Κεφάλαιο 2ο

501 39 1
                                    


       Ο σοφέρ την άφησε έξω από την πολυκατοικία της Μαρίζας.
   «Σ' ευχαριστώ πολύ Θανάση.» είπε και χαμογέλασε στον ηλικιωμένο άντρα και έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου.
   Μπήκε στο εσωτερικό της πολυκατοικίας, έβγαλε τα τακούνια της και άρχισε να ανεβαίνει γρήγορα τις σκάλες. Χτύπησε το κουδούνι του διαμερίσματος. Άκουσε τα χοροπηδηχτά βήματα της φίλης της.
   «Βρε καλώς την.» είπε κεφάτα κι άρχισε να την παρατηρεί από πάνω μέχρι κάτω, ενώ παράλληλα έκανε πιο πέρα για να περάσει μέσα.
  «Τι έγινε; Τι έχω; Δεν μου πάει;» ψέλλισε ανήσυχα η Ελεάννα
  «Πλάκα κάνεις; Είσαι υπέροχη.»
   «Αλήθεια;»
   «Αλήθεια. Τι ψέματα; Άντε έλα γρήγορα, πάμε στο δωμάτιο μου γιατί βλέπω ούτε νύχια έβαψες.»
   «Θα κάνουμε και νύχια; Είναι υποχρεωτικό αυτό τώρα;»
   «Φυσικά και είναι.» την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στο δωμάτιο της. Την έβαλε να κάτσει στην καρέκλα του γραφείου και έφερε τρία διαφορετικά βαλιτσάκια. Τα δύο με όζες και το μεγαλύτερο με καλλυντικά.
   Ξεκίνησε να της βάφει τα νύχια και στη συνέχεια την μακιγιάρισε. Στα μάτια της έβαλε τρεις σκιές σε διάφορες αποχρώσεις του γκρι, σχημάτισε μια λεπτή γραμμή αι λάινερ και μάσκαρα. Στα χείλη της έβαλε ένα απαλό ροζ κραγιόν. Ρουζ δεν χρειάστηκε, καθώς η Ελεάννα χαρακτηριζόταν για το φυσικό κοκκινωπό χρώμα στα μάγουλα της.
   «Μπορώ να δω πως με έβαψες;» της είπε μόλις η φίλη της παράτησε τα πινέλα και πήγε να θερμάνει την μπουκλιέρα.
   «Όχι. Να κάτσεις εκεί που κάθεσαι. Θα σε δεις μόλις τελειώσω.» είπε αυστηρά και μετά από λίγα λεπτά ξεκίνησε να της φτιάχνει τις μπούκλες.
   Όταν η Ελεάννα είδε το είδωλο της στον καθρέπτη έβγαλε μια φωνούλα έκπληξης. Όλα ήταν πολύ ωραία. Τα μαλλιά της, τα πράσινα μάτια της ήταν πιο έντονα. Γενικά ήταν πολύ όμορφη.
   «Μπράβο Μαρίζα είναι πολύ ωραία όλα. Αλλά μήπως είναι λίγο υπερβολικά;»
   «Δεν ακούω κουβέντα. Είσαι κούκλα και δεν αλλάζω τίποτα.»
   «Καλά μην εκνευρίζεσαι.» είπε και κοίταξε ξανά τον εαυτό της στον καθρέπτη. «Αν πω ότι μου αρέσω πολύ θα είναι πολύ αλαζονικό;» ρώτησε ενοχικά.
   «Καθόλου. Αλαζονικό λέει. Ωραία λέξη. Η μαμά σου στην έμαθε;» είπε και άρχισε να γελάει.
   Άρχισε να γελάει κι εκείνη. Αλλά σταμάτησαν γρήγορα γιατί η ώρα είχε πάει έντεκα και έπρεπε να φύγουν.
   Φόρεσαν και οι δύο τα τακούνια τους και έφυγαν.
   «Καλά να περάσετε.» φώναξε η μαμά της Μαρίζας. «Και να προσέχετε.»
   Στην τελευταία πρόταση της κυρίας Μαρίας, η Ελεάννα μελαγχόλησε. Ποτέ δεν άκουσε την μητέρα της να ανησυχεί για την κόρη της, να λέει αυτές τις τρεις λεξούλες που δείχνουν τόσο ενδιαφέρον. Μα το ξέχασε αμέσως. Πρώτον, το είχε αποδεχτεί πλέον και δεύτερον είχε αποφασίσει να μην της χαλάσει τίποτα την διάθεση στην πρώτη νυχτερινή έξοδο της ζωής της σε κλαμπ.
   «Τι να προσέχουμε ρε μαμά;» είπε η Μαρίζα και έκλεισε την πόρτα.


   Στο κλαμπ γινόταν χαμός. Η μουσική ακουγόταν μέχρι έξω. Κόσμος περίμενε στην είσοδο για να μπει. Η όλη ατμόσφαιρα άγχωσε στιγμιαία την Ελεάννα. Αλλά ένα σκούντηγμα της Μαρίζας που αντιλήφθηκε τον ενδοιασμό της φίλης της, την ταρακούνησε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και περπάτησε προς την είσοδο.
   Καθώς προχωρούσε παρατήρησε κάποια βλέμματα να την επεξεργάζονται. Ένιωσε υπερβολικά άβολα και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν να φύγει από εκεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Αλλά δεν το έκανε. Ήξερε ότι όλοι την κοιτούσαν επειδή δεν την είχαν ξανά δει έτσι περιποιημένη. Μπορεί κιόλας να την παρατηρούσαν για πρώτη φορά. Ούτως ή άλλως η Ελεάννα ήταν αόρατη. Οι μόνες φορές που κάποιος της έδινε σημασία ήταν όταν ήθελαν κονέ για την Μαρίζα ή όταν βρισκόταν μαζί με την Μαρίζα και μέσα στην κουβέντα κάποιος της απηύθυνε τον λόγο έστω και για λίγο.
   Καθώς περιμένανε και οι δύο στην ουρά, πέρασε από μπροστά τους ο Χάρης, ένα από τα πιο δημοφιλή αγόρια του λυκείου. Και ως πιο δημοφιλής ήταν αυτονόητο πως θα έμπαινε μέσα πρώτος ακόμα κι αν έπρεπε να μπει τελευταίος.
   Η Ελεάννα μύρισε το άρωμα του κι έκλεισε τα μάτια για το απολαύσει καλύτερα.
   «Που πας Χάρη; Δεν θα περιμένεις στην ουρά;» φώναξε η Μαρίζα.
   Εκείνος γύρισε απορημένος και την κοίταξε. «Μαριζάκι μην εκνευρίζεσαι. Έχεις δίκιο αλλά η παρέα μου είναι μέσα. Οπότε καταλαβαίνεις.» είπε και την κοίταξε γλυκά.
   «Είσαι εσύ ένας.» του είπε η Μαρίζα.
   Ο Χάρης κοίταξε στην συνέχεια την Ελεάννα. Την παρατήρησε για λίγα δευτερόλεπτα και στράφηκε από την άλλη πλευρά για να μπει στο εσωτερικό του κλαμπ.
   Αυτό που δεν είδαν οι υπόλοιποι ήταν η έκφραση αρεσκείας του για την εμφάνιση της Ελεάννας.
   Εκείνη μόνο με το βλέμμα του πάνω της, ένιωσε ένα σκίρτημα. Κοντά στον ένα χρόνο της άρεζε.      Έρωτας δεν ήξερε αν ήταν αλλά σίγουρα ήταν κάτι παραπάνω από απλό ενδιαφέρον. Της άρεζε πολύ. Της άρεζαν τα καστανά μαλλιά του, τα μελί μάτια του, το λαμπερό χαμόγελο του, το άρωμα του. Μα πάνω από όλα της άρεζε ο αέρας του, η αυτοπεποίθηση του.
Έδιωξε αυτές τις σκέψεις από το μυαλό της. Δεν ήθελε να καταλάβει η Μαρίζα ότι κάτι σκεφτόταν.
Έφτασε η σειρά τους να μπουν μέσα. Η μουσική ήχησε στα αυτιά τους πιο εκκωφαντική. Η Ελεάννα έκλεισε με τα χέρια τα αυτιά της.
   Η Μαρίζα της τα κατέβασε αμέσως.
   «Αν είναι δυνατόν κοπέλα μου. Πας καλά;» την μάλωσε φωνάζοντας στο αυτί της.
   «Καλά συγγνώμη, αυθόρμητα μου βγήκε.» φώναξε κι εκείνη.
   Η Μαρίζα άρχισε να χορεύει και προσπάθησε να παρασύρει στον χορό την Ελεάννα αλλά φάνηκε μάταιο. Γι αυτό πήγε στο μπαρ και έφερε δύο βότκες να πιούνε για να ανέβει το κέφι. Της Ελεάννας τουλάχιστον, γιατί της Μαρίζας ήταν ήδη ανεβασμένο.
Μετά το πρώτο ποτό και με χίλιες παροτρύνσεις της Μαρίζας για δεύτερο η Ελεάννα άρχισε να χορεύει. Ήταν και άμαθη στο ποτό, δεν άργησε να ξεσαλώσει.
   «Χαραμίζεσαι κοπέλα μου. Που έκρυβες τέτοιο ταλέντο στον χορό. Έχεις τον ρυθμό μέσα σου.» φώναξε η Μαρίζα.
   «Τι;»
   «Τίποτα άστο.» είπε και συνέχισε να χορεύει. «Κοίτα ήρθε ο Μίλτος δεν σε πειράζει να πάω.»
   «Κι εγώ τι θα κάνω; Δεν ξέρω κανέναν.»
   «Εμ ανέβα στην μπάρα έχει κι άλλες κοπέλες.»
   «Ντρέπομαι.»
   «Πιες αυτό.» της είπε και της έδωσε ένα ποτήρι ουίσκι. «Θα μου δώσεις αύριο τα λεφτά.
   «Κερνάω σήμερα.» είπε και κατέβασε μονορούφι το ουίσκι για να πάρει θάρρος.
   Ανέβηκε στην μπάρα. Έριξε μια ματιά στον χώρο για να εντοπίσει τον Χάρη. Τον εντόπισε.   Συνέχισε να χορεύει. Είχε έρθει μια άλλη κοπέλα δίπλα της και χορεύανε μαζί. Ο Χάρης την κοιτούσε διαρκώς ενώ μια άλλη κοπέλα τριβόταν πάνω του προσπαθώντας να τον κάνει να ασχοληθεί μαζί της. Μα εκείνος ενώ χόρευε μαζί της, κοιτούσε την Ελεάννα.
   Ευτυχώς που στο σκοτάδι δεν φαινόταν το κοκκίνισμα στα μάγουλα της.
   Ενώ όλα ήταν τόσο ωραία και διασκέδαζε πολύ, άρχισε να παίζει ένα τραγούδι χαμηλών τόνων.   Κατέβηκε από την μπάρα κι έβλεπε όλα τα ζευγαράκια να χορεύουν βαλς. Τα μάτια της υγράθηκαν. Η Μαρίζα με τον Μίλτο χόρευαν και φιλιόταν, το ίδιο και ο Χάρης με εκείνη την κοπέλα. Ένιωσε ξαφνικά στην θέα να πνίγεται. Η μουσική την ενοχλούσε. Ο αέρας κοβόταν. Τον ποτό την έκανε πιο ευαίσθητη. Άρχισε να κλαίει και βγήκε έξω. Απομακρύνθηκε λίγο και κάθισε σε ένα ψηλό πεζουλάκι. Έβαλε το πρόσωπο στις παλάμες της και άρχισε να κλαίει πιο έντονα.
   Κάποια στιγμή αισθάνθηκε μια σκιά από πάνω της. Σκούπισε τα δάκρυα της και σήκωσε το πρόσωπο της.
   Ήταν ο Χάρης.
   «Είσαι καλά;» την ρώτησε.
   «Πως με βλέπεις;»
   «Δεν είσαι. Γιατί;» ρώτησε με ενδιαφέρον.
   «Δεν ξέρω.» απάντησε εκείνη και ένας νέος γύρος λυγμών ξεκίνησε.
   Εκείνος δεν ήξερε τι να κάνει. Αισθανόταν αμήχανα. Καλύτερα να μην την είχε ακολουθήσει. Αλλά αυτή η κοπέλα του κέντρισε το ενδιαφέρον. Τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά της σε συνδυασμό με τα ανοιχτά πράσινα μάτια του άρεσαν. Το καλλίγραμμο σώμα της το ίδιο. Κι αυτή η αφέλεια που έδειχνε να έχει την έκανε γοητευτική.
   «Ευχαριστώ πάντως.» του είπε ανάμεσα στους λυγμούς της.
   «Μουντζουρώθηκες.» της είπε την στιγμή που έσκυβε για να σκουπίσει τις μπογιές κάτω από τα μάτια της.
   Εκείνη τον κοίταξε με περιέργεια. Μα τι συνέβη; Την άγγιξε; Ξαφνικά ένιωσε μια ανακούφιση. Τα δάκρυα σταμάτησαν να κυλάνε από το πρόσωπο της.
   «Τι γνώμη θα έχεις σχηματίσει για μένα;» του είπε.
   «Μην ανησυχείς. Καλή είναι.»
   Εκείνη του χαμογέλασε. «Είμαι ακόμα μουντζουρωμένη;» τον ρώτησε.
   «Εσύ τι λες; Μετά από τόσο κλάμα θα έβγαιναν τόσο εύκολα;»
   «Έχεις δίκιο.» είπε ενώ περπατούσαν προς την είσοδο του κλαμπ.
   Μόλις έφτασαν αυτή σταμάτησε.
   «Δεν θα μπεις;» απόρησε ο Χάρης.
   «Μπαα, δεν έχω όρεξη μετά από αυτά. Θα κάτσω εδώ, κάτι θα βρω να κάνω μέχρι να φύγουμε με την Μαρίζα.»
   «Ξέρεις κάτι; Λέω να σου κάνω παρέα. Ούτε εγώ έχω πολύ όρεξη πλέον.»
   «Σου χάλασα την διάθεση; Συγγνώμη δεν το ήθελα.» του είπε ενοχικά.
   «Όχι, χαλάρωσε. Απλά θέλω να σου κάνω παρέα.»
   Τον κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα δύσπιστα. «Θα βαρεθείς.» του είπε τελικά.
   «Δεν νομίζω. Πάμε μια βόλτα, να μην καθόμαστε εδώ.»
   «Εντάξει πάμε.» του είπε
   Εκείνη την στιγμή κάποιος τον πήρε τηλέφωνο. Όσο εκείνος μιλούσε αφοσιωμένος στην συζήτηση με τον συνομιλητή του, εκείνη τον παρατηρούσε. Πανέμορφος. Το ήξερε εδώ και ένα χρόνο από τότε που στοίχειωσε τις φαντασιώσεις της. Μόνο που πρώτη φορά τον έβλεπε από τόσο κοντά. Τα μάτια του ήταν γκρίζα και οι γωνίες του πολύ έντονες. Τα καστανά μαλλιά του πυκνά και καλοκουρεμένα. Του πήγαιναν πολύ έτσι. Το σώμα του ήταν γυμνασμένο. Πρέπει να πήγαινε γυμναστήριο ή κάποιο άθλημα, σκέφτηκε.
   Έκλεισε το τηλέφωνο, ενώ η Ελεάννα ακόμη τον παρατηρούσε σαν χαζή.
   "Έχω κάτι;» την ρώτησε.
   «Εμ όχι τίποτα.» είπε προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή της. Όλα λάθος! Μουντζούρες στο πρόσωπο, ανεξήγητα κλάματα, χαζές αντιδράσεις. Απορούσε γιατί θέλησε να της κρατήσει συντροφιά.
   «Πάντα έτσι κάνεις στα κλαμπ;»
   «Για την ακρίβεια πρώτη φορά έρχομαι.» είπε και κοκκίνισε. Δεν ήθελε να τον κάνει να σκέφτεται γι αυτήν πως είναι ξενέρωτη αλλά επίσης δεν ήθελε να του πει και ψέματα. Τον είδε που ξαφνιάστηκε και ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί.
   «Περίεργο μου φαίνεται. 17 δεν είσαι;»
   «Ναι.»
   «Και πως δεν έχεις πάει μέχρι τώρα σε κλαμπ.»
   «Δεν έτυχε. Για την ακρίβεια, δεν ήθελα, δεν με έλκυε η ιδέα.» παραδέχτηκε. «Εσύ πηγαίνεις συχνά;» είπε για να συνεχίσει την συζήτηση.
   «Ναι, κάθε εβδομάδα.»
   «Και περνάς καλά;» τον ρώτησε. Μα γιατί τον ρώτησε τέτοιο πράγμα; Για να συνεχίζει να πηγαίνει ήταν αυτονόητο.
   «Μερικές φορές ναι, μερικές φορές όχι.»
   Τελικά δεν ήταν και τόσο. «Σήμερα;»
   «Σήμερα όχι.»
   «Φταίω εγώ έτσι;»
   «Όχι δεν κατάλαβες. Στο κλαμπ δεν περνούσα καλά, τώρα είναι ωραία.»
   Πέρασαν ευχάριστα την ώρα τους συζητώντας περί ανέμων και υδάτων, μέχρι την στιγμή που χτύπησε το κινητό της Ελεάννας. Ήταν η Μαρίζα. Είχε πάει τρεις κι έπρεπε να φύγουν.
   «Εγώ φεύγω τώρα. Ευχαριστώ για την παρέα.» του είπε.
   «Άσε τα ευχαριστώ. Τόση ώρα μιλάμε και δεν σε ρώτησα το όνομα σου.»
   «Ελεάννα.»
   «Εμένα με λένε Χάρη.» της είπε και χαμογέλασε γοητευτικά.
   «Το ξέρω.» είπε και κοκκίνισε αμέσως. «Άκουσα που σε φώναξε έτσι η Μαρίζα πριν.» δικαιολογήθηκε.
   Επέστρεψαν μαζί προς το κλαμπ.
   Η Μαρίζα τους κοίταξε καχύποπτα αλλά δεν το σχολίασε.
   «Άντε πάμε.» είπε. « Γεια σου Χάρη.»
   «Γεια» είπε κι Ελεάννα.
   Μπήκαν στο ταξί κι έφυγαν.     

Θα αντέξει ο έρωτας;Where stories live. Discover now