Κεφάλαιο 34ο

227 24 1
                                    


    Η Ελεάννα καθόταν στο ασθενοφόρο, πλάι στην γιαγιά της. Δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει. Παρόλο που δεν έμενε καιρό μαζί της, είχε προλάβει να την αγαπήσει.
   Δεν ήθελε να την χάσει, τώρα που την βρήκε. Της έπιανε τρυφερά το χέρι. Ίσως έτσι να της μετέδιδε δύναμη και ζωή.
   Φτάσανε στο νοσοκομείο. Κατέβηκε γρήγορα από το ασθενοφόρο. Οι νοσοκόμοι μετέφεραν με το φορείο την γιαγιά της στην εντατική.
   Η Ελεάννα περπατούσε πάνω κάτω στο διάδρομο. Φοβόταν τόσο πολύ. Τα μάτια της είχαν πρηστεί από το κλάμα. Δεν σταματούσε να προσεύχεται. Παρακαλούσε τον θεό να πάνε όλα καλά.
   Έριξε μια ματιά στον χώρο που βρισκόταν. Δεν της άρεζε να βρίσκεται σε νοσοκομεία. Ήταν η προσωποποίηση της δυστυχίας εκτός από το μαιευτήριο. Η μυρωδιά ήταν αποπνικτική και οι άσπροι τοίχοι τόσο άδειοι. Ένιωθε την ανάσα της να κόβεται.
   Η εικόνα των νοσοκόμων να πηγαίνουν πέρα δώθε έμοιαζε αλλοιωμένη. Κάθισε στην καρέκλα που βρισκόταν πίσω της. Σιγά σιγά σκοτείνιαζαν όλα γύρω της.
   «Ελεάννα.» ακούστηκε η φωνή της μητέρας της και την συγκράτησε από το να λιποθυμήσει.
   «Μαμά.» είπε και σηκώθηκε αδύναμα για να πάει να την αγκαλιάσει.
   «Τι έπαθε; Πως είναι;» έλεγε ταραγμένη η Ντέπη.
   «Δεν ξέρω τίποτα. Πριν λίγο την φέραμε.»
   «Πάω στο κυλικείο. Θέλετε να φέρω κάτι;» είπε αμήχανα ο Νίκος.
   «Εγώ θέλω ένα καφέ.» είπε η Ντέπη και κάθισε στην καρέκλα, κοιτώντας την πόρτα απέναντι της.
   «Εγώ τίποτα.» είπε η Ελεάννα και κάθισε δίπλα της.
   Ο Νίκος ένευσε και χάθηκε από το οπτικό τους πεδίο για να επιστρέψει ένα δεκάλεπτο αργότερα με δύο καφέδες στο χέρι.
   «Ορίστε.» είπε και πρόσφερε τον έναν στην Ντέπη.
   «Ευχαριστώ.»
   Τον πήρε στα χέρια της και ήπιε μια γουλιά μηχανικά.
   Σιωπή επικρατούσε μεταξύ τους. Το μόνο που ακουγόταν ήταν διάφορα βήματα και καροτσάκια.
   Ο γιατρός βγήκε από την εντατική και τους πλησίασε.
   Όλοι τους σηκώθηκαν απότομα.
   «Γεια την κυρία Γεωργίου;»
   «Ναι.»
   «Είστε η κόρη της;»
   «Ναι.»
   «Είχε καρδιακό επεισόδιο.»
   «Τώρα είναι καλά;» ρώτησε με ανησυχία.
   «Ναι. Αύριο ή μεθαύριο θα πάρει εξιτήριο.»
   «Μπορώ να πάω να την δω;»
   «Μόλις μεταφερθεί σε κανονικό δωμάτιο φυσικά. Αυτή την στιγμή να ξέρεται κοιμάται.»
  Η Ντέπη κατένευσε.
   «Και να μην την ταράξετε.» είπε ο γιατρός κι έφυγε.
   «Μαμά εδώ θα μείνουμε;»
   «Καλύτερα όχι.» είπε και ύστερα στράφηκε στον Νίκο. «Μπορείς να την πας στο χωριό;»
  «Ναι φυσικά.»
   Η Ελεάννα δεν είχε σκοπό να προβάλλει αντίσταση. Η όψη του νοσοκομείου της προκαλούσε ζαλάδα και αναγούλα. Ήθελε επειγόντως να φύγει από εκεί μέσα.
   «Άντε πάμε.» είπε στην Ελεάννα κι έβγαλε τα κλειδιά του αυτοκινήτου. «Εσύ Δέσποινα θα μείνεις εδώ;»
   «Ναι.» απάντησε μονολεκτικά και ο Νίκος με την Ελεάννα έφυγαν.
   Η Ντέπη κάθισε ξανά στην θέση της. Μέχρι που ο γιατρός έκανε ξανά την εμφάνιση του.
   «Μπορείτε να την δείτε. Αλλά αφήστε την να ξεκουραστεί. Είναι στο 122» είπε και έφυγε για νέα περιστατικά.
   Περπατούσε στον διάδρομο με σερνόμενα βήματα. Ένιωθε ξαφνικά τόσο κουρασμένη. Όλη η αγωνία που είχε πριν λίγο για την κατάσταση της υγείας της Ζωίτσας μετατράπηκε σε εξάντληση.    Το κεφάλι της βούιζε και ήταν έτοιμο να σπάσει.
   Διότι πέρα από αυτό το δυσάρεστα απρόσμενο γεγονός, είχε στο μυαλό της και όλα αυτά που έμαθε εκείνη την ημέρα. Ενώ συνέχιζε να περπατάει, το βήμα της άρχισε να γίνεται ασταθές. Τα μάτια της παρόλο που ήταν ανοιχτά έβλεπαν σκοτάδι.
    Πήγε στην άκρη και στηρίχτηκε στον τοίχο. Έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να μη χάσει τις αισθήσεις της αλλά δεν τα κατάφερε. Το χέρι της έπεσε αδύναμο και ύστερα ακολούθησε και το υπόλοιπο σώμα.

   Ψίθυροι ακούγονταν στην αίθουσα. Οι φωνές ήταν γνώριμες. Άνοιξε απρόθυμα τα βλέφαρα της και είδε να στέκεται δίπλα της ο ίδιος γιατρός με τον οποίο μιλούσε την προηγούμενη μέρα.
Από την άλλη πλευρά κάθονταν σε δύο καρέκλες η Ελεάννα και ο Νίκος. Την κοιτούσαν με ανησυχία.
   Στη μνήμη της ανασύρθηκε η χθεσινή λιποθυμία της. Ένιωσε λίγο άσχημα για όλο αυτό αλλά, δεν μπόρεσε να κάνει κάτι για να την αποτρέψει.
   «Πόση ώρα κοιμάμαι;»
   «Από τότε που λιποθυμήσατε. Κάποια στιγμή ανοίξατε τα μάτια σας και κάτι είπατε αλλά μετά σας πήρε ο ύπνος.»
   «Τι είπα;» ρώτησε χωρίς να προλάβει να κρύψει μια μικρή αναστάτωση στην φωνή της.
   «Κάτι ακαταλαβίστικο. Τέλος πάντων, νομίζω πως η λιποθυμία σας δεν ήταν τίποτα σπουδαίο.   Είχατε κάποιο στρες ή κάποια πίεση; Ξέρετε αυτά επηρεάζουν.»
   «Εμ ναι.» απάντησε διστακτικά.
   «Αυτός είναι ο λόγος. Επίσης, αύριο το πρωί θα πάρει εξιτήριο και η μητέρα σας. Είναι μια χαρά.    Εσείς μπορείτε να φύγετε και τώρα αν θέλετε.»
   Ύστερα από αυτά τα λόγια ακούστηκε μια νοσοκόμα να τον φωνάζει.
   «Όπως, καταλάβατε με φωνάζουν. Περαστικά σας.» είπε κι έφυγε.
   «Θέλεις να κάτσεις εδώ;» την ρώτησε η Ελεάννα.
   «Θα ήθελα να μείνω δίπλα στην μάνα μου, αλλά νομίζω θα προτιμούσα να πάω σπίτι και να ξεκουραστώ.» είπε και σηκώθηκε αργά για να μην ζαλιστεί.
   «Ναι καλύτερα αυτό να κάνεις.» της απάντησε.
   «Μπορείτε να μου καλέσετε ένα ταξί;»
   «Εγώ θα σε πάω.» είπε αδιάφορα ο Νίκος.
   «Δεν χρειάζεται να μπαίνεις σε κόπο.»
   «Είπα εγώ θα σε πάω.» επανέλαβε με πιο αυταρχικό τόνο , που δεν επέτρεπε στην Ντέπη να προβάλει αντιρρήσεις.
   Κατέβηκαν και οι τρεις και μπήκαν στο αμάξι. Στην διαδρομή δεν έλεγαν κάτι ιδιαίτερο. Μονάχα αερολογίες. Η Ελεάννα είχε προτείνει να πάνε μια μέρα σε κάποια παραλία σαν οικογένεια. Δεν το αρνήθηκαν αλλά, δεν κανόνισαν κάτι συγκεκριμένο.
   Έφτασαν στο σπίτι. Ο Νίκος τους άφησε απ' έξω. Κι αφού η Ελεάννα τον ευχαρίστησε, έφυγε αφήνοντας πίσω του σκόνες να αιωρούνται.
   Αφού μπήκαν το εσωτερικό της οικίας, η Ελεάννα κοίταξε πονηρά την μητέρα της.
   «Κάθισε.» της είπε.
   «Τι έγινε;» τη ρώτησε με ένα διερευνητικό βλέμμα η Ντέπη, που προετοιμαζόταν για μια ανεπιθύμητη και άβολη συζήτηση.
   «Δεν σε ρώτησα μέχρι τώρα. Πως ήταν η σχέση σου με τον μπαμπά; Γιατί χωρίσατε; Θέλω να μάθω τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια.»
   Η Ντέπη κάθισε στον καναπέ και ξεφύσηξε. Γνώριζε πως κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα η Ελεάννα θα ζητούσε να μάθει.
   «Λοιπόν, τον Νίκο τον γνώρισα λίγες μέρες αφότου πέθανε ο πατέρας του. Ήμουν κοντά δεκαέξι. Πρόσφατα είχα ανακαλύψει ένα καινούριο μέρος. Την παιδική χαρά που σε πήγαμε αν θυμάσαι. Όταν με είδε έκανε να φύγει αλλά εγώ δεν τον άφησα. Άρχισα να του μιλάω. Δεν ξέρω γιατί μου ανέφερε για τον μπαμπά του ενώ με ήξερε μόλις λίγη ώρα αλλά, εγώ ένιωθα πολύ χαρούμενη. Όχι που πέθανε ο άνθρωπος αλλά, που μου εμπιστεύτηκε και το γεγονός και το πώς ένιωθε. Δημιουργήθηκε μια φιλία μεταξύ μας, που δεν διήρκησε πολύ. Αμέσως, έγινε ξεκάθαρο και στους δύο πως είχαμε μια άλλου είδους έλξη. 'Ένα βράδυ που με γυρνούσε σπίτι μου εκμυστηρεύτηκε τα αισθήματα του για εμένα. Εγώ πετούσα από την χαρά μου, όμως κατάφερα να μείνω συγκρατημένη. Του είπα ότι ένιωθα το ίδιο και αγκαλιαστήκαμε. Τίποτα παραπάνω. Άλλες εποχές εκείνες. Μέχρι και με ένα φιλί στο μάγουλο κοκκινίζαμε τα κορίτσια.»
   «Κοκκινίζεις εύκολα;» ρώτησε η Ελεάννα χωρίς να πει κάτι για όλα τα υπόλοιπα παρόλο που της έκαναν εντύπωση και τα βρήκε πολύ χαριτωμένα.
   «Συνέχεια.»
   «Από εσένα το πήρα.» είπε και ξεφύσηξε δυσαρεστημένα. Στην πραγματικότητα όμως, πλέον της άρεζε το κοκκίνισμα της εφόσον το λάτρευε ο Χάρης της.
   «Θες να συνεχίσω;»
   «Ναι.» είπε μένα ύφος που δήλωνε ότι αυτό ήταν αυτονόητο.
   «Είχαμε δύο χρόνια σχέση μέχρι που ένα βράδυ γύρισα στο σπίτι και οι γονείς μου, μου είπαν ότι ήθελαν να μου ανακοινώσουν κάτι. Αυτό το κάτι ήταν ο γάμος μου με τον Αλέξη. Αρνήθηκα, έκλαψα, χτυπήθηκα αλλά, χωρίς αποτέλεσμα. Ο πατέρας μου είχε και την καρδιά του και παραλίγο να πάθει κανένα επεισόδιο. Φοβόμουν πολύ για την υγεία του. Ήταν οι πολλές πιέσεις, ήταν που ένιωθα και ενοχές, τελικά αποφάσισα να τους κάνω το χατίρι. Αλλά μετά από αυτό, είχα πάρει και μια άλλη απόφαση. Να ξεχάσω ότι με γέννησαν.»
   «Θλιβερό. Δεν την είχα για τέτοια την γιαγιά.»
   «Ούτε εγώ. Πρόσφατα έμαθα- μόλις χθες, ότι όλο αυτό το έκανε για να σώσει τον παππού σου και εκείνος το τομάρι του.» η τελευταία πρόταση βγήκε από το στόμα της πιο επιθετικά από όσο ήθελε.
   «Δηλαδή;»
   «Δηλαδή ο παππούς σου είχε αρκετά χρέη. Τόσα που έφταναν σε σημείο να τον απειλούν πως θα του κάνουν κακό. Εμείς λεφτά δεν είχαμε. Είχε όμως ο πατέρας του Αλέξη. Κάτι σαν συμφωνία.»
   «Ακόμα πιο θλιβερό.»
   «Ναι.» ψέλλισε η Ντέπη.
   «Και ο μπαμπάς πως το πήρε;»
   «Άσχημα.»
   «Για αυτό είναι επιθετικός μαζί σου μερικές φορές;»
   «Γι αυτό.» παραδέχτηκε. « Αλλά, καλά μου κάνει. Θα μπορούσαμε να το είχαμε σκάσει όταν μου το είχε προτείνει, όμως εγώ δίστασα. Ο Νίκος ήταν και συνεχίζει να είναι ένας υπέροχος άνθρωπος.    Έχει μεγαλείο μέσα του.» είπε και έλαμψε το πρόσωπο της.
   «Θα έπαιρνα όρκο ότι τον αγαπάς ακόμα, έτσι όπως μιλάς για αυτόν.»
   «Φυσικά και τον αγαπώ. Χάρη σε εκείνον, υπάρχεις εσύ.»
   «Καλά.» είπε απλά η Ελεάννα παρόλο που δεν πίστευε πως ο λόγος ήταν μανάχα η ίδια. «Άντε πάνε ξεκουράσου. Πάω κι εγώ να χαλαρώσω.»
   «Έχεις δίκιο.» είπε και αφού σηκώθηκε η Ελεάννα άπλωσε τα πόδια της στον καναπέ και κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως. 



   Σε λίγο θα περαστεί κι άλλο κεφάλαιο :* 

Θα αντέξει ο έρωτας;Where stories live. Discover now