Κεφάλαιο 29ο

214 28 5
                                    


    Η Ντέπη έμεινε να κοιτάζει τον Νίκο, ο οποίος κάθισε στο παγκάκι σκεφτικός. Η όψη του έδειχνε πως ήταν ευάλωτος.
   Αποφάσισε να τον πλησιάσει. Το μόνο που ήθελε ήταν να του χαϊδέψει το μάγουλο. Ένιωθε μια τρυφερότητα ακόμη απέναντι του. Παρόλα αυτά απλά κάθισε δίπλα του. Ίσως, μια λάθος κίνηση να χαλούσε την στιγμή.
   «Πως νιώθεις;» ψιθύρισε.
   «Πολύ περίεργα.» απάντησε ήπια εκείνος. Δεν είχε εκείνο τον επιθετικό τόνο.
   «Θα δεις πως η Ελεάννα θα θέλει να αναπτύξετε σχέσεις πατέρα-κόρης.» θέλησε να τον ενθαρρύνει. Ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του. Το σώμα του ήταν ζεστό.
   Εκείνος σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε το σημείο στο οποίο τον ακουμπούσε η Ντέπη. Δεν αντέδρασε. Του άρεσε το άγγιγμα της. Ήξερε πως εκείνη την στιγμή ήταν ευάλωτος και ήξερε πως η Ντέπη μπορούσε να το εκμεταλλευτεί. Μα αυτό δεν τον θύμωνε καθόλου.
   «Γιατί ρε Δέσποινα;» την ρώτησε με παράπονο. Ακόμη δεν μπορούσε να δεχτεί το γεγονός ότι τότε έφυγε και παντρεύτηκε κάποιον άλλο, την στιγμή που έκαναν τόσα όνειρα μαζί. Αυτοί και η αγάπη τους.
   Η Ντέπη χαμήλωσε το κεφάλι.
   «Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω ήταν πως έκανα το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου.»
   «Σε χάλασε δηλαδή η χλιδή.» σάρκασε. Δεν ήθελε αλλά του βγήκε από την πικρία που ένιωθε.
   «Αν σε ευχαριστεί αυτό, μάθε πως δεν μπόρεσα ποτέ να νιώσω ευτυχισμένη μακριά σου.»
   Εκείνος χαμογέλασε θλιμμένα.
   «Το τελευταίο που ήθελα για σένα Δέσποινα, ήταν να είσαι δυστυχισμένη. Πληγωμένος ήμουν, όχι μαλάκας. Σ' αγάπησα πραγματικά κι ας είμαι θυμωμένος με αυτό που έκανες τότε.» της είπε ενώ παράλληλα κοιτούσε το χώμα.
   Ένα δάκρυ ξέφυγε από τα μάτια της Ντέπης. Θυμήθηκε για μια ακόμη φορά τον λόγο που τον είχε αγαπήσει. Έναν από τους πολλούς. Τον αγαπούσε ακόμα. Ήταν ο πατέρας του παιδιού της. Ήταν ο άνθρωπος που της χάρισε δύο υπέροχα χρόνια γεμάτα αθωότητα και αγάπη. Γεμάτα ευτυχία και χαμόγελα.
   Εκείνος σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε μελαγχολικά. Βύθισε το βλέμμα του στο δικό της. Πλησίασε τα χείλη του στα δικά της. Μπορούσε να ακούσει τους δυνατούς χτύπους της καρδιάς της. Τα ένωσε με τα δικά της. Του φάνηκαν πιο απαλά από ποτέ.
   Η Ντέπη έκλεισε τα μάτια για να απολαύσει το φιλί τους, που γινόταν όλο και πιο βαθύ. Της είχε λείψει η αίσθηση των χειλιών του στα δικά της. Της είχε λείψει η γεύση του.
   Μετά από τόσα χρόνια, αυτό το φιλί έμοιαζε με λύτρωση.
   Πρώτος βγήκε από το λήθαργο ο Νίκος. Την κοίταξε ξανά βαθιά στα μάτια. Δεν χαμογέλασε. Έμεινε ανέκφραστος. Το φιλί αυτό δεν το μετάνιωσε ούτε στο ελάχιστο. Ήταν το κλείσιμο ανοιχτών λογαριασμών από το παρελθόν. Ή μήπως όχι;
   «Γεια σου Δέσποινα» είπε και σηκώθηκε με σκοπό να φύγει.
   «Καληνύχτα Νίκο.» είπε σιγανά εκείνη. Μόλις εκείνος απομακρύνθηκε από το οπτικό της πεδίο, άγγιξε απαλά τα χείλη της και ξέσπασε σε δυνατό κλάμα. Πως τα είχε καταφέρει έτσι;
   Ο Νίκος από την άλλη, κατευθυνόταν προς το εκκλησάκι. Δεν ήθελε να γυρίσει στο σπίτι του. Οι τοίχοι θα τον έπνιγαν.
   Όταν έφτασε, στηρίχτηκε στον κορμό του δέντρου απέναντι από την μικρή εκκλησία. Καθόταν και την παρατηρούσε. Στο ίδιο δέντρο κρυβόταν όταν παντρευόταν η Ντέπη. Ήξερε και τότε πως κάτι τέτοιο θα ήταν επίπονο αλλά είχε την αυτοκαταστροφική τάση να το κάνει.

                                                                   ======================

   Σούσουρο ακούγονταν από τους καλεσμένους. Η εκκλησία είχε γεμίσει με κόσμο. Ο γαμπρός περίμενε κουστουμαρισμένος έξω από την εκκλησία. Κρατούσε μια πολύχρωμη ανθοδέσμη που ταίριαζε με την διακόσμηση που είχαν επιλέξει. Είχε ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη του.
   Ο Νίκος καθόταν πίσω από το δέντρο και τον παρακολουθούσε. Αυτός ήταν ο άντρας που θα παντρευόταν την Δέσποινα του. Αυτός θα την έκανε δική του, όπως την είχε κάνει και ο ίδιος. Η ζήλεια του έκαιγε τα σωθικά.
   Στην αρχή είχε απορήσει με το πόσο σύντομα θα γίνονταν ο γάμος τους, μετά την ημέρα που του το ανακοίνωσε η Δέσποινα. Ύστερα, πληροφορήθηκε πως ήταν οργανωμένο από καιρό. Κι ας το έμαθε εκείνος μια εβδομάδα πριν. Άραγε εκείνη το ήξερε καιρό τώρα;
   Τις σκέψεις του διέκοψε η κόρνα ενός αυτοκινήτου. Η νύφη είχε φτάσει.
   Ήταν πανέμορφη. Οι μπούκλες των πυκνών μαλλιών της έλαμπαν. Το πρόσωπο της φαινόταν πιο φρέσκο από ποτέ. Παρόλο που αν παρατηρούσε κάποιος τα μάτια για πολύ ώρα, θα καταλάβαινε πως είχαν πρηστεί από κλάμα. Το νυφικό μακρύ και φουντωτό τόνιζε τα όμορφα σημεία του κορμιού της-αν υπήρχε βέβαια και κάποια ατέλεια.
   Το ύφος της ήταν μελαγχολικό. Έκανε βέβαια, υπεράνθρωπες προσπάθειες να χαμογελάει στους  καλεσμένους που την κοιτούσαν με δέος. Στράφηκε στον πατέρα της λίγο πριν την αφήσει στον γαμπρό. Κάτι του είπε και τον κοιτούσε με ασυνήθιστη για εκείνη απέχθεια.
   Είδε τον Αλέξη να της δίνει την ανθοδέσμη και να την φιλάει πεταχτά στα χείλη. Ένιωσε ένα ακόμη τσίμπημα ζήλειας. Δεν άντεχε να την βλέπει νύφη στα χέρια ενός άλλου άντρα. Όλα μέσα του φώναζαν να φύγει από εκεί διότι είχε κάνει ήδη πολύ κακό στον εαυτό του. Όμως, τα πόδια του ήταν λες και είχαν καρφωθεί στο πάτωμα και δεν μπορούσαν να κινηθούν.
   Το ζευγάρι μπήκε μέσα στην εκκλησία. Εκείνος περίμενε υπομονετικά έξω. Κάποια στιγμή αποφάσισε να σταθεί στην είσοδο της εκκλησίας για να παρακολουθήσει και λίγο από το μυστήριο. Μέγα λάθος.
   Χόρευαν τον χορό του Ησαΐα. Το πρόσωπο της ήταν θλιμμένο. Σημάδι πως δεν ήταν ευχαριστημένη από αυτό τον γάμο.
   Εκείνη σαν αισθάνθηκε την παρουσία του γύρισε το κεφάλι της και τον είδε να τους βλέπει. Τα μάτια της βούρκωσαν, αλλά κατάφερε να συγκρατήσει τους λυγμούς της. Δεν ήθελε να ταράξει όλη την εκκλησία.
   Εκείνος δάκρυσε. Μπροστά της κύλησε μονάχα ένα δάκρυ.
   «Σ' αγαπάω.» ανοιγόκλεισε το στόμα του.
   Εκείνη διάβασε τα χείλη του και έσκυψε το κεφάλι για να μην δουν οι καλεσμένοι το κλαμένο πρόσωπο της. Θα το δικαιολογούσε αργότερα ως συγκίνηση. Όταν το ξανά σήκωσε, ο Νίκος δεν ήταν πια εκεί. Ήξερε πως ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπε.
   Κοίταξε ύστερα τον Αλέξη. Μα τι έκανε; Παντρευόταν κάποιον που δεν αγαπούσε; Ήταν πλέον αργά. Τους ένωσε ο θεός. Μετά κοίταξε τους γονείς της, που την παρατηρούσαν με καχύποπτο ύφος. Τους έριξε μια ματιά απέχθειας και μίσους και γύρισε από την άλλη το βλέμμα της.
Δεν ήθελε να τους ξανά δει μπροστά της.
   Όταν πήγε στο νέο της σπίτι με τον σύζυγο της, κοίταξε αδιάφορα το μεγάλο σαλόνι. Δεν την ένοιαζε αν θα ζούσε και σε παλάτι.
   Εκπλήρωσε τα συζυγικά της καθήκοντα με τον Αλέξη, από υποχρέωση. Η συμμετοχή της, πέρα από την παρουσία της εκεί δεν υπήρχε. Όταν εκείνος ξάπλωσε δίπλα της και κοιμήθηκε, εκείνη σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο να κλάψει. Ίσως, κάποια στιγμή να το ξεπερνούσε.

                                                      ===========================

   Ύστερα από αυτή την ανάμνηση αποφάσισε να πάει στο σπίτι του να ξεκουραστεί. Εκείνη η μέρα ήταν πολύ κουραστική για εκείνον, όπως άλλωστε και για την Ντέπη , αλλά κυρίως για την Ελεάννα.    


Μικρό αλλά, το επόμενο θα είναι μεγαλύτερο. :*

Θα αντέξει ο έρωτας;Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang