Ο Χάρης έκανε μια από τις συνηθισμένες του βόλτες με την μηχανή. Μόνο τότε ένιωθε να αποβάλλει όλες τις σκέψεις από το μυαλό του. Ένιωθε απελευθερωμένος από ότι τον απασχολούσε. Ανανεωνόταν.
Κάποια στιγμή σταμάτησε σε ένα ερημικό παρκάκι κι έκατσε σε ένα παγκάκι. Έπρεπε μανιωδώς να βρει μια λύση για την Ελεάννα. Δεν μπορούσε να κάθεται άλλο με σταυρωμένα τα χέρια. Η απουσία της όλο αυτό το διάστημα τον τρέλαινε. Ήθελε τόσο πολύ να την σφίξει στην αγκαλιά του.
Φοβόταν όμως, πως τα πράγματα δεν θα ήταν τόσο εύκολα μετά από αυτή την απαγωγή. Η Ελεάννα σίγουρα θα είχε αποκτήσει τραύματα και ίσως να μην τον ήθελε πια στην ζωή της. Αυτό τον τρόμαζε υπερβολικά. Εκείνος δεν μπορούσε μακριά της. Νόμιζε πως αν δεν γυρνούσε γρήγορα δεν θα άντεχε άλλο.
Ήθελε τόσο πολύ να βαρέσει τον Αλέξη. Τι σόι πατέρας ήταν εκείνος. Δεν ήθελε να πληρώσει για να πάρει πίσω την κόρη του; Την μισούσε. Όχι μόνο δεν την αγαπούσε ο γελοίος αλλά την μισούσε κι από πάνω. Δεν ήταν καν διατεθειμένος να πληρώσει έστω και για τα μάτια του κόσμου.
Αυτό σήμαινε πως δεν υπήρχε σωτηρία για την Ελεάννα και κατά συνέπεια και για τον ίδιο. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρει αυτός μια λύση. Μα δεν είχε λεφτά. Και για να τα μαζέψει ούτε λόγος. Ήταν πάρα πολλά.
Σκέφτηκε να πιάσει με τον καλό τον Αλέξη, μήπως τελικά τον έπειθε. Αλλά, μετά από εκείνο το περιστατικό στο σπίτι τους δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρει κάτι. Εδώ δεν κατάφερε η γυναίκα του, που πέρασαν τόσα χρόνια μαζί. Θα κατάφερνε αυτός; Σάμπως ποιος ήταν αυτός;
Του έλειπε το πρόσωπο της. Τα κόκκινα μάγουλα της. Η έλλειψη της τον είχε επηρεάσει πολύ σοβαρά.
Ξαφνικά του ήρθε μια αναλαμπή.
Θυμήθηκε κάτι που του είχε πει η Ελεάννα όταν κάθονταν σε ένα παγκάκι σε μια από τις βόλτες τους. Του είχε πει πως ο Σωτήρης την είχε απειλήσει και πως ήταν πολύ σοβαρός. Πως τον φοβήθηκε πολύ και πως κι εκείνος το ίδιο θα έκανε αν τον έβλεπε.
Ενδέχεται όλο αυτό να είχε σχέση με την απαγωγή της;
Θα ήταν πολύ πιθανό.
Όμως, ο Σωτήρης είχε λεφτά και μάλιστα πολλά. Γιατί να θέλει να απαγάγει την Ελεάννα; Τι κίνητρο μπορεί να είχε;
Μια ακόμη σκέψη πέρασε από το μυαλό του. Διόλου ευχάριστη. Τα μάτια του έγιναν δύο μικρές σχισμές και τα χέρια του δύο γερές γροθιές.
«Το καλό που σου θέλω Σωτηράκη, να μην την έχεις πειράξει, διαφορετικά...» δεν τελείωσε την πρόταση του. Σηκώθηκε απότομα από το παγκάκι και ανέβηκε στην μηχανή.Άλλη μια μέρα που πέρασε και ο σύζυγος της δεν είχε φανεί στο σπίτι. Από την ημέρα που έφυγε ύστερα από την αποκάλυψη ότι η Ελεάννα δεν ήταν κόρη του, δεν είχε επιστρέψει. Τρεις μέρες και ήταν άφαντος. Πέρασε και από το γραφείο του, μήπως τον έβρισκε εκεί. Αλλά δεν ήταν ούτε εκεί. Όλος τυχαίος έλειπε και η γραμματέας του.
Όμως, το τελευταίο που την ένοιαζε ήταν οι απιστίες του άντρα της. Αυτό που την απασχολούσε ήταν ότι εκείνος δεν είχε την πρόθεση να δώσει τα λύτρα και εκείνη φοβόταν πραγματικά πως θα έχανε για πάντα την κόρη της. Οι απαγωγείς δεν έχουν ευαισθησία. Αν δεν πάρουν λεφτά, σκοτώνουν. Δεν νοιάζονται για τίποτα άλλο.
Πως γίνεται να υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, αναρωτήθηκε η Ντέπη.
Βέβαια, εδώ ο ίδιος ο άνθρωπος που την μεγάλωσε δεν νοιαζόταν για την ζωή της, θα νοιαζόταν οι ξένοι;
Περπάτησε ως το δωμάτιο της Ελεάννας και μπήκε μέσα. Όλος ο χώρος είχε την μυρωδιά της. Ακόμα πάνω στο κρεβάτι βρισκόταν τα δώρα των γενεθλίων της.
Τα παραμέρισε στην άκρη και κάθισε.
Άραγε που να βρισκόταν τώρα; Που θα κοιμόταν; Σε τι κατάσταση βρισκόταν;
Ανησυχούσε τόσο πολύ. Ήθελε να ακούσει την φωνή της για να βεβαιωθεί πως ήταν καλά. Όμως, οι απαγωγείς είχαν να επικοινωνήσουν μαζί τους εδώ και τρεις μέρες. Αλλά, και πάλι δεν θα την έδιναν στο τηλέφωνο εφόσον οι ίδιοι δεν πλήρωναν και ούτε το είχαν σκοπό.
Καταραμένε Αλέξη!
Ευχόταν να μην γυρνούσε ποτέ. Να πέθαινε όπου και αν βρισκόταν.
Άκουσε την πόρτα κάτω να βροντάει. Μάλλον επέστρεψε.
Κατέβηκε ήσυχα τα σκαλιά. Δεν είχε την δύναμη να τσακωθεί άσκοπα μαζί του. Είχε καταλάβει πλέον πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα απολύτως για να του αλλάξει γνώμη.
Όντως ήταν ο Αλέξης.
Τον πλησίασε αργά. Άλλωστε τον φοβόταν μετά την τελευταία τους συνάντηση. Πρώτη φορά τον είχε δει εκτός εαυτού.
Εκείνος την πρόσεξε και την κοίταξε με υποτίμηση.
Αυτό το βλέμμα την εκνεύριζε. Πάντα την υποτιμούσε ενώ στην πραγματικότητα αυτός ήταν άξιος υποτίμησης.
«Θα πάρεις τα πράγματα σου και θα φύγεις από εδώ μέσα.» της είπε αργά, συγκρατώντας τον θυμό του.
Η Ντέπη τον κοίταξε αποσβολωμένη. Ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε να ακούσει από το στόμα του.
«Με χωρίζεις;» τον ρώτησε έτοιμη να ξεσπάσει.
«Σωστά μάντεψες. Τράβα τώρα να τα μαζέψεις κι έφυγες.»
Ήθελε να πέσει πάνω του και να τον χτυπήσει. Να πιάσει το λαιμό του με τα δύο της χέρια και τον σφίξει μέχρι να μελανιάσει και να πάψει να αναπνέει. Να του φωνάξει πως χαράμισε την ζωή της, πως δεν ήταν άξιος να την κάνει ευτυχισμένη, πως ήταν ένα σκουλίκι χωρίς αισθήματα.
Μα ήξερε πως δεν θα έβγαζε πουθενά όλο αυτό. Ούτε καν τα λόγια της. Κατά βάθος ήξερε πως εκείνη έφταιγε. Δικά της ήταν τα σφάλματα. Μόνο δικά της.
Έφτανε σε σημείο να μισεί τον εαυτό της.
Τον κοίταξε στα μάτια με λύπηση και ανέβηκε τις σκάλες ήσυχα και αργά. Αφού τις ανέβηκε, τον κοίταξε από πάνω.
«Αν δεν είχαν γίνει όλα αυτά με την Ελεάννα, θα στο είχα ζητήσει εγώ νωρίτερα. Ξέρεις πως απέτυχες. Κι εγώ απέτυχα. Αποτύχαμε μαζί. Σε όλα.» του είπε με ένα απαλό τόνο στην φωνή της. Ήθελε να τον πληγώσει.
Μπήκε στην ντουλάπα δωμάτιο. Άνοιξε μια βαλίτσα κι έβαζε μέσα τα ρούχα της, τα κοσμήματα της και γενικά όλα της τα υπάρχοντα. Άφησε τελευταίο το μπαουλάκι. Το κοίταξε με λατρεία και το έβαλε κι αυτό μέσα. Αποχαιρετούσε μια αποτυχημένη ζωή.
Δεν θα της έλειπε διόλου η χλιδή. Την είχε σιχαθεί. Τα πάντα είχε σιχαθεί. Αν μάθαινε πως η κόρη της ήταν νεκρή, θα αυτοκτονούσε. Αυτό θα έκανε.
Σήκωσε την βαλίτσα από το πάτωμα και κατέβηκε κάτω. Τον είδε που έβλεπε τηλεόραση. Ήταν νευρικός παρόλο που προσπαθούσε να φανεί αδιάφορος.
«Εγώ φεύγω. Ελπίζω μόνο να αλλάξεις γνώμη για την Ελεάννα.» είπε.
Εκείνος δεν γύρισε καν να την κοιτάξει.
«Ποτέ σου δεν ένιωσες κάτι για μένα. Στην αρχή προσπάθησα αλλά εσύ δεν ήθελες να κάνεις το ίδιο. Τα παράτησα. Απέτυχα, όπως λες. Αλλά τουλάχιστον μην κατηγορείς εμένα.» της είπε ενώ κοιτούσε την τηλεόραση.
Η Ντέπη έβγαλε την βέρα της και την ακούμπησε στο τραπεζάκι δίπλα από την πόρτα. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της. Μόνο ένα. Γιατί άφησε την ζωή να γλιστρήσει από τα χέρια της.
«Έχεις δίκιο. Προσπάθησες, εγώ δεν μπορούσα να ξεχάσω. Μόνο που δεν έκανες τον κόπο να αγαπήσεις την κόρη σου. Και πριν προλάβεις να πεις το οτιδήποτε, να ξέρεις πως πατέρας είναι αυτός που μεγαλώνει το παιδί κι εκείνη εσένα αποκαλεί έτσι, από εσένα αποζητάει αγάπη, όχι από έναν άγνωστο. Φαίνεται όμως πως εσύ δεν την αγάπησες ποτέ.» είπε κι έκλεισε την πόρτα.
Άφησε πίσω της τον Αλέξη, ο οποίος είχε βουρκώσει. Μια γυναίκα αγάπησε και αυτή ήταν πάντοτε δοσμένη αλλού. Τώρα έφευγε.
«Στα τσακίδια.» φώναξε κι άρπαξε ένα τασάκι και το πέταξε στον τοίχο απέναντι. «Στα τσακίδια.» επανέλαβε πιο ήσυχα, σημάδι πως είχε καταρρεύσει.
VOUS LISEZ
Θα αντέξει ο έρωτας;
Roman d'amourΗ Ελεάννα ζει σε μια μονοκατοικία με τη αδιάφορη οικογένεια της. Είναι κόρη του μεγάλου δικηγόρου Αλέξη Αργυρίου. Έχει κλειστεί στον εαυτό της και είναι φανερά αντικοινωνική. Μοναδική φίλη της, η εξωστρεφής Μαρίζα. Μια συζήτηση με την μητέρα της στέ...