Οι μέρες πέρασαν γρήγορα.
Η Μαρίζα ξάπλωνε στο κρεβάτι της Ελεάννας και χαμογελούσε με νόημα.
«Τελικά, έχεις τρόπο σου.»
«Μα δεν έκανα κάτι. Για την ακρίβεια δεν έκανα κάτι με σκοπό να τον τυλίξω.» είπε η Ελεάννα και της έβγαλε την γλώσσα.
«Όντως, είσαι απλά μια δυναμική γυναίκα.»
Γέλασαν και οι δύο.
«Πάντως, ειλικρινά τώρα, πρέπει να έμεινε έκπληκτος μαζί σου. Πως τα κατάφερες βρε θηρίο μέσα στον πανικό σου;»
«Πραγματικά δεν έχω ιδέα. Ήταν από τη μία που χτυπούσαν τον Χάρη, ήταν από την άλλη το γεγονός ότι δεν μπορούσα να βλέπω ικανοποιημένο τον Σωτήρη. Άσε που είχε αρχίσει να με εκνευρίζει και αυτός που με κρατούσε, γιατί με πονούσε.»
«Συγχαρητήρια. Τελικά καλά λένε τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι.»
Η Ελεάννα την τσίμπησε στο μπράτσο.
«Ας' τα αυτά και πες μου τι να βάλλω.»
«Κάτι διακριτικό που να κολακεύει τα ωραία σημεία του σώματος σου.»
«Λοιπόν, δες την ντουλάπα μου και γίνε ακριβής.»
Η Μαρίζα σηκώθηκε βαριεστημένα και κατευθύνθηκε στην ντουλάπα.
«Υπέροχη αυτή η μπλούζα.» της είπε.
«Αυτή να βάλλω;»
«Όχι αυτή θα μου τη δανείσεις να την βάλλω εγώ.» είπε και την φόρεσε αμέσως.
«Είσαι χαζή.»
«Με αγαπάς το ξέρω.» της απάντησε. Συνέχισε να ψαχουλεύει για λίγο. «Λοιπόν, το βρήκα. Αυτά θα βάλλεις.»
Της έδειξε ένα τζιν πουκάμισο μαζί με ένα μαύρο κολάν. Στη συνέχεια της έδωσε και ένα κόσμημα για τον λαιμό που ταίριαζε απόλυτα.
«Ωραίο φαίνεται.»
«Φυσικά αφού αρέσει σε μένα.»
«Ψωνάρα.»
«Άσε τα λόγια. Πάνε ετοιμάσου κι έλα να σε καμαρώσω.»
Ύστερα από μισή ώρα, έφυγαν κι οι δύο. Η Ελεάννα για το ραντεβού με τον Χάρη και η Μαρίζα για το νέο της ενδιαφέρον.
Όταν έφτασε στο μέρος όπου είχαν πει να συναντηθούν, τον βρήκε να κάθεται σε ένα πεζουλάκι, λιγάκι ανήσυχος.
Εκείνη τον πλησίασε χαμογελαστή.
«Γεια.» του είπε αμήχανα. Ήταν η πρώτη φορά που συναντιόταν κανονισμένα.
«Γεια.»
Της χαμογέλασε κι αυτός.
Πήγαν και κάθισαν σε μία καφετέρια, που δεν είχε πολύ κόσμο. Μακριά από το κέντρο.
«Με εξέπληξες προχθές.» της είπε.
«Πως είσαι μετά από εκείνο;» είπε αποφεύγοντας να μιλήσουν για εκείνη.
«Πώς να είμαι; Μια χαρά. Δεν έγινε και τίποτα. Αν δεν ήσουν εσύ βέβαια σίγουρα θα γινόταν.»
Τελικά δεν θα γλίτωνε.
«Εντάξει, σιγά. Έπρεπε ούτως ή άλλως να κάνω κάτι. Εξαιτίας μου έγιναν όλα.»
«Πιστεύεις ότι θα συμβεί ξανά κάτι παρόμοιο;» την ρώτησε αδιάφορα.
«Μπα δεν νομίζω. Ίσως βρει κάτι άλλο ο Σωτήρης. Αλλά και πάλι μην αγχώνεσαι. Με μένα τα έχει βάλλει τώρα.»
«Πιστεύεις ότι αυτό δεν με αγχώνει;» της είπε.
Η Ελεάννα κοκκίνισε. Της άρεσε πολύ η απάντηση του.
Εκείνος όταν είδε το ρόδο χρώμα στα μάγουλα της, χαμογέλασε.
«Κάποια στιγμή, ίσως θα έπρεπε να σταματήσεις να ντρέπεσαι.»
«Κάποια στιγμή, μπορεί.» του είπε αόριστα.
«Και τι πιστεύεις ότι μπορεί να σου κάνει;» την ρώτησε
«Δεν ξέρω. Κι αυτό με κάνει να φοβάμαι λίγο. Είναι εκδικητικός και δυσάρεστα απρόβλεπτος.» είπε και ξεφύσησε.
«Και πολύ μαλάκας.»
«Κι από αυτό.» συμφώνησε η Ελεάννα γελώντας.
Συζητούσαν αρκετή ώρα μέχρι που ήχησε το κινητό του Χάρη.
Το κοίταξε δυσαρεστημένα και το σήκωσε.
«Ναι... Όχι δεν μπορώ... Απλά δεν μπορώ... Άσε μας βρε Βιβή.» είπε και το έκλεισε.
Η Ελεάννα σαν να ξύπνησε ακούγοντας το όνομα Βιβή. Μα τι στο καλό έκανε μαζί του; Είχε σχέση με την Βιβή. Αν την γούσταρε πραγματικά θα είχε χωρίσει. Αλλά όχι.
Σηκώθηκε απότομα.
«Πρέπει να φύγω.» του είπε
«Γιατί;» την ρώτησε.
«Λόγω του τηλεφώνου σου.»
Την είχε νευριάσει το γεγονός ότι δεν καταλάβαινε ή ότι έκανε πως δεν καταλαβαίνει.
«Ε και τι το τηλεφώνημα;»
Δεν μπήκε στον κόπο να του απαντήσει. Πήρε το μπουφανάκι της και βγήκε από την καφετέρια. Ευτυχώς, που είχαν προπληρώσει.
Εκείνος την ακολούθησε.
«Τι σε έπιασε;»
«Με δουλεύεις; Ήταν η Βιβή. Βέβαια δεν φταις εσύ. Εγώ φταίω. Τι σκεφτόμουν όταν δέχτηκα να βγούμε; Λες και δεν ήξερα.» φλυαρούσε από τον εκνευρισμό.
«Χαλάρωσε. Και τι έγινε; Πειράζει να έχω σχέση με την Βιβή και να βγαίνω και μαζί σου;» της είπε σαν ήταν κάτι φυσιολογικό.
Η Ελεάννα στην αρχή τον κοίταζε έκπληκτη από αυτά που άκουσε. Δεν περίμενε να της πει τέτοια πράγματα.
Τον χαστούκισε.
«Φυσικά και πειράζει.» είπε κι έφυγε τρέχοντας.
Όταν έφτασε στο σπίτι, πήγε αμέσως στο δωμάτιο της. Χωρίς να χαιρετήσει τους γονείς της, που την κοιτούσαν αποσβολωμένοι.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι της, αγκαλιά με τον αρκούδο της και άρχισε να κλαίει.
Ήταν πολύ απογοητευμένη μαζί του. Με τρεις προτάσεις την έκανε να νιώσει τόσο τιποτένια και φθηνή. Τέτοια εντύπωση είχε σχηματίσει για εκείνη; Ότι ήταν τσούλα που θα έμπλεκε σε ένα ζευγάρι; Αλλά γιατί να μην σχηματίσει αυτή την εντύπωση; Στο κάτω κάτω αυτή δέχτηκε να βγούνε. Αυτή του επέτρεψε να την φιλήσει. Αυτή έψαχνε τρόπους να του μιλάει συνεχώς.
Και ορίστε τα αποτελέσματα. Εκείνος την θεωρούσε τσούλα και δεν δίσταζε να της κάνει τόσο ανήθικες προτάσεις.
Οι λυγμοί συνέχιζαν να τραντάζουν το κορμί της, μέχρι που την πήρε ο ύπνος.
Το ξυπνητήρι ηχούσε πολύ δυνατά.
Η Ελεάννα το σταμάτησε ενοχλημένη. Δεν μπορούσε να κουνήσει το σώμα της. Όλα τα αισθανόταν πολύ βαριά. Κυρίως τα βλέφαρα της.
Το μόνο πράγμα που έκανε, ήταν να ακυρώσει το μάθημα των αρχαίων. Έστειλε ένα μήνυμα στην κυρία που της έκανε ιδιαίτερα και στη συνέχεια ξάπλωσε και πάλι στο κρεβάτι.
Έκλεισε τα μάτια, αλλά δεν κοιμήθκε. Σκεφτόταν. Ήταν μια από εκείνες τις ώρες που αναζητούσε απαντήσεις για όλα. Ωστόσο, δεν μπορούσε να εξηγήσει τίποτα.
Από αυτές τις σκέψεις την διέκοψε η μητέρα της, που εισέβαλλε στο δωμάτιο σαν σίφουνας.
«Σήκω. Έχεις ιδιαίτερα.» είπε αγχωμένα.
Η Ελεάννα την κοίταξε σαν να την έβλεπε πρώτη φορά. Η μητέρα της κάτι είχε πάθει. Το τελευταίο διάστημα της έδινε αρκετή σημασία, σε σημείο που καταντούσε ανησυχητικό. Όλο αυτό ξεκίνησε από την στιγμή που είχε φορέσει εκείνο το μαύρο φόρεμα της, όταν ήταν να πάει στο πάρτυ που διοργάνωνε το σχολείο. Αναρωτιόταν μήπως το φόρεμα είχε κάποια ιδιαίτερη σημασία για την Ντέπη.
«Το ακύρωσα.» είπε η Ελεάννα.
«Γιατί;»
«Γιατί αισθάνομαι άρρωστη.»
Τότε έγινε κι άλλο ανήκουστο. Την πλησίασε και ακούμπησε τα χείλη της στο μέτωπο της Ελεάννας.
Πράγματι, κάτι είχε συμβεί.
«Χμ πρέπει να έχεις λίγο πυρετό.» είπε η Ντέπη και βγήκε για λίγο από το δωμάτιο για να επιστρέψει με ένα θερμόμετρο στο χέρι.
Το πήρε η Ελεάννα και το έβαλε στο στόμα της. Σε λίγα δευτερόλεπτα ακούστηκε ο ήχος για να το βγάλει.
38,6!
Ήταν αρκετά υψηλός. Ίσως να ήταν από την στεναχώρια. Από μικρή το πάθαινε αυτό. Πάντα όταν ήταν εξαιρετικά λυπημένη, ανέβαζε στιγμιαίο πυρετό, ο οποίος κρατούσε ελάχιστα.
«Πως νιώθεις;» την ρώτησε η Ντέπη.
Περιέπλεκε τα χέρια της. Φαίνεται πως της ήταν δύσκολο και στην ίδια να μιλάει και να δείχνει το ενδιαφέρον της στην κόρη της.
«Σχετικά καλά, λίγο εξαντλημένη μόνο.» είπε η Ελεάννα κοιτάζοντας την καχύποπτα.
«Εντάξει. Πάω να πω στον Χουάν να σου φτιάξει μια σούπα για μεσημεριανό. Και τώρα πάω να σου φέρω λίγο χυμό να πιείς.
«Δεν θέλω χυμό. Δεν έχω όρεξη. Θα πιω μόνο λίγο νερό.» είπε η Ελεάννα και της έδειξε ένα μπουκαλάκι πάνω στο γραφείο.
Η Ντέπη την κοίταξε για λίγο. Δεν είπε τίποτα άλλο. Έφυγε.
Ο Χάρης καθόταν σε ένα παγκάκι, στο πάρκο απέναντι από το σπίτι του. Ο καιρός ήταν πολύ όμορφος και ο ήλιος λαμπερός.
Κοιτούσε αφηρημένα μια παρέα αγοριών, που έπαιζαν ποδόσφαιρό. Χαμογελούσε αυθόρμητα. Κάποια στιγμή πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό του η Ελεάννα.
Το χαμόγελο κόπηκε. Πως της είχε μιλήσει έτσι; Ήταν απαράδεκτος. Μα πως ξεστόμισε τέτοια κουβέντα. Το χαστούκι –που παραλίγο να του αφήσει σημάδι του άξιζε και με το παραπάνω.
Ήξερε πολύ καλά πως η Ελεάννα δεν ήταν σαν όλες εκείνες τις κοπέλες που έκανε μέχρι τότε δεσμούς. Η Ελεάννα ήταν διαφορετική. Όχι μόνο σαν άνθρωπος αλλά και μέσα του. Ήταν το μόνο άτομο που είχε συνεχώς ανάγκη να βλέπει. Του άρεζε υπερβολικά το γνωστό και χαρακτηριστικό κοκκίνισμα στα μάγουλα της. Αυτό ήταν πραγματικά περίεργο. Διότι συνήθως άλλα ήταν που του άρεζαν σε μια κοπέλα.
Έπρεπε να της ζητήσει συγγνώμη. Άλλωστε, είχε πάρει την απόφαση να χωρίσει με τη Βιβή. Άργησε μάλιστα να το κάνει. Άραγε η Ελεάννα θα μπορούσε μετά από αυτό να τον συγχωρέσει;
Την πρόσβαλλε άσχημα και το ήξερε καλά. Απορούσε με τον ίδιο του τον εαυτό. Συνήθως, ήξερε να συμπεριφέρεται σωστά και καλά στους ανθρώπους. Τι τον έπιασε τότε; wu
VOCÊ ESTÁ LENDO
Θα αντέξει ο έρωτας;
RomanceΗ Ελεάννα ζει σε μια μονοκατοικία με τη αδιάφορη οικογένεια της. Είναι κόρη του μεγάλου δικηγόρου Αλέξη Αργυρίου. Έχει κλειστεί στον εαυτό της και είναι φανερά αντικοινωνική. Μοναδική φίλη της, η εξωστρεφής Μαρίζα. Μια συζήτηση με την μητέρα της στέ...