Η Ελεάννα βγήκε από το γραφείο της ψυχολόγου. Οι τελευταίες συνεδριάσεις την είχαν βοηθήσει αρκετά. Ένιωθε λιγότερο ένοχη απέναντι στον εαυτό της και πλέον δεν τιναζόταν με τον παραμικρό θόρυβο που άκουγε.
Η ψυχολόγος της είχε πει, πως την βοηθούσε ιδιαίτερα και το περιβάλλον στο οποίο ζούσε. Ο καθαρός αέρας του χωριού αλλά και η ηρεμία που της παρείχε της έκανε πολύ καλό.
Βγήκε από την πολυκατοικία στην οποία στεγάζονταν το γραφείο και περίμενε υπομονετικά να περάσει ο Νίκος να την πάρει με το αυτοκίνητο. Ήταν η πρώτη φορά που θα έμεναν μόνοι πατέρας και κόρη. Η ίδια το είχε ζητήσει.
Ύστερα από σκέψη δέκα ημερών κατάλαβε πως αυτή η εξέλιξη των πραγμάτων της άρεζε. Μέχρι τότε γνώριζε έναν πατέρα που δεν την αγάπησε ποτέ. Η προοπτική να γνωρίσει τον βιολογικό της πατέρα, δεν ήταν διόλου άσχημη. Αντιθέτως, ίσως εκείνος κατάφερνε να την αγαπήσει.
Κοίταξε το ρολόι της και θυμήθηκε πως του είχε πει κατά λάθος να έρθει ύστερα από μισή ώρα. Ξεφύσηξε βαριεστημένα. Τι θα έκανε τόση ώρα μόνη της.
Μπορεί πλέον να μην φοβόταν τόσο πολύ αλλά ακόμα την τρόμαζε έστω και ελάχιστα το γεγονός να μείνει μόνη στους δρόμους της πυκνοκατοικημένης Αθήνας. Τόσα και τόσα συνέβαιναν. Κάθισε στα σκαλιά.
Κοίταξε τον απέναντι δρόμο και είδε τον Χάρη να μιλάει στο τηλέφωνο και να περπατάει αμέριμνος.
Της είχε λείψει τόσο πολύ η μορφή του, που ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της. Ήθελε τόσο πολύ να τον φωνάξει. Να του μιλήσει. Να ακούσει την φωνή του. Να τον κοιτάξει στα μάτια. Αλλά, δεν έπρεπε να το κάνει. Εφόσον, εκείνη αποφάσισε να χωρίσουν, δεν ήταν σωστό να μπλέκεται στα πόδια του.
Αντιμετώπισε μια εσωτερική πάλη που στην ουσία διήρκησε λίγα δευτερόλεπτα πριν φωνάξει με αποφασιστικότητα το όνομα του. Στην τελική δεν τους απαγόρευε κανένας να μιλάνε.
Εκείνος έστρεψε απορημένος το κεφάλι του και την κοίταξε. Αρχικά με έκπληξη αλλά στην συνέχεια της χαμογέλασε και την πλησίασε.
«Τι κάνεις;» τον ρώτησε διστακτικά.
«Καλά είμαι, εσύ;»
Πόσο της είχε λείψει αυτό το χαμόγελο. Η ίδια ήταν σίγουρη πως θα της κρατούσε κακία. Όμως, για ακόμη μια φορά έκανε λάθος. Ίσως πλέον να είχε προχωρήσει και να μην τον ένοιαζε τόσο ο χωρισμός τους. Κράτησε αυτή την σκέψη στο μυαλό της.
«Πολύ καλύτερα.»
Ένιωθε λιγάκι αμήχανα όπως στις αρχές της σχέσης τους. Μάλλον, επειδή έκαναν σαν να μη συνέβη τίποτα.
«Πως κι από εδώ;»
«Ήμουν στην ψυχολόγο μου. Μόλις τελείωσα.»
«Πήγες σε ψυχολόγο; Και; Είδες αποτέλεσμα;»
«Ναι κάτι είδα.»
«Και πως θα γυρίσεις σπίτι;» τη ρώτησε ανήσυχος.
Εκείνη την στιγμή που έβλεπε τόσο ενδιαφέρον στα μάτια του ήθελε τόσο πολύ να του χαϊδέψει τρυφερά το μάγουλο.
«Περιμένω τον μπαμπά μου.»
«Τον συγχώρεσες;» την ρώτησε παραξενεμένος.
«Εμ βασικά όχι αυτό τον μπαμπά μου. Είναι μεγάλη ιστορία.» ήξερε πως τον είχε μπερδέψει πολύ.
Όντως, εκείνος την κοιτούσε με ένα πολύ περίεργο βλέμμα.
«Έχεις κι άλλον; Εγώ έχω χρόνο να μου πεις. Εσύ;»
Η Ελεάννα ένευσε καταφατικά. Τι κι αν είχαν χωρίσει; Εκείνη τον εμπιστευόταν ακόμα όσο τίποτα άλλο. Του εκμυστηρεύτηκε όλα αυτά που είχαν διαδραματιστεί στην ζωή της τον τελευταίο καιρό και δεν μπόρεσε να κρύψει ένα μικρό γελάκι εξαιτίας του βλέμματος του.
«Σοβαρολογείς;»
«Απολύτως.» είπε και γέλασε ξανά.
«Πολύ περίεργα όλα αυτά.»
Η Ελεάννα δεν απάντησε, απλά κούνησε το κεφάλι της.
«Ελεάννα.» είπε διστακτικά ύστερα από παύση λίγων δευτερολέπτων.
«Σε ακούω.»
«Επιμένεις ακόμα;» ρώτησε ακόμα πιο διστακτικά.
«Σε ποιο πράγμα;» προσποιήθηκε εκείνη την ανήξερη.
«Στην απόφαση σου να μην είμαστε μαζί.» είπε με περισσότερη αυτοπεποίθηση.
Εκείνη του χαμογέλασε. Ήδη είχε αναγνωρίσει την χαζομάρα της. Σε αυτό βοήθησε πολύ και η Μαρίζα, η οποία κάθε φορά που αναφερόταν σε αυτό το θέμα, την στόλιζε με διάφορα όχι και τόσο καλά κοσμητικά επίθετα.
«Όχι δεν επιμένω. Το έχω μετανιώσει. Καταλαβαίνω πως εσύ ήθελες να με στ...» έλεγε γρήγορα αλλά, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει καθώς το στόμα του Χάρη έκλεισε το δικό της με ένα φιλί.
Αυτό της είχε λείψει πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο.
Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και συνέχισαν να φιλιούνται μέχρι που μία κόρνα τους διέκοψε. Τα μάγουλα της Ελεάννας ρόδισαν αμέσως, όταν κατάλαβε πως ο Νίκος τους είχε πετύχει σε μια τρυφερή στιγμή τους. Απομακρύνθηκε από το Χάρη.
Ο Νίκος είχε βγει έξω από το αυτοκίνητο και την περίμενε στηριζόμενος στην πόρτα. Το ύφος του ήταν ουδέτερο.
«Χάρη, από εδώ ο μπαμπάς μου.»
Ο Νίκος στο άκουσμα αυτής της λέξης χαμογέλασε. Πρώτη φορά τον έλεγε έτσι. Όσες φορές είχαν συναντηθεί τυχαία στο χωριό τον φώναζε με το κανονικό όνομα του. Έτσι ξέχασε το θέαμα που είχε δει. Παρόλο που δεν τον είχε ενοχλήσει ιδιαίτερα. Μοντέρνος άνθρωπος ήταν.
«Μπαμπά, από εδώ ο Χάρης.»
«Το αγόρι της Ελεάννας.» συμπλήρωσε ο Χάρης και την κοίταξε με νόημα.
Εκείνη χαμογέλασε και ξανά κοκκίνισε, όπως ήταν αναμενόμενο.
«Το λατρεύω το κοκκίνισμα σου.» της ψιθύρισε στο αυτί για να μην τους ακούσει ο Νίκος.
«Χάρηκα μικρέ.» είπε ο Νίκος.
«Κι εγώ το ίδιο.»
«Ελεάννα τώρα πρέπει να φύγουμε. Θα τα πείτε κάποια άλλη στιγμή.» είπε και μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο, αφήνοντας το ζευγάρι να αποχαιρετιστεί.
Όταν η Ελεάννα τελείωσε, μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο. Ντρεπόταν υπερβολικά. Γι αυτό προτίμησε να μη μιλήσει και να παραμείνει σιωπηλή σε όλη την διαδρομή.
Δεν είχε σκοπό όμως, να κάνει το ίδιο και ο Νίκος.
«Πόσο καιρό είστε μαζί;» την ρώτησε εύθυμα.
«Κανονικά θα ήμασταν πέντε μήνες. Αλλά αν βγάλουμε τον τελευταίο μήνα που είχαμε χωρίσει. Τέσσερις. Σήμερα τα βρήκαμε.» απάντησε παρόλο που αισθανόταν άβολα.
«Σε χώρισε λόγω της...;» ρώτησε χωρίς ωστόσο να πει την λέξη απαγωγή.
«Σου τα είπε η μαμά;»
Εκείνος κατένευσε.
«Όχι. Καμία σχέση. Εγώ τον χώρισα γιατί δεν ήθελα να του φορτώσω τα προβλήματα μου.»
«Κακώς, δεν έπρεπε να αποφασίσεις εσύ για αυτόν.» είπε ήπια.
Η Ελεάννα είχε βαρεθεί να το ακούει. Είτε από την μητέρα της, είτε από την φίλη της, είτε από τον ίδιο της τον εαυτό.
«Το ξέρω. Αλλά, ευτυχώς τώρα είμαστε και πάλι μαζί.»
«Ωραία.»
«Να σε ρωτήσω κάτι;» είπε ύστερα από σιωπή λίγων λεπτών.
«Βεβαίως.»
«Με την μαμά ήσασταν ερωτευμένοι;»
Ο Νίκος δεν κούνησε ούτε εκατοστό το κεφάλι του από τον δρόμο. Ωστόσο, ξέχασε να αναπνεύσει.
«Ναι.» απάντησε μονολεκτικά, μη ξέροντας τι άλλο να πει.
«Και γιατί χωρίσατε;»
«Καλύτερα να ρωτήσεις την ίδια. Δεν θέλω να την κατηγορήσω μπροστά σου.»
Η Ελεάννα ξαφνιάστηκε. Άρα η μητέρα της έφταιγε γι αυτό. Κατά βάθος το περίμενε.
«Εσένα θα εννοούσε.» είπε περισσότερο σαν να μιλούσε στον εαυτό της.
«Δεν κατάλαβα.»
«Κάποια στιγμή την είχα ρωτήσει αν είχε παντρευτεί από έρωτα τον μπαμπά μου και απάντησε ναι. Είχα παραξενευτεί πολύ. Γιατί με τον μπαμπά μου, τον Αλέξη τέλος πάντων από τότε που έχω αναμνήσεις δεν ήταν ποτέ αγαπημένοι. Εσένα θα εννοούσε.»
«Μάλλον.» είπε. Δεν μπόρεσε να μην χαρεί στο γεγονός ότι με τον Αλέξη δεν ήταν ποτέ αγαπημένοι. «Δεν τα πήγαιναν καλά;» ρώτησε για να συλλέξει κι άλλες πληροφορίες σχετικά με την Ντέπη.
«Δεν ξέρω αν πρέπει να σου τα πω εγώ αυτά. Αλλά, τι πειράζει; Αφού πλέον έχετε τελειώσει.» είπε κι έκανε μια παύση να δει την αντίδραση του.
«Ναι.» είπε σίγουρος.
«Ο Αλέξης δεν φερόταν καλά στην μαμά μου κι εκείνη αδιαφορούσε πολύ γι αυτόν. Δεν ξέρω αν σου το έχει πει, αλλά, η μαμά είχε εθιστεί στο αλκοόλ για τρία περίπου χρόνια και η κατάσταση στο σπίτι ήταν τραγική, αφού όταν γυρνούσε ο Αλέξης και την έβρισκε σε τέτοιο χάλι, την ισοπέδωνε με τα λόγια του. Αλλά, ευτυχώς σπάνια γινόταν πιο βίαιος.» συνέχισε. Στη θύμηση όλων αυτών δεν ένιωσε τίποτα. Όλα πλέον της φαίνονταν τόσα μακρινά, σαν να είχαν συμβεί σε μια άλλη ζωή.
Ο Νίκος δεν ήξερε τι αισθανόταν εκείνη την στιγμή. Πάντως σίγουρα λύπη για την Ντέπη. Της άξιζε καλύτερη ζωή. Ηθελέστα και παθέστα, σκέφτηκε όμως, στην πορεία. Εκείνη είχε αποφασίσει να τον παντρευτεί και όχι να το σκάσουν μαζί.
«Κρίμα.» είπε με ειλικρίνεια.
«Δεν πειράζει. Ούτως ή άλλως έχουν τελειώσει όλα αυτά. Τώρα είμαστε μια χαρά.»
«Χαίρομαι.» είπε ο Νίκος.
Επιτέλους, είχαν φτάσει.
Την άφησε έξω από το σπίτι και περίμενε να κατέβει.
«Δεν θέλεις να έρθεις μέσα να φας μαζί μας;»
«Μπα, άστο καλύτερα. Κάποια άλλη φορά ίσως.»
Δεν ένιωθε πολύ άνετα στην ιδέα να καθίσει για φαγητό με την Ντέπη. Ειδικά, μετά από εκείνο το φιλί. Μπορεί να της έδωσε λάθος δείγματα.
«Καλά, για τώρα το δέχομαι. Αλλά αύριο βράδυ θα έρθεις.» του είπε απόλυτα. Ήθελε να φάνε σαν οικογένεια.
Εκείνος δεν ήθελε να της χαλάσει το χατίρι. Άλλωστε, χαιρόταν που η ίδια ήθελε να φάνε όλοι μαζί. Του έδειχνε ότι σιγά σιγά ίσως να βελτίωναν τις σχέσεις τους και να τον δεχόταν σαν πατέρα.
«Εντάξει.»
«Στις εννιά.» του είπε και άνοιξε την πόρτα για να φύγει.
Η ζωή της έμοιαζε να παίρνει μια άνοδο.
YOU ARE READING
Θα αντέξει ο έρωτας;
RomanceΗ Ελεάννα ζει σε μια μονοκατοικία με τη αδιάφορη οικογένεια της. Είναι κόρη του μεγάλου δικηγόρου Αλέξη Αργυρίου. Έχει κλειστεί στον εαυτό της και είναι φανερά αντικοινωνική. Μοναδική φίλη της, η εξωστρεφής Μαρίζα. Μια συζήτηση με την μητέρα της στέ...