Άβολη σιωπή επικράτησε ύστερα από την στιγμή που η Ελεάννα έφυγε από το σπίτι. Η Ζωίτσα σηκώθηκε να μαζέψει το τραπέζι.
«Μαμά, έρχομαι να σε βοηθήσω.» είπε η Ντέπη και σηκώθηκε αυτόματα για να κάνει πράξη τα λόγια της.
«Όχι. Κάτσε να κάνεις παρέα στον καλεσμένο μας. Είναι αγένεια να μείνει μόνος του.»
«Δεν χρειάζεται. Φεύγω. Εγώ για την Ελεάννα ήρθα.» είπε ο Νίκος με ένα επιθετικό τόνο, καρφώνοντας την Ντέπη με τα μάτια του.
«Καλά αγόρι μου, καληνύχτα.» είπε η Ζωίτσα προσποιούμενη πως δεν κατάλαβε την επιθετικότητα.
Ο Νίκος κοίταξε για λίγο το χώρο κι ύστερα έφυγε.
Η Ντέπη ξεφύσηξε θυμωμένα. Την είχε εκνευρίσει πάλι η συμπεριφορά του. Μέχρι πριν από λίγη ώρα, όλα πήγαιναν τόσο καλά και εκείνος μιλούσε εύθυμα σε όλους, ακόμα και στην ίδια.
«Νίκο.» φώναξε και βγήκε κι αυτή έξω. Έπρεπε να του μιλήσει. Αυτή η κατάσταση την ενοχλούσε.
Εκείνος, προσποιήθηκε πως δεν την άκουσε και συνέχισε να περπατάει με σταθερά βήματα, ενώ παράλληλα άρχισε να σφυρίζει αδιάφορα.
«Τώρα κάνεις πως δεν μ' ακούς κιόλας; Πολύ ώριμη συμπεριφορά.»
Σταμάτησε να περπατάει.
«Τι θέλεις;» είπε τελικά με ψυχρό ύφος.
«Δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση. Ως πότε θα μου μιλάς έτσι;» τον ρώτησε αγανακτισμένη.
«Μέχρι να βαρεθώ.» απάντησε κυνικά.
«Λάθος κάνεις. Δεν σου επιτρέπω.»
«Τότε να μη μιλάμε καθόλου.»
«Νίκο πρέπει να βελτιώσουμε τις σχέσεις μας για χάρη της Ελεάννας.»
Ο Νίκος την κοίταξε ερωτηματικά.
«Αυτό που άκουσες. Η Ελεάννα σίγουρα δεν θέλει να μας βλέπει έτσι. Θέλει να μας βλέπει αγαπημένους.»
«Εντάξει λοιπόν, μπροστά της θα είμαι πολύ καλός, όπως και σήμερα άλλωστε.»
«Τόσο δύσκολο σου είναι να με συγχωρέσεις;»
«Ρωτάς;» της φώναξε εξαγριωμένος.
Η Ντέπη τρόμαξε και δεν απάντησε.
«Μου έκρυψες κάτι τόσο σημαντικό. Μου έκρυψες ότι έχω μία κόρη. Υπάρχει κάτι πιο σοβαρό από το να μην γνωρίζω την ύπαρξη του δικού μου παιδιού; Δεν ξέρεις πόσο ήθελα ένα παιδί.» συνέχισε να φωνάζει.
«Τι πρέπει να κάνω για να με συγχωρέσεις;» ψέλλισε αδύναμα εκείνη.
«Μπορείς να γυρίσεις τον χρόνο πίσω; Όχι δεν μπορείς.» είπε απόλυτα.
Η Ντέπη άρχισε να κλαίει.
«Δεν ξέρεις πως ήταν να μαθαίνω από τα περιοδικά για την ζωή της οικογένειας Αργυρίου. Το πόσο ευτυχισμένο ένιωθε το ζεύγος με την γέννηση του παιδιού τους. Του δικού μου παιδιού. Το οποίο μεγάλωνε κάποιος άλλος, που δεν το αγάπησε ποτέ. Μου τα είπε τα χαΐρια σας η Ελεάννα. Ξέρεις πως είναι να ακούς συνέχεια κουτσομπολιά στο χωριό για εσένα και όλοι τους να με κοιτάνε με ένα βλέμμα λύπησης; Ειδικά τον πρώτο καιρό δεν ήθελα να βγαίνω από το σπίτι. Είχα τον δικό μου πόνο, είχα και τους άλλους. Κι εσύ; Που ήσουν εσύ; Εσύ ήσουν με τον Αλέξη και περνούσες ζωή και κότα σπαταλώντας τα λεφτά του και μεγαλώνοντας την κόρη μου ως δική του.» ήταν εκτός εαυτού.
«Συγγνώμη.» είπε ενώ πλέον έκλαιγε με λυγμούς.
«Με ένα συγγνώμη δεν γίνεται τίποτα Δέσποινα. Τέτοια λάθη δεν συγχωρούνται έτσι.» είπε πιο ήπια, καθώς αντιλήφθηκε το κλάμα της.
«Τι άλλο να πω; Τι άλλο να κάνω;»
«Υπομονή. Ίσως τα καταφέρω κάποια στιγμή.»
«Όσο για το ζωή και κότα, μπορεί να είχαμε λεφτά αλλά δεν ευτυχίσαμε ποτέ. Κι αν θες να ξέρεις εγώ ποτέ δεν σε ξέχασα. Μπορεί να παντρεύτηκα τον Αλέξη, αλλά εσένα σκεφτόμουν. Παράλογο εφόσον πέρασαν τόσα χρόνια αλλά είναι αλήθεια. Κρατούσα ένα μπαουλάκι, στο οποίο ακόμα φυλάω τις επιστολές που μου έστελνες όταν έλειπα από το χωριό για ένα μήνα, το τριαντάφυλλο που μου έδωσες εκείνη την τελευταία φορά που μιλήσαμε και την φωτογραφία μας.»
Την κοιτούσε παραξενεμένος. Δεν ήξερε τι να πει. Αυτό δεν της έδινε ελαφρυντικά αλλά σίγουρα τον είχε μαλακώσει λίγο.
«Αποτέλεσμα δικών σου αποφάσεων ήταν αυτό.»
«Το ξέρω. Το ξέρω.» φώναζε κι αυτή απελπισμένη. «Σταμάτα να μου το χτυπάς, έχω από μόνη μου τύψεις, δεν χρειάζομαι κι άλλες.» είπε και κάθισε σε ένα πεζουλάκι, πιάνοντας το κεφάλι της απελπισμένη.
Ο Νίκος την κοίταξε στεναχωρημένος. Έσκυψε και κάθισε κι εκείνος στο πεζουλάκι.
«Έλα τώρα σταμάτα να κλαις.»
Δεν του άρεζε να την βλέπει σε αυτή την κατάσταση.
Εκείνη όμως συνέχιζε να κλαίει. Δεν μπορούσε να σταματήσει. Κάποια στιγμή δεν μπορούσε να πάρει ανάσα.
Ο Νίκος πλησίασε πιο κοντά της και την αγκάλιασε. Άρχισε να της χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά.
«Ηρέμησε.» της έλεγε.
Στο άκουσμα αυτής της λέξης η Ντέπη έκλαιγε ακόμα πιο πολύ. Είχε απόλυτο δίκιο σε όλα όσα της έλεγε και παρόλα αυτά τώρα που την έβλεπε έτσι, ήθελε να την καθησυχάσει. Πόσο ανόητη ήταν τότε;
«Θα προσπαθήσω να σε συγχωρέσω.» της είπε και της χαμογέλασε, αφού βγήκε από την αγκαλιά τους.
Εκείνη κοίταξε το χαμόγελο του, άλλος ένας λυγμός βγήκε από μέσα της και τον ξανά αγκάλιασε.
«Με τρομάζεις Δέσποινα.»
«Θα.. μου... περάσει...» τραύλιζε μέσα από το κλάμα της.
Όταν επιτέλους συνήλθε και άρχισε να παίρνει σταθερές ανάσες, άκουσε το κινητό της να χτυπά. Το έβγαλε από την τσέπη της.
Η οθόνη έγραφε το όνομα του Αλέξη. Κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Νίκο, ο οποίος σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα πετάχτηκε όρθιος.
«Εγώ φεύγω.» είπε απότομα και άρχισε να περπατάει με γρήγορα βήματα.
«Γαμώτο» είπε η Ντέπη νευριασμένη και κλότσησε μια πέτρα από τα νεύρα της.
«Ναι.» είπε απότομα καθώς απαντούσε στην κλήση.
«Ντέπη, ο Αλέξης είμαι.»
«Ναι το είδα. Λέγε τι θέλεις.»
«Να συναντηθούμε για να μιλήσουμε.» είπε εκείνος ενοχλημένος. Ο τρόπος που του μιλούσε η Ντέπη δεν του άρεσε καθόλου.
«Ελπίζω να μη μου πεις τα ίδια με την προηγούμενη φορά.»
«Αύριο στις 11 να είσαι Αθήνα. Θα σε περιμένω στο σπίτι.» είπε και της το έκλεισε.
Η Ντέπη έβαλε φουρκισμένη το κινητό ξανά μέσα στην τσέπη της. Δεν μπορούσε να πάρει πιο ακατάλληλη στιγμή. Πλέον, έκλαιγε από τον θυμό της.
Παρόλα αυτά και η ίδια ήθελε να κάνει μια συζήτηση μαζί του. Έπρεπε να συνεννοηθούν για το μερίδιο που θα είχε από την περιουσία η ίδια. Κάτι έπρεπε να γίνει, καθώς τα λεφτά που είχε πάρει μαζί της, είχαν τελειώσει εδώ και πολύ καιρό και η σύνταξη της Ζωίτσας δεν έφτανε.
Ταλαιπωρημένη από την συζήτηση που είχε με τον Νίκο, γύρισε πίσω στο σπίτι. Η Ζωίτσα την περίμενε στον καναπέ.
«Τι έγινε;» την ρώτησε ανήσυχη.
«Άσε με, γιατί θα ξεσπάσω σε εσένα.» είπε και μπήκε στο μπάνιο. Κοίταξε το πρόσωπο της στον καθρέπτη. Το μακιγιάζ είχε φύγει όλο και είχε απλωθεί σε όλο της το πρόσωπο.
Αυτή η εμφάνιση ήταν άθλια. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι την είχε δει έτσι ο Νίκος. Δεν έπρεπε να την νοιάζει. Γιατί την ένοιαζε ακόμα;
Ο Νίκος έφτασε φουριόζος στο σπίτι. Πάνω που είχε ηρεμήσει, πήρε τηλέφωνο εκείνος. Εκείνος που είχε παντρευτεί την γυναίκα που αγαπούσε και είχε μεγαλώσει το παιδί του. Τον αντιπαθούσε τόσο πολύ κι ας μην έφταιγε εκείνος για όλα αυτά αλλά η Ντέπη.
Όμως, εκείνη δεν μπορούσε να την αντιπαθήσει όσο κι αν προσπάθησε. Θύμωνε διαρκώς με τον εαυτό του που δεν τα κατάφερνε. Γι αυτό της μιλούσε απότομα, γι αυτό συμπεριφερόταν έτσι. Έτσι της άξιζε, αλλά δυστυχώς δεν ένιωθε καμία ικανοποίηση και όταν την είδε να κλαίει τόσο έντονα ένιωσε απαίσια.
Δεν έπρεπε να νιώσει έτσι. Δεν έπρεπε να είναι τόσο τρυφερός μαζί της. Αλλά, λύγισε. Κι από εκείνη την στιγμή δεν έλεγε να φύγει το κλαμένο πρόσωπο της από το μυαλό του.
Βγήκε στην βεράντα και άναψε ένα τσιγάρο. Κοίταξε τα αστέρια. Ένιωθε πως ηρεμούσε. Κάθισε σε μια καρέκλα. Οσφράνθηκε την μυρωδιά του βασιλικού, που βρισκόταν στο τραπεζάκι δίπλα του. Χαλάρωσε ακόμη περισσότερο και αφέθηκε.
Οι σκέψεις του τριγύριζαν γύρω από το δείπνο. Ωραία είχε κυλήσει η βραδιά, μέχρι που η Ελεάννα έφυγε. Πάντως, με την κόρη του όλα έδειχναν να βαίνουν καλώς. Βοηθούσε βέβαια, το γεγονός πως ο Αλέξης ήταν κάθαρμα.
Αν συνέχιζε να κάνει σταθερές προσεγγίσεις, ίσως κάποια μέρα να κατάφερνε να φτιάξει τελείως τις σχέσεις τους. Ένιωθε θλίψη που είχε χάσει όλη την παιδική της ηλικία. Θα ήθελε να την είχε κρατήσει μωρό στην αγκαλιά του και να την βλέπει να μεγαλώνει.
Αλλά, ποτέ δεν είναι αργά. Αντιθέτως, στάθηκε τυχερός. Θα μπορούσε να μην το είχε μάθει ποτέ.
Αφού τελείωσε το τσιγάρο του, το έσβησε σε ένα τασάκι και μπήκε μέσα. Η ένταση της ημέρας τον είχε κουράσει κι έτσι ο ύπνος τον πήρε αμέσως.
YOU ARE READING
Θα αντέξει ο έρωτας;
RomanceΗ Ελεάννα ζει σε μια μονοκατοικία με τη αδιάφορη οικογένεια της. Είναι κόρη του μεγάλου δικηγόρου Αλέξη Αργυρίου. Έχει κλειστεί στον εαυτό της και είναι φανερά αντικοινωνική. Μοναδική φίλη της, η εξωστρεφής Μαρίζα. Μια συζήτηση με την μητέρα της στέ...