Άνοιξε την πόρτα με το κλειδί της και μπήκε στο εσωτερικό του σπιτιού. Επικρατούσε ησυχία. Πήγε από δωμάτιο σε δωμάτιο, αλλά δεν βρίσκονταν πουθενά ούτε η μαμά της, ούτε η γιαγιά της.
Την στιγμή που πήγε να κάτσει στον καναπέ, άκουσε το τηλέφωνο να χτυπάει. Έκανε μια γκριμάτσα δυσανασχέτησης και το σήκωσε.
«Παρακαλώ.» είπε όσο πιο ευγενικά μπορούσε.
«Ελεάννα, ο Αλέξης είμαι.»
Στο άκουσμα του ονόματος του έχασε οποιαδήποτε διάθεση ευγένειας είχε.
«Τι θες;» του είπε ξερά.
«Θέλω να μιλήσουμε.»
Της το είχε πει η Ντέπη και η ίδια είχε υποσχεθεί ότι θα του τηλεφωνήσει. Ωστόσο, τον είχε ξεχάσει.
«Αν και δεν βρίσκω τον λόγο, πότε θέλεις;» του μιλούσε απότομα. Ένιωθε πολύ πληγωμένη από την συμπεριφορά του όταν τον είχε ανάγκη. Μα κυρίως γιατί εκείνη τον αγάπησε σαν πατέρα της ενώ εκείνος δεν δίστασε να την αφήσει να πεθάνει.
«Όσο νωρίτερα, τόσο το καλύτερο.» της είπε εκείνος με ήπιο τόνο.
Η Ελεάννα μπορούσε να νιώσει την νευρικότητα του ακόμα και μέσα από το τηλέφωνο.
«Σήμερα το απόγευμα.»
«Θέλεις να περάσεις από το σπίτι;»
«Εντάξει.» είπε και χωρίς να περιμένει απάντηση το έκλεισε. Κάθισε στον καναπέ και αφού κουλουριάστηκε άρχισε να κλαίει. Όσο κι αν προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι δεν την ένοιαζε και ότι τον είχε ήδη ξεγράψει από την ζωή της δεν τα κατάφερνε. Παρόλο που τόσα χρόνια οι κουβέντες τους ήταν τυπικές και αμελητέες, είχε μάθει να τον αγαπάει και πάντα αποζητούσε την στοργή του. Η φωνή του της θύμισε τα αισθήματα απόρριψης που ένιωθε εξαιτίας του.
Άκουσε την πόρτα να ανοίγει και σκούπισε βιαστικά τα δάκρυα της. Δεν ήθελε να την δουν έτσι. Πρώτον, γιατί δεν είχε την πρόθεση να τους εξηγεί το λόγο και δεύτερον γιατί δεν της άρεζε να τους στεναχωρεί.
«Ελεάννα πότε ήρθες;» είπε η μητέρα της και κατευθύνθηκε στην κουζίνα για να αφήσει τις σακούλες από το σούπερ μάρκετ.
«Πριν λίγο.»
«Πήρες τον Αλέξη;»
«Με πήρε αυτός. Σήμερα το απόγευμα θα πάω στο σπίτι του.»
«Ωραία.» είπε σιγανά η Ντέπη και άρχισε να τακτοποιεί τα προϊόντα στα κατάλληλα ντουλάπια.
«Η γιαγιά που είναι;»
«Πήγε να πιει καφέ με την Μαρίκα, στο διπλανό σπίτι.»
Η Ελεάννα απορούσε πως η γιαγιά της μπορούσε να συναναστρέφεται με γυναίκες όπως την Μαρίκα, της οποίας το στόμα έσταζε φαρμάκι για όλους. Όσες φορές είχε έρθει για καφέ στο σπίτι τους και τύχαινε να ακούσει κάποια συζήτηση, η Μαρίκα διαρκώς σχολίαζε αρνητικά όλο το χωριό και γινόταν επικριτική και με την ίδια την γιαγιά της. Μια φορά μάλιστα που πέταξε σπόντα για τα διαζύγια, επίτηδες για να το ακούσει η Ντέπη, η Ελεάννα δεν άντεξε και την αποστόμωσε ευγενικά. Η γυναίκα ψέλλισε κάτι για την σημερινή νεολαία που δεν σέβεται του μεγαλύτερους, αλλά η Ελεάννα την αγνόησε και βγήκε έξω από το σπίτι μέχρι να φύγει εκείνη.
«Γιατί κάνει παρέα μαζί της;»
«Ρώτα την. Κι εγώ απορώ μαζί της.»
Η ώρα περνούσε και η Ελεάννα σιγά σιγά έπρεπε να αρχίζει να ετοιμάζεται για να φύγει με προορισμό το παλιό της σπίτι. Αναρωτιόταν πως θα ένιωθε όταν το έβλεπε ύστερα από τόσο καιρό.
«Μαμά φεύγω.»
Άρπαξε τα κλειδιά της και έφυγε.
Όταν κατέβηκε από το λεωφορείο, σταμάτησε ένα ταξί και είπε την διεύθυνση. Θυμήθηκε τις εποχές που πάντα ο σοφέρ την πηγαινοέφερνε. Αυτός ο καλός άνθρωπος της είχε λείψει αρκετά. Ήταν πάντα γλυκός, ευγενικός και από μικρή την έκανε να γελάει.
Πλήρωσε τον ταξιτζή και κατέβηκε. Κοίταξε την αυλή και το επιβλητικό κτήριο που αποτελούσε την παλιά της οικία. Η αυλή ήταν όπως πάντα όμορφη και περιποιημένη. Η ματιά της πλανήθηκε στην κούνια που ήταν στηριγμένη σε ένα δέντρο. Την λάτρευε. Από όταν ήταν μικρή περνούσε ώρες ατέλειωτες πάνω της. Καμιά φορά, απλώς καθόταν και διάβαζε κανέναν βιβλίο. Ύστερα, κοίταξε τα φυτά. Από όλα όσα στόλιζαν τον κήπο τους, αγαπούσε ιδιαίτερα τα τριαντάφυλλα, τα οποία ήταν πιο λαμπερά από όλα τα υπόλοιπα λουλούδια.
Δεν θυμόταν πόση ώρα χάζευε την αυλή, μέχρι που πήρε την απόφαση να χτυπήσει το κουδούνι. Είχε ακόμη τα κλειδιά, αλλά δεν ένιωθε οικεία πλέον με το σπίτι που έμενε για δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια.
Της άνοιξε μια υπηρέτρια, η Ριρή. Την χαιρέτησε εγκάρδια, μέχρι που εκείνη χάθηκε μέσα στην κουζίνα για να επιστρέψει μένα δίσκο γεμάτο διάφορα γλυκίσματα.
Η Ελεάννα δεν είχε όρεξη, αλλά όταν η ματιά της έπεσε πάνω σε μία τρούφα, δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Έφαγε την πρώτη μπουκιά, την στιγμή που ο Αλέξης κατέβαινε την σκάλα. Άφησε την τρούφα ξανά στον δίσκο και σκουπίστηκε με μια χαρτοπετσέτα.
«Γεια σου Ελεάννα.» της είπε αμήχανα.
«Γεια.» είπε ξερά κρατώντας την άμυνα της.
«Πως είσαι;»
«Καλά. Θέλεις να μου πεις αυτό που θέλεις;»
Δεν άντεχε αυτές τις τυπικότητες. Ήθελε να μπούνε απευθείας στο θέμα, ώστε να τελειώσει όλο αυτό γρήγορα και να πάει να δει την Μαρίζα και μετά τον Χάρη. Αφού, είχε έρθει στην πόλη, ήταν ευκαιρία να τους δει.
«Ωραία, λοιπόν. Αρχικά θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη που...» άφησε την πρόταση του.
«Που δεν ήθελες να δώσεις τα λύτρα στους απαγωγείς; Που θα με άφηνες στα χέρια τους να μου κάνουν ότι κακό τους ερχόταν στο μυαλό; Γιατί δεν το λες;»
«Γι αυτό. Το έχω μετανιώσει. Φέρθηκα πολύ απαίσια.»
«Το απαίσια δεν είναι τίποτα για αυτό που έκανες. Αν δεν ήταν ο Χάρης να με σώσει, τώρα δεν ξέρω τι θα είχα απογίνει.» είπε και όλες οι φριχτές αναμνήσεις από εκείνη την περίοδο γύρισαν στο μυαλό της. Προσπάθησε να τις διώξει.
«Έχεις δίκιο.»
«Το ξέρω. Συνέχισε.» είπε πιο ήπια.
«Ήθελα να μιλήσουμε για την περιουσία μου.»
«Αυτό δεν με αφορά.»
«Ελεάννα, όλα όσα έχω θα καταλήξουν σε εσένα κάποια στιγμή.»
«Γιατί τι σου είμαι;» είπε και συγκράτησε τα δάκρυα της.
Τον έφερε σε δύσκολη θέση και το γνώριζε. Απολάμβανε την νευρικότητα του.
«Είσαι σαν κόρη μου. Εγώ σε μεγάλωσα.»
«Δεν νομίζω να το σκέφτηκες και τότε αυτό.»
«Το σκέφτομαι τώρα. Σου είπα ότι κατάλαβα το λάθος μου.»
Τον κοίταξε ψυχρά.
«Και γιατί να τα αφήσεις όλα σε εμένα; Νέος είσαι. Θα ξανά φτιάξεις μια οικογένεια. Μπορεί και να κάνεις δικό σου παιδί.»
«Αυτό δεν θα γίνει. Δεν θα ξανά φτιάξω οικογένεια. Αλλά, κι έτσι να γίνει δικαιούσαι έστω ένα μερίδιο, μην ξεχνάς στα χαρτιά είσαι δική μου κόρη.»
Η Ελεάννα ξεφύσηξε με δυσαρέσκεια.
«Μπορείς να με αποκληρώσεις.»
«Δεν θέλω να το κάνω.»
«Δεν ξέρω τι θες. Εγώ πάντως δεν θέλω να μιλήσουμε για αυτό το θέμα. Και δεν νομίζω να θελήσω και ποτέ.»
«Δεν θα μπορέσεις ποτέ να με συγχωρέσεις;»
Η Ελεάννα γέλασε με πικρία. Έβλεπε στα μάτια του πως δεν τον ενδιάφερε πραγματικά η συγχώρεση της. Απλά, αν την έπαιρνε θα έφευγε αυτό το βάρος από την συνείδηση του. Δεν την αγαπούσε. Και αυτό την πλήγωνε πιο πολύ. Τι να τα έκανε τα λεφτά του, αν δεν έπαιρνε την αγάπη του. Από μικρή μόνο αυτά απολάμβανε.
«Σε έχω ήδη συγχωρέσει.» του έδωσε αυτή την ικανοποίηση. «Απλά είμαι απογοητευμένη μαζί σου. Όσο για την περιουσία σου, δεν θέλω τίποτα.»
«Ελεάννα θέλω να αναλάβεις εσύ το δικηγορικό μου γραφείο. Θέλω να γίνει δικό σου και να συνεχίσεις εσύ στα χνάρια τα δικά μου και του πατέρα μου.»
Ώστε, αυτός ήταν ο λόγος που ήθελε να μιλήσουν. Φοβόταν, μην πάνε χαμένοι οι κόποι τόσων χρόνων. Άρχισε να το σκέφτεται. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχε αποφασίσει τι θα σπούδαζε. Πολύ άσχημο αυτό, αν αναλογιστεί κανείς ότι σε ενάμισι μήνα θα άρχιζε την τρίτη λυκείου και έπρεπε να κατασταλάξει κάπου.
Το να σπουδάσει δικηγόρος δεν ήταν άσχημη ιδέα. Δεδομένης και της πρότασης του Αλέξη, θα ήταν μια συμφέρουσα επιλογή. Όταν έπαιρνε το πτυχίο της θα είχε αμέσως δουλειά και ανοιχτό το δρόμο μιας επιτυχημένης καριέρας.
Το ερώτημα ήταν αν ήταν αυτό που επιθυμούσε πραγματικά. Κατέληξε στο συμπέρασμα πως όντως της άρεζε αυτό το επάγγελμα. Η ίδια είχε αναπτυγμένο το αίσθημα του δικαίου. Ήθελε να το υπερασπίζεται και μετά από όλα όσα είχε περάσει η ιδέα της φαινόταν πιο δελεαστική.
«Εντάξει. Αυτό το δέχομαι.» του είπε και είδε ένα χαμόγελο να ανεβαίνει στα χείλη του.
«Χαίρομαι για την απόφαση σου.»
«Τώρα μπορώ να πάω στο παλιό μου δωμάτιο να πάρω μερικά πράγματα;»
«Φυσικά. Και μπορείς να έρχεσαι όποτε θέλεις.»
Ήταν σίγουρη πως το είπε για να την καλοπιάσει.
Ανέβηκε τις σκάλες και μπήκε μέσα.
Κοίταξε τον γνώριμο χώρο κι ένιωσε μια μελαγχολία. Της είχε λείψει αυτό το δωμάτιο. Στην τελική είχε περάσει τόσα χρόνια εκεί μέσα. Κάθισε στο κρεβάτι της και αγκάλιασε σφιχτά τον αγαπημένο της αρκούδο. Ήταν από τα πρώτα αντικείμενα που θα έπαιρνε μαζί της φεύγοντας.
Παρατήρησε στην άκρη του κρεβατιού τα δώρα από τα γενέθλια της. Ένιωσε μια ανατριχίλα να διαπερνάει όλο της το κορμί στη θύμηση ότι η τελευταία φορά που είδε το δωμάτιο της και γενικά αυτό το σπίτι ήταν την ημέρα της απαγωγής της. Δεν είχε προλάβει καν να ανοίξει όλα τα δώρα. Παρά μόνο της Μαρίζας και του Χάρη.
Πήρε στην αγκαλιά της, όλες αυτές τις σακούλες. Ήταν αμέτρητες. Είχε καλέσει υπερβολικά πολύ κόσμο εκείνη την ημέρα. Τότε είχε και πολλά λεφτά και πολύ ευρύχωρο σπίτι. Πλέον, ζούσε πιο λυτά. Χωρίς όμως να στερείται το οτιδήποτε αφού είχαν πολλά λεφτά στην άκρη από τους τραπεζικούς λογαριασμούς. Θα έπαυαν να τρώνε από τα έτοιμα και από την σύνταξη της γιαγιάς της μόνο όταν θα έπιανε δουλειά η Ελεάννα στο δικηγορικό γραφείο ή η μαμά της οπουδήποτε αλλού, πράγμα πολύ δύσκολο εφόσον δεν είχε κανένα πτυχίο.
Κατευθύνθηκε προς την βιβλιοθήκη της. Η ματιά της χάιδεψε τα βιβλία της. Έβαλε όσο πιο πολλά μπορούσε σε μερικές σακούλες από τα δώρα της. Ύστερα, πήρε το λάπτοπ της. Άνοιξε την παλιά της ντουλάπα. Δεν είχε τίποτα μέσα. Τα είχε φέρει όλα η Ντέπη στο χωριό. Εκτός από ένα, το οποίο με το ζόρι το διέκρινε χωμένο πολύ βαθιά σε ένα συρτάρι. Ήταν το φόρεμα που είχε φορέσει στην πρώτη βραδινή έξοδο της, την ημέρα που γνώρισε τον Χάρη της, την ημέρα που όλα έπαιρναν άλλη τροπή στην ζωή της και την άλλαζαν σταδιακά.
Αναστέναξε.
Αυτό το φόρεμα κάτι σήμαινε για την μητέρα της, αλλά δεν την είχε ρωτήσει ποτέ. Τώρα ήταν ευκαιρία. Το έβαλε κι αυτό σε μια σακούλα και έφυγε.
Όταν κατέβηκε στο σαλόνι, ο Αλέξης δεν ήταν πουθενά. Εφόσον, πήρε αυτό που ήθελε, λογικά είχε φύγει. Δεν έδωσε σημασία.
Καλύτερα, σκέφτηκε.
Καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω της, ένιωσε μια θλίψη. Αυτή τη φορά ήταν σαν να το αποχαιρετούσε και αυτό την στεναχωρούσε πολύ. Το είχε αγαπήσει αυτό το σπίτι. Γύρισε την πλάτη της και έφυγε φορτωμένη.
Τελικά δεν θα πήγαινε ούτε στην Μαρίζα ούτε στον Χάρη. Πρώτον ήταν πολύ φορτωμένη και δεύτερον ήθελε να μείνει μόνη της.
Όταν επέστρεψε στο σπίτι βρήκε την μητέρα της να κάθεται με την Ζωίτσα στον καναπέ. Και οι δύο γύρισαν και την κοίταξαν και η Ντέπη έσπευσε να την βοηθήσει. Πήρε τις μισές σακούλες και τις μετέφερε στο δωμάτιο της. Το ίδιο έκανε και η Ελεάννα.
«Πως πήγε;» ρώτησε η Ντέπη, η οποία όλη αυτή την ώρα είχε αγωνία για την εξέλιξη των πραγμάτων μεταξύ της κόρης της και του πρώην συζύγου της.
«Σχετικά καλά.» της απάντησε και άρχισε να της αναλύει όλη την συζήτηση τους.
«Ώστε θα τα δώσει όλα σε εσένα;»
«Αν δεν δημιουργήσει καινούρια οικογένεια.»
«Το δικηγορικό γραφείο είναι δικό σου γενικά;»
«Αυτό ναι. Αυτό θα περάσει σίγουρα στα χέρια μου.»
Η Ντέπη δεν μίλησε αλλά, φαινόταν στο πρόσωπο της πόσο χάρηκε.
«Μαμά για δες.» είπε κι έβγαλε από μία σακούλα το μαύρο εκείνο φόρεμα.
Η Ντέπη γούρλωσε τα μάτια. Το πήρε στα χέρια της και το κοίταξε με λατρεία.
«Δεν μου είπες ποτέ γιατί είχε τόση αξία για εσένα.»
«Ήταν δώρο του Νίκου.» είπε και στο όνομα του χαμογέλασε γλυκά.
Η Ελεάννα χαμογέλασε. Ήταν πολύ συγκινητικό να την βλέπει έτσι μόνο από ένα φόρεμα που της είχε δωρίσει ο πατέρας της. Ήταν σίγουρη πως η μητέρα της δεν θα αρνιόταν την προοπτική να είναι μαζί με τον Νίκο ξανά.
Ο πατέρας της το απέρριπτε αλλά, η ίδια ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρη ότι απλά δεν το είχε συνειδητοποιήσει ή απλώς προσπαθούσε να αρνηθεί αυτά που ένιωθε.
«Ξέρεις μαμά, εγώ συνεννοήθηκα με τον μπαμπά να βγούμε οι τρεις μας έξω σήμερα. Ξέχασα να σου το πω. Σε δύο περίπου ώρες θα περάσει να μας πάρει. Θα πάμε για φαγητό. Τι θα έλεγες να βάλλεις αυτό;» της πρότεινε.
Η Ντέπη γούρλωσε τα μάτια.
«Γιατί δεν μου το είπες;»
«Τι έγινε μαμά; Αγχώθηκες; Γιατί;» είπε δήθεν αθώα.
«Δεν αγχώθηκα φυσικά.» είπε κι έφυγε βιαστικά από το δωμάτιο.
Η Ελεάννα θα έπαιρνε όρκο ότι θα έκανε σαν τρελή να ετοιμαστεί και να γίνει πιο όμορφη από ποτέ. Το φόρεμα παρόλο που το φορούσε πιο νέα, ήταν πολύ κομψό που ακόμη και τώρα θα της ταίριαζε πολύ.
Η Ντέπη όντως έκανε σαν τρελή. Η ιδέα να φορέσει εκείνο το φόρεμα της άρεσε πολύ. Θα μπορούσε να δει και τις αντιδράσεις του.
Άρχισε να βάφεται περίτεχνα και διακριτικά. Έβαψε πιο έντονα τα πράσινα μάτια της- όμοια με της Ελεάννας και τα χείλη της πιο απαλά. Πήρε την μπουκλιέρα της. Έκανε τόσο όμορφα τις μπούκλες της, τόσο που έμοιαζαν με φυσικές. Αρωματίστηκε με το πανάκριβο άρωμα της. Ευτυχώς τότε τα έπαιρνε τρία τρία και είχε τώρα αρκετά άθικτα μπουκαλάκια.
Τέλος φόρεσε το φόρεμα και τις μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες της. Φόρεσε ένα διαμαντένιο κολιέ στο λαιμό της και ένα ασορτί βραχιόλι. Μετά από όλη αυτή την ώρα ετοιμασίας κοίταξε το είδωλο της στον καθρέπτη. Δεν μπόρεσε να μην τον θαυμάσει. Το φόρεμα εφάρμοζε τέλεια πάνω της τονίζοντας τις καμπύλες της και αναδεικνύοντας το όμορφο σώμα της. Πάντα ήταν κοκέτα. Αυτό δεν θα άλλαζε ποτέ.
«Μαμά είσαι υπέροχη.» είπε η Ελεάννα έκπληκτη.
«Σε ευχαριστώ.» είπε και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.
Άκουσαν το κουδούνι και κοιτάχτηκαν ταυτόχρονα. Η Ντέπη δεν είχε καταλάβει πόσο γρήγορα πέρασε η ώρα.
«Άντε καλή επιτυχία.» της είπε πονηρά.
«Τι εννοείς;»
«Τίποτα.» είπε κι φύγανε και οι δύο.
«Γεια σου μπαμπά» είπε κι έπεσε στην αγκαλιά του. Όσο άσχημα ένιωσε το πρωί με την συνάντηση της με τον Αλέξη άλλο τόσο όμορφα ένιωσε με την παρουσία του Νίκου. Μπορεί ο ένας της πατέρας να μην ενδιαφερόταν καθόλου αλλά, είχε και τον βιολογικό που παρόλο που δεν είχε περάσει πολύ καιρός από τότε που την γνώριζε, ήδη ενδιαφερόταν για αυτήν, ίσως και να την αγαπούσε.
«Γεια σου Ελεάννα.» είπε το ίδιο χαρούμενα κι αυτός και την φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού.
Ύστερα, το βλέμμα του στάθηκε πάνω στην Ντέπη. Το στόμα του άνοιξε από την έκπληξη αλλά το έκλεισε αμέσως. Ίσως, να την παρατηρούσε παραπάνω από ότι έπρεπε, γι αυτό και άλλαξε το βλέμμα του απότομα. Κοίταξε την Ελεάννα. Έμοιαζαν αρκετά με την μητέρα της, αλλά πιο πολύ με τον ίδιο.
«Που θέλετε να πάμε;»
«Σε ψαροταβέρνα.» είπε γρήγορα η Ελεάννα. Αφού δεν είχαν πάει την προηγούμενη μέρα που τόσο πολύ ήθελε, ας πήγαινε εκείνη με τους γονείς της. «Δίπλα στη θάλασσα.» πρόσθεσε.
«Πρέπει να την αγαπάς πολύ την θάλασσα.»
«Πάρα πολύ.» του απάντησε.
Μπήκαν στο αυτοκίνητο του. Στην διαδρομή έπαιζε το ραδιόφωνο χαμηλά και κανένας δεν μιλούσε. Ο Νίκος κοιτούσε μπροστά τον δρόμο κι έριχνε κλεφτές ματιές στην Ντέπη δίπλα του. Ήταν πολύ όμορφη. Την τελευταία φορά που την είχε δει με αυτό το φόρεμα ήταν ακόμη κοριτσάκι χωρίς τόσο ανεπτυγμένο σώμα, Πλέον, ήταν γυναίκα, μια ελκυστική γυναίκα που σίγουρα έκοβε την ανάσα ενός άντρα. Το σώμα της είχε ωριμάσει και έτσι όπως το φόρεμα κολλούσε πάνω της, χωρίς να είναι προκλητικό, την έκανε να φαίνεται και κομψή και σέξι. Ο τέλειος συνδυασμός.
«Φτάσαμε.» είπε κάποια στιγμή.
Κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και κάθισαν στην πρώτη ψαροταβέρνα που βρήκαν. Δεν είχε μεγάλη απόσταση από την θάλασσα και οι παφλασμοί της ακούγονταν σαν να βρισκόταν δίπλα τους.
«Τι θέλετε να παραγγείλουμε;» ρώτησε και κοιτούσε πιο πολύ την Ελεάννα. Γενικά απέφευγε να κοιτάει την Ντέπη. Τουλάχιστον έτσι ήθελε.
«Γαριδομακαρονάδα.» είπε ενθουσιασμένη η Ελεάννα. «Καιρό την λιγουρεύομαι.»
«Εσύ Δέσποινα;» στράφηκε "αναγκαστικά" προς την Ντέπη.
«Εμ, χταπόδι λεμονάτο.»
«Ωραία λοιπόν.»
Ήρθε ο σερβιτόρος και παρήγγειλαν.
«Θέλετε να πιείτε κάτι;» τους ρώτησε.
«Φέρτε μας ούζο.» είπε ο Νίκος και κοίταξε την Ντέπη. Ο σερβιτόρος έφυγε.
«Τι με κοιτάς; Εγώ δεν θα πιω.»
«Μια φορά δεν πειράζει.» της είπε προσπαθώντας να φανεί αδιάφορος.
«Ναι βρε μαμά σιγά.»
«Καλά. Αφού το λέτε εσείς.» είπε. Η αλήθεια ήταν ότι ήθελε να πιει ένα ποτηράκι, αλλά φοβόταν την αντίδραση της Ελεάννας που την είχε δει παλαιότερα σε πολύ άσχημη κατάσταση.
Ήρθαν τα φαγητά και η Ελεάννα έπεσε με τα μούτρα σχεδόν στο φαγητό. Πεινούσε πολύ. Με αυτά και με αυτά είχε να φάει από το πρωί. Από την στιγμή που είχε μιλήσει στο τηλέφωνο με τον Αλέξη, δεν κατέβηκε μπουκιά από το στόμα της και τώρα η θεσπέσια μυρωδιά της γαριδομακαρονάδας της υπενθύμισε πόσο πολύ πεινούσε.
«Πως είναι η Ζωίτσα;» ρώτησε ο Νίκος με ενδιαφέρον.
«Μια χαρά. Λες και δεν έπαθε τίποτα.» είπε χαρούμενα η Ντέπη και η Ελεάννα έγνεψε καταφατικά.
«Ανησύχησα πολύ.»
Η Ντέπη τον κοίταξε τρυφερά. Αλλά μετά κατάλαβε τι έκανε και γύρισε το βλέμμα της προς την θάλασσα.
«Σημασία έχει ότι είναι καλά.» είπε η Ελεάννα.
Μιλούσαν για αρκετή ώρα, για διάφορα θέματα που κυρίως αφορούσαν την Ελεάννα.
Κάποια στιγμή ακούστηκε το κινητό της Ελεάννας. Σηκώθηκε από την καρέκλα της και απάντησε καθώς απομακρυνόταν από το τραπέζι, έχοντας ένα πονηρό βλέμμα, που δεν μπόρεσαν να το δουν οι γονείς της.
«Έλα Χάρη, έφτασες;» τον ρώτησε. «Ωραία, Έρχομαι σε πέντε.» ψιθύρισε και επέστρεψε στο τραπέζι.
«Με πήρε τηλέφωνο ο Χάρης. Μου είπε ότι ήρθαν με τα παιδιά εδώ. Μπορώ να πάω;»
Τους κοιτούσε με ένα παρακλητικό ύφος, που έπεισε και τους δύο.
Κοιτάχτηκαν αυτόματα ο Νίκος με την Ντέπη και με τις ματιές συμφώνησαν να την αφήσουν, παρόλο που βγήκαν σαν οικογένεια.
Η Ελεάννα καθώς έφευγε, άφησε ένα γελάκι.
«Και τώρα εμείς τι κάνουμε;» ρώτησε ο Νίκος την Ντέπη.
«Αν θες καθόμαστε, αν θες φεύγουμε.» του είπε ελπίζοντας να της πει το πρώτο.
«Ας κάτσουμε. Ωραία είναι εδώ.»
Η Ντέπη χαμογέλασε.
«Είσαι πολύ όμορφη σήμερα.» είπε και το μετάνιωσε αμέσως.
«Ευχαριστώ.» του είπε και χαμογέλασε. «Αν θυμάσαι αυτό το φόρεμα μου το πήρες εσύ.»
«Ναι το θυμάμαι. Έχω γούστο, το παραδέχομαι.» είπε και χαμογέλασε κι αυτός.
Προτού απαντήσει, ήρθε ο σερβιτόρος και έδωσε ένα σημείωμα στην Ντέπη. Της έδειξε τον κύριο που καθόταν στο τραπέζι δίπλα τους. Ήταν από εκείνον.
Η Ντέπη άρχισε να διαβάζει το σημείωμα. Μόλις το διάβασε άρχισε να γελάει.
Ο Νίκος στην αρχή δε καταλάβαινε. Μα μόλις κατάλαβε την κοιτούσε σοβαρός και κάποια στιγμή χωρίς να μπορεί να αντισταθεί της άρπαξε το σημείωμα για να μάθει τι έλεγε.
Δεν έχω ξανά δει πιο όμορφη και σέξι γυναίκα στην ζωή μου. Αν θέλεις πάρε με τηλέφωνο.
Από κάτω έγραφε και τον αριθμό του. Ο Νίκος έγινε έξαλλος. Σηκώθηκε από την καρέκλα του. Και πλησίασε το τραπέζι που καθόταν εκείνος ο άντρας. Ήταν κάτι παραπάνω από αγενής να δώσει κάτι τέτοιο σε μια γυναίκα που συνοδευόταν.
«Δεν βλέπεις ότι η γυναίκα συνοδεύεται;» της είπε την σκέψη του και έδειχνε ξεκάθαρα το πόσο νευριασμένος ήταν.
«Βλέπω. Και;» του είπε με θράσος εκείνος.
Η Ντέπη μόλις κατάλαβε τι έγινε σηκώθηκε και πήγε πλάι στον Νίκο για να τον πάρει από εκεί.
Μόλις την είδε ο άντρας της χαμογέλασε με νόημα. Εκείνη τον κοίταξε ντροπαλά και μετά άλλαξε βλέμμα.
Μόλις είδε το χαμόγελο του ο Νίκος του έδωσε μια δυνατή γροθιά στο πρόσωπο και ο άλλος παραπάτησε. Πήγε να του ανταποδώσει, όμως δεν πρόλαβε. Μπήκε στην μέση η Ντέπη.
Ο Νίκος την τράβηξε δυνατά από το χέρι και αφού άφησε τα λεφτά για να πληρώσει, στο τραπέζι τους, την άρπαξε από τα μαλλιά και την φίλησε με πάθος για να τους δει ο άλλος.
Την άφησε μετά από κάποια λεπτά και κοίταξε υποτιμητικά τον άντρα απέναντι. Τράβηξε ξανά από το χέρι την Ντέπη για να φύγουν.
Μόλις συνήλθε η Ντέπη, χαμογέλασε. Όλο αυτό το σκηνικό της άρεσε πολύ. Μα ακόμα πιο πολύ εκείνο το φιλί τους.
«Άμα φοράς τόσο προκλητικά ρούχα έτσι γίνεται.» είπε αυτός νευριασμένος.
«Εσύ μου το πήρες.» του είπε παιχνιδιάρικα εκείνη.
«Πριν χρόνια.»
Δεν του απάντησε. Περπατούσαν προς το αυτοκίνητο.
«Το σημείωμα που το πήγες;» τον ρώτησε για να τον πειράξει.
Την κοίταξε απειλητικά.
«Γιατί τι το θέλεις;»
«Ε να ελεύθερη γυναίκα είμαι. Ποτέ δεν ξέρεις. Μπορεί να είναι το τυχερό μου.» του είπε για να τον πειράξει.
«Ούτε που να το σκέφτεσαι.» της είπε απότομα.
«Γιατί;» ρώτησε.
«Γιατί έτσι θέλω. Ο τύπος δεν έχει τρόπους. Έβλεπε που συνοδευόσουν και δεν το σεβάστηκε. Φαντάσου.»
«Φερ' το εσύ και θα δω τι θα κάνω.»
«Το άφησα στην ταβέρνα.» της είπε ψέματα. Το είχε μέσα στην τσέπη του.
«Ε τότε πάμε να το πάρουμε.»
«Δέσποινα, σκάσε.» είπε και την ξανά φίλησε ακόμα πιο παθιασμένα από πριν.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί κάνεις έτσι; Ζηλεύεις;» του είπε μόλις την άφησε.
Δεν της απάντησε. Έφτασαν στο αυτοκίνητο.
«Δεν θέλω να γυρίσουμε πίσω. Πάμε μια βόλτα στην παραλία.»
«Καλά.»
Έβγαλε τις γόβες της κα περπατούσαν αμίλητοι.
«Δεν μου το έδωσες τελικά. Ξέρω ότι είναι στην τσέπη σου.»
«Τι θες τώρα ρε Δέσποινα;» την ρώτησε προσπαθώντας να καταλαγιάσει τον θυμό του.
«Το σημείωμα σου είπα.»
«Δεν θα στο δώσω.»
«Γιατί;»
«Γιατί δεν θέλω να τον συναντήσεις.»
«Και γιατί αυτό.»
Η Ντέπη διασκέδαζε πολύ με την συμπεριφορά του.
«Πολλά ρωτάς.»
«Ζηλεύεις;» τον ξανά ρώτησε.
«Ναι ζηλεύω.» είπε και έφυγε πιο μπροστά. Η Ντέπη τον έφτασε.
«Αλλά αν θες πάρ' το.» της είπε και το έβγαλε από την τσέπη του. Το έτεινε προς αυτή.
Η Ντέπη το πήρε και το έσκισε. Έβαλε τα σκισμένα κομμάτια στην τσάντα της για να μην τα πετάξει κάτω. Μετά από αυτό, τον πλησίασε και ένωσε τρυφερά τα χείλη της με τα δικά του. Ένιωθε πως ήταν εκείνο το κορίτσι δεκαέξι χρονών που ζούσε τον έρωτα της.
Αυτός ανταπέδωσε το φιλί της, που έγινε πιο βαθύ.
«Θέλεις να προσπαθήσουμε ξανά;» τον ρώτησε μόλις ξεκόλλησαν τα χείλη τους.
«Δεν ξέρω Δέσποινα.» είπε παραιτημένα.
«Τι δεν ξέρεις;»
«Μπορεί να ξανά φύγεις. Δεν θα το αντέξω για δεύτερη φορά.»
Η Ντέπη δάκρυσε. Φοβόταν μην την χάσει; Πόσο τον αγαπούσε.
«Δεν θα φύγω ξανά. Στο υπόσχομαι.» είπε και του χάιδεψε το μάγουλο.
Δεν της απάντησε για λίγο. Προχώρησε μπροστά. Εκείνη δεν τον ακολούθησε. Στάθηκε λίγα βήματα μπροστά της. Κάποια στιγμή γύρισε και την αγκάλιασε.
«Θέλω.»
Η Ντέπη άρχισε χαμογέλασε ευτυχισμένη και τον αγκάλιασε κι αυτή.
«Η Ελεάννα θα χαρεί πολύ.»
Περπάτησαν για λίγη ακόμη ώρα αγκαλιά στην παραλία , ώσπου αποφάσισαν να επιστρέψουν. Από εκεί και πέρα θα ξεκινούσε μια καινούρια ζωή για αυτούς. Μαζί! Αυτό το μαζί πόσο όμορφη μπορούσε να κάνει την ζωή δύο ανθρώπων που αγαπιούνται.
Είχε φτάσει αρκετά νωρίς σπίτι και περίμενε την μητέρα της να επιστρέψει. Ήταν έτοιμη να πάρει τηλέφωνο, την στιγμή που άκουσε κλειδιά στην πόρτα.
Πήγε στο σαλόνι να την δει.
Η Ντέπη σιγοτραγουδούσε και έκανε σβούρες στο ρυθμό. Τα μάτια της ήταν κλειστά και ένα γλυκό χαμόγελο απλωνόταν στα χείλη της.
«Μαμά.» άκουσε την φωνή της Ελεάννας και πετάχτηκε αμέσως από την τρομάρα της.
«Δεν κοιμάσαι;» την ρώτησε ένοχα.
«Όχι όπως βλέπεις. Εσύ πως και τόσο αργά; Πίστευα πως αφού έφυγα, θα φεύγατε κι εσείς όπου να ναι.» είπε η Ελεάννα σαν να έκανε ανάκριση. Αν και γνώριζε κάθε απάντηση. Την είχε δώσει εκείνο το χαμόγελο ευτυχίας που είχε δει πρωτύτερα στο πρόσωπο της Ντέπης.
«Θα φεύγαμε. Αλλά, δεν φύγαμε.» δεν ήξερε τι άλλο να της πει.
«Ε αφού θα φεύγατε αλλά, δεν φύγατε εντάξει. Με κάλυψες.» την ειρωνεύτηκε η Ελεάννα.
«Μην με ειρωνεύεσαι.» της έκανε παρατήρηση για να ξεφύγει.
«Μαμά, λέγε τι έγινε με τον μπαμπά.»
«Είπαμε να στο πούμε μαζί αλλά αφού επιμένεις. Με τον Νίκο αποφασίσαμε να προσπαθήσουμε ξανά.»
«Το ήξερα.» φώναξε η Ελεάννα, ξεχνώντας την ώρα κι άρχισε να χοροπηδάει από εδώ κι από εκεί. «Ήμουν σίγουρη. Σιγουρότατη.»
«Άντε πέσε για ύπνο τώρα. Τα λέμε αύριο το πρωί.»
«Μαμά, να σε ρωτήσω κάτι;»
«Ρώτα.»
«Γίνετε να πάω διακοπές με τον Χάρη φέτος;»
«Δεν ξέρω. Καλό θα ήταν να το συζητήσεις και με τον μπαμπά σου. Που θέλετε να πάτε;» την ρώτησε. Δεν ένιωθε σίγουρη για το αν πρέπει να την αφήσει ή όχι.
«Δεν ξέρουμε ακόμα.»
«Αν πάτε. Θέλεις να πάτε στο εξοχικό μας στην Χαλκιδική;»
«Ναι.» απάντησε γεμάτη ενθουσιασμό η Ελεάννα.
«Καληνύχτα τώρα.»
«Καληνύχτα.»
Πέρασαν περίπου δέκα μέρες από εκείνο το βράδυ. Τελικά η Ελεάννα κατάφερε να τους πείσει και αύριο έφυγαν με τον Χάρη για Χαλκιδική. Μία ολόκληρη εβδομάδα μαζί. Από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ήταν σίγουρη πως θα ήταν οι καλύτερες διακοπές που είχε κάνει ποτέ.
Ανυπομονούσε να έρθει η αυριανή μέρα. Είχε τόση υπερένταση. Ο Χάρης θα περνούσε σε λίγο να την πάρει για να πάνε στην αγορά. Να κάνουν ψώνια για τις διακοπές. Παρόλο που προσπαθούσε να το κρύψει, ήταν κι εκείνος πολύ ενθουσιασμένος.
Από το μυαλό της Ελεάννας πέρασε σαν αστραπή ο Σωτήρης. Δεν της άρεσε η σκέψη αλλά δεν την έδιωξε. Στεναχωρήθηκε που έγιναν έτσι τα πράγματα. Όσα κι αν της είχε κάνει δεν θέλησε ποτέ να τον δει νεκρό.
Ένιωθε αρχικά θυμό, όμως αυτός υποχώρησε και έμεινε μονάχα η λύπηση. Κατά βάθος ήξερε πως ούτε ο ίδιος δεν άντεχε τον εαυτό του και για αυτό αποφάσισε να δώσει τέλος στην ζωή του.
Θυμόταν τις διηγήσεις του για την παιδική του ηλικία και ένιωσε ακόμη περισσότερη λύπη. Έπρεπε να επισκεφτεί κάποιον ειδικό. Ίσως, εκείνος να μπορούσε να τον βοηθήσει. Παρόλα αυτά η γνώση ότι δεν ήταν στην ζωή, την έκαναν να νιώθει μεγαλύτερη ασφάλεια.
Εκείνη την στιγμή αποφάσισε να πει στον Χάρη να την πάει στα νεκροταφεία να ανάψει ένα κεράκι στον τάφο του. Έτσι θα του έδειχνε ότι τον είχε συγχωρήσει.
Λόγω της αυτοκτονίας δεν είχε γίνει κηδεία. Δεν υπήρχε διάγνωση κατάθλιψης ή κάποιας άλλης ψυχικής διαταραχής κι έτσι δεν δικαιολογήθηκε η αυτοκτονία του. Ο θεός δεν ευλόγησε τον θάνατο του, ωστόσο το πτώμα του είχε ταφεί κανονικά.
Άκουσε την μηχανή έξω από το σπίτι. Βγήκε έξω και πλησίασε χαμογελαστή τον Χάρη.
«Μπορώ να σου ζητήσω κάτι;»
«Ωχ, ακούω.»
«Θέλω να με πας στα νεκροταφεία όπου θάφτηκε ο Σωτήρης.»
Ο Χάρης την κοίταξε σαν να του μιλούσε εξωγήινος.
«Γιατί;»
«Θέλω να του ανάψω ένα κεράκι.»
«Δεν νομίζω να υπάρχει λόγος.» είπε και τα χαρακτηριστικά του σκλήρυναν.
«Σε παρακαλώ.»
«Δεν θέλω να κάνεις πισωγυρίσματα. Τώρα είσαι μια χαρά.»
«Γι αυτό θα πάω. Τώρα που είμαι καλά και τον έχω συγχωρέσει.»
«Τον συγχώρεσες;»
«Ναι.»
«Δεν σε καταλαβαίνω ώρες ώρες. Άντε ανέβα.»
Η Ελεάννα ανέβηκε και φίλησε το σβέρκο του.
«Πάρε το κράνος.» της είπε αυστηρά.
«Άντε πάλι.» δυσανασχέτησε η Ελεάννα.
«Μην είσαι γκρινιάρα, σε άφησα πολλές φορές χωρίς κράνος και βλακεία μου. Φόρα το τώρα.»
«Καλά.» είπε και το έβαλε. Δεν της άρεζε το κράνος όχι μόνο γιατί της στερούσε ένα μέρος από την αίσθηση της ελευθερίας αλλά και γιατί δεν μπορούσε να ακουμπάει το πρόσωπο της στην πλάτη του.
Στην διαδρομή δεν μιλούσαν καθόλου. Ο Χάρης σκεφτόταν αν αυτό που πήγαινε να κάνει η Ελεάννα θα της έκανε καλό ή κακό. Ανησυχούσε μην την επηρεάσει αυτό το κάθαρμα ακόμα και μέσα από τον τάφο.
Η Ελεάννα σκεφτόταν πόσο όμορφα θα ένιωθε αν άφηνε αυτό το βάρος να φύγει από μέσα της.
Όταν έφτασαν κατέβηκε από την μηχανή κι έδωσε το κράνος στον Χάρη. Πήγε να κατέβει κι εκείνος.
«Χάρη προτιμώ να πάω μόνη μου, αν δεν σε πειράζει.»
Ο Χάρης ξεφύσηξε και παρέμεινε καθισμένος στην μηχανή. Αν μπορούσε θα την έπαιρνε με το ζόρι και δεν θα την άφηνε να πάει.
Ευτυχώς, η Ελεάννα βρήκε σχεδόν αμέσως τον τάφο και κοίταξε την φωτογραφία του Σωτήρη. Ανατρίχιασε. Είχε να δει το πρόσωπο του από εκείνη την ημέρα στην παραλία, τότε που ο Χάρης την είχε σώσει. Τότε που ο ίδιος αυτοκτόνησε.
Μερικές βίαιες σκηνές ήρθαν στο μυαλό της αλλά της έδιωξε αμέσως. Είχε πει στον εαυτό της ότι δεν θα του επιτρέψει να στεναχωρηθεί.
Άναψε το κεράκι που κρατούσε τόση ώρα στα χέρια της και το στερέωσε στο χώμα μπροστά από τον τάφο.
«Σωτήρη σε συγχώρεσα.» του είπε με σιγανή φωνή. «Δεν ξέρω κατά πόσο έχει σημασία. Αλλά το έκανα. Αν από κάπου με ακούς, θέλω να το ξέρεις.» είπε και αισθάνθηκε ένα αεράκι να διαπερνάει το κορμί της. Ανατρίχιασε και σηκώθηκε η τρίχα της.
«Σου είχα πει πως άνθρωποι σαν κι εσένα δεν πρέπει να υπάρχουν. Και το εννοούσα. Μπορούσες όμως να αλλάξεις και να γίνεις ένας άλλος άνθρωπος. Δεν σου κρατώ κακία. Ίσα ίσα στεναχωριέμαι για εσένα. Πέρασες πολλά στην ζωή σου, αλλά ήταν λάθος να θέλεις να καταστρέψεις και άλλες ζωές.» είπε και κοίταξε την φωτογραφία του, που τόση ώρα την απέφευγε.
«Αυτό ήρθα μόνο να σου πω. Εύχομαι να αναπαυτεί η ψυχή σου όσο αυτό είναι δυνατό. Αντίο.» του είπε και σηκώθηκε. Ένιωθε μια εσωτερική αγαλλίαση.
Ήταν σωστή η απόφαση να το κάνει. Πλησίασε τον Χάρη, ο οποίος στηριζόταν απαλά στην μηχανή.
«Πως είσαι;» την ρώτησε ανήσυχος.
«Πολύ καλά.»
Τον φίλησε τρυφερά στο μάγουλο.
«Πάμε τώρα;» είπε και πήγε να ανέβει στην μηχανή.
«Περίμενε.» τον κράτησε από το χέρι.
«Τι έγινε;»
«Μπορεί να μην είναι το κατάλληλο μέρος για αυτό που θα σου πω αλλά θέλω να στο πω τώρα. Χάρη μου.» είπε και του χάιδεψε το μάγουλο.
Ο Χάρης την κοιτούσε ανήσυχος.
«Θέλω να ξέρεις πως σε αγαπάω πολύ. Και θα σε αγαπάω για πάντα. Μπορεί το πάντα να ακούγεται πολύ βαρύ αλλά έτσι είναι. Ακόμα και να μην είμαστε μαζί εγώ θα σε αγαπάω. Για πολλούς λόγους. Γιατί με κάνεις χαρούμενη, γιατί μαζί σου νιώθω πρωτόγνωρα συναισθήματα, γιατί με έσωσες ακόμα κι αν ήξερες ότι έβαζες σε κίνδυνο την δική σου ζωή.»
'Ενιωθε πολύ ευάλωτη εκείνη την στιγμή και ήθελε να του τα πει. Ήθελε να τα ξέρει.
«Κι εγώ θα σε αγαπάω ότι κι αν γίνει Ελεάννα. Κι εγώ για πολλούς λόγους. Κυρίως γιατί για εσένα μπόρεσα να ξεπεράσω τον εαυτό μου και να έρθω να σε σώσω όπως λες, γιατί δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα πάθαινες κάτι κακό, ότι θα σε έχανα. Γιατί παρόλα αυτά που σου έκανε ο Σωτήρης εσύ κατάφερες να τον συγχωρέσεις και γιατί μου αποδεικνύεις κάθε μέρα πόσο υπέροχη είσαι.» της είπε και την φίλησε τρυφερά στα χείλη. «Αντε ανέβα τώρα, μην μας πιάσουν τα ζουμιά.»
Ανέβηκαν, αλλά ήταν ήδη αργά. Η Ελεάννα είχε ήδη βουρκώσει και μερικά δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της. Είχε συγκινηθεί τόσο πολύ από τα λόγια του, ήταν και η ένταση της στιγμής. Τον έσφιξε στην αγκαλιά της και μύρισε το άρωμα του.
Ευτυχία!
Η μηχανή έφυγε. Το ζευγάρι είχε αφήσει πίσω του ότι μαύρο τους σκίαζε.
Πολλά εμπόδια είχαν απειλήσει την σχέση τους. Άλλα ασήμαντα, άλλα σημαντικά. Όμως, κατάφεραν να τα ξεπεράσουν. Ο έρωτας και η αγάπη τους βγήκαν νικητές , υπέμειναν και άντεξαν τα πάντα.
Ο έρωτας κατάφερε να αντέξει...
Τέλος
YOU ARE READING
Θα αντέξει ο έρωτας;
RomanceΗ Ελεάννα ζει σε μια μονοκατοικία με τη αδιάφορη οικογένεια της. Είναι κόρη του μεγάλου δικηγόρου Αλέξη Αργυρίου. Έχει κλειστεί στον εαυτό της και είναι φανερά αντικοινωνική. Μοναδική φίλη της, η εξωστρεφής Μαρίζα. Μια συζήτηση με την μητέρα της στέ...