Έψαξε στα κοσμήματα της κι αποφάσισε να βάλει ένα ασημί κολιέ καρδιάς με αληθινά μικρά διαμαντάκια. Δώρο του πατέρα της για τα περσινά γενέθλια της. Φόρεσε τις μαύρες γόβες της μητέρας της, μιας που φορούσαν το ίδιο νούμερο, αρωματίστηκε και κατέβηκε στο σαλόνι.
Βρήκε την μητέρα της με ένα ποτό στο χέρι. Ήταν γνωστή η εικόνα αυτή. Πάλι ήταν μεθυσμένη.
Η Ντέπη γύρισε προς την Ελεάννα.
Όταν την είδε, γούρλωσε τα μάτια.
Η Ελεάννα τρόμαξε. Την είδε που άφησε το ποτήρι και την πλησίαζε.
«Που το βρήκες αυτό το φόρεμα;»
«Στην ντουλάπα σου.» είπε φοβισμένα.
«Σου πάει πολύ.» είπε η Ντέπη κι άρχισε να κλαίει.
Πρέπει να ήπιε πολύ, σκέφτηκε η κοπέλα.
«Μαμά εγώ πάω στην Μαρίζα τώρα, να μου περιποιηθεί τα μαλλιά κι οτιδήποτε παρέλειψα εγώ. Θα σε δω αύριο.» είπε, της έδωσε ένα τυπικό φιλί και έκλεισε την πόρτα.
Με το κλείσιμο της πόρτας ξεκίνησαν λυγμοί να τραντάζουν το κορμί της Ντέπης. Το φόρεμα της ξύπνησε αναμνήσεις που είχε προσπαθήσει πολύ να ξεχάσει. Της θύμισε την Δέσποινα που ήταν κάποτε, ένα ανέμελο κορίτσι της επαρχίας, καμία σχέση με την κυρία που ήταν τώρα. 443$t

Θα αντέξει ο έρωτας;Where stories live. Discover now