Κεφάλαιο 18ο

264 29 10
                                    


    Το πάτωμα είχε πάρει φωτιά. Η Ντέπη πήγαινε ανήσυχη πάνω κάτω. Είχε αρχίσει να πιστεύει πως ο άντρας της πραγματικά δεν ήταν διατεθειμένος να δώσει τα λύτρα.
   Η άλλοτε περιποιημένη Ντέπη είχε γίνει σκιά του εαυτού της. Τα μάτια της είχαν γεμίσει με μαύρους κύκλους και ήταν μονίμως χλωμή, που έδινε όψη πεθαμένης. Είχε χάσει μέσα σε τρεις μέρες δύο κιλά.
   Ένιωθε τόσο αδύναμη εκτός από τις στιγμές που έβλεπε τον σύζυγο της να επιστρέφει από το δικηγορικό του γραφείο σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Τότε ορμούσε σαν ύαινα κατά πάνω του έτοιμη να τον κατασπαράξει. Τον μισούσε.
   Τον μισούσε τόσο πολύ που τα βράδια είχε τόσο έντονη την επιθυμία να πάρει ένα μαξιλάρι και να του κόψει τον αέρα. Να τον σκοτώσει.
    Εκείνη την στιγμή που σκεφτόταν όλα αυτά μπήκε στο σπίτι ο σύζυγος της. Δεν της μίλησε καθόλου. Την κοίταξε αδιάφορα και κατευθύνθηκε προς τις σκάλες.
    «Που πας;» τον ρώτησε επιθετικά.
   «Να κάνω μπάνιο.»
   «Μίλησες με τους απαγωγείς;»
   «Ναι.»
   «Και τι σου είπαν;»
   «Δεν κατεβάζουν το ποσό.»
   Δεν άντεξε παραπάνω. Άρπαξε ένα πανάκριβο βάζο και το πέταξε πολύ κοντά του.
   «Τι στο διάλο κάνεις;» την ρώτησε εξαγριωμένος.
   «Εσύ τι κάνεις σίχαμα; Η κόρη σου βρίσκεται στα χέρια επικίνδυνων ανθρώπων κι εσύ νοιάζεσαι για τα κωλολεφτά σου; Στο σάβανο σου να τα χαραμίσεις τέρας.» τον καταράστηκε ενώ ούρλιαζε.
   «Δεν θα μου μιλάς έτσι.» της είπε απειλητικά.
   «Τολμάς να μου λες πώς να σου μιλάω;» είπε κι έπεσε πάνω του για πολλοστή φορά. Έμπηξε τα νύχια της στο πρόσωπο του και τον μάτωσε.
   Ο Αλέξης την πέταξε με βία από πάνω του, την έριξε κάτω και της έδωσε μια δυνατή κλωτσιά στο στομάχι.
   Η γυναίκα κουλουριάστηκε. Τα μάτια της έγιναν δύο μικρές σχισμές.
   «Κάθαρμα!» φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Να ψοφήσεις.»
   Εκείνος της έριξε μια τελευταία ματιά και ανέβαινε τις σκάλες.
   «Λες και δεν έχεις λεφτά κάθαρμα. Τι είναι μισό εκατομμύριο για σένα; Τι θα απογίνουν τα λεφτά σου όταν θα σε σκοτώσω;» ούρλιαζε ακόμα πιο δυνατά για να την ακούσει.
   Έμεινε πάλι μόνη στο σαλόνι να σπαράζει στο κλάμα.
    Το κινητό της ήχησε. Ο Χάρης ήταν. 
  Το σήκωσε.
   «Έχετε νέα για την Ελεάννα;» ρώτησε αδύναμα.
   «Όχι.» είπε μέσα από τα αναφιλητά της.
   «Έρχομαι εκεί. Θα πάρω και την Μαρίζα.» είπε κι έκλεισε χωρίς να περιμένει απάντηση.
  Η Ντέπη έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί. Μάταια. Η κλωτσιά του Αλέξη ήταν πολύ δυνατή. Σαν να κλοτσούσε ένας φανατικός μπάλα ποδοσφαίρου.
   Ύστερα από κάποια ώρα χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξε την πόρτα μία τρομοκρατημένη υπηρέτρια. Ο Χάρης και η Μαρίζα μπήκαν μέσα και κοίταξαν την Ντέπη στο πάτωμα.
   Ο Χάρης προσπάθησε να την σηκώσει μα εκείνη τον απώθησε.
   «Εξηγήστε μας σας παρακαλώ κυρία Ντέπη τι θα γίνει με αυτή την κατάσταση.» είπε κάπως εκνευρισμένη η Μαρίζα. Φοβόταν πραγματικά για την φίλη της.
   «Δεν θέλει να πληρώσει.» ξεστόμισε παραιτημένα.
   «Ποιος;» ρώτησε ο Χάρης παραξενεμένος.
   «Ο Αλέξης.»
   «Τι εννοείτε δεν θέλει να πληρώσει;» ρώτησε έκπληκτη η Μαρίζα.
   «Τα λεφτά του είναι πιο σημαντικά από την κόρη του.»
   Ο Χάρης νευριασμένος ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες. Καμία από τις γυναίκες δεν τον σταμάτησε.    Μονάχα τον κοιτούσαν ανήσυχες.
   Άνοιξε όλες τις πόρτες μέχρι που βρήκε τον πατέρα της Ελεάννας του.
   Τον έπιασε από τον γιακά του πουκαμίσου που μόλις είχε βάλλει. Ήταν εκτός εαυτού.
   «Ποιος είσαι και τι νομίζεις ότι κάνεις;»
   «Είμαι κάποιος που νοιάζεται πραγματικά την Ελεάννα σε αντίθεση με τον πατέρα της. Ο θεός να τον κάνει.»
   «Άσε με κάτω. Δεν θέλεις να με εκνευρίσεις.»
   «Γιατί; Τι θα μου κάνεις; Τα λεφτά μπορεί να σου δίνουν δύναμη και εξουσία όμως εγώ τα έχω γραμμένα στα αρχίδια μου.»
   Ο Αλέξης του έπιασε τα χέρια με σκοπό να τον απομακρύνει μα ο Χάρης λόγω ηλικίας και εκνευρισμού είχε περισσότερη δύναμη.
   «Άσε με σου είπα.»
   «Λοιπόν, για να τελειώνουμε. Θα πληρώσεις τα λύτρα και από εκεί και πέρα κάνε ότι θέλεις. Παιδί σου είναι ρε. Παιδί σου.» φώναξε δυνατά τις τελευταίες λέξεις.
   «Κι αν δεν πληρώσω τι μπορείς να μου κάνεις;» είπε και χαμογέλασε στραβά.
   «Δυστυχώς τίποτα.» είπε και τον άφησε παραιτημένος.
   Τι ακριβώς έκανε; Αφού δεν θα έβγαζε πουθενά. Δυστυχώς, σε αυτό τον κόσμο το πάνω χέρι το έχει η εξουσία και το χρήμα.
   «Οπότε πάρε δρόμο από εδώ μέσα.»
   Ο Χάρης τον πλησίασε και του έδωσε μια δυνατή μπουνιά που έπεσε κάτω.
   «Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω.» είπε κι έφυγε.
   Δεν ήθελε να χτυπήσει τον πατέρα της Ελεάννας αλλά δεν άντεχε να τον βλέπει να αδιαφορεί τόσο για την υπέροχη κόρη του.
   Κατέβηκε στο σαλόνι.
   «Τι έγινε;» ρώτησε η Ντέπη.
   «Συγγνώμη.» είπε μόνο ο Χάρης κι έφυγε χτυπώντας δυνατά την πόρτα.
   Τότε κατέβηκε και ο Αλέξης.
   «Αυτό το κάθαρμα δεν θα ξανά μπει στο σπίτι μου.» είπε και κατευθύνθηκε στην κουζίνα να πάρει λίγο πάγο.
   «Το κάθαρμα είσαι εσύ. Και μην νομίζεις πως επειδή εκείνο το βάζο δεν σε πέτυχε, δεν θα σε πετύχει και το άλλο.» είπε η Ντέπη.
  Η Μαρίζα κοιτούσε τρομαγμένη. Άρχισε να αισθάνεται άβολα, τους χαιρέτησε ευγενικά κι έφυγε κι αυτή με την σειρά της.

   Από την στιγμή που έφυγε από την οικία Αργυρίου, ο Χάρης πήρε την μηχανή και πήγε στο λιβάδι που είχε πάει κάποτε την Ελεάννα.
   Ξάπλωσε στο ίδιο σημείο και κοίταξε μόνος του τα αστέρια. Ήταν σαν να την είχε δίπλα του. Του έλειπε πολύ. Και φοβόταν ακόμα πιο πολύ. Για εκείνη...
   Ένιωθε τόσο ανήμπορος να την βοηθήσει. Και το ήθελε τόσο πολύ.
   Δάκρυσε.
   Γιατί να τα τραβάει αυτά η Ελεάννα; Ήταν πιο καλή και αληθινή κοπέλα που είχε γνωρίσει στην   ζωή του.
   Άραγε τώρα πως ήταν; Της συμπεριφέρονταν καλά ή την βασάνιζαν; Ευχόταν το πρώτο.
   Έσπαγε το κεφάλι του να βρει μια λύση μα κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα και θύμωνε με τον εαυτό του. Κυρίως όμως με τον πατέρα της.
   Πως μπορούσε να είναι τόσο αδιάφορος; Δεν είχε καρδιά μέσα του. Ακόμη και για ένας άγνωστο θα ένιωθε μια θλίψη πόσο μάλλον για το ίδιο του το παιδί. Αυτός ενώ μπορούσε να την σώσει δεν του καιγόταν καρφί.
   Σηκώθηκε, κλότσησε με δύναμη ένα παλιό φράχτη, ο οποίος κατέρρευσε και γύρισε στο σπίτι του.

   Τρόμος. Αυτή ήταν η λέξη που μπορούσε να χαρακτηρίσει την Ελεάννα. Κοιτούσε συνεχώς με τρομοκρατημένο βλέμμα και με τον παραμικρό θόρυβο που άκουγε τιναζόταν ολόκληρη.
   Κάθε μέρα την επισκεπτόταν κάποιος από τους συνεργάτες του Σωτήρη για να της δώσουν λίγο φαΐ και νερό. Μόνο μια φορά. Γι αυτό ένιωθε μονίμως πεινασμένη, μα πάνω από όλα εξαθλιωμένη.
   Ευτυχώς, μετά από εκείνη την ημέρα ο Σωτήρης δεν ξανά ήρθε. Ένιωθε μια ανακούφιση γι αυτό. Μα αισθανόταν ότι από στιγμή σε στιγμή θα έρθει και θα συνεχίσει αυτό που άφησε. Αυτή η σκέψη την τρέλαινε. Έτρεμε και μόνο στην ιδέα.
   Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά κι Ελεάννα κουλουριάστηκε αυθόρμητα στην γωνίτσα της.
  Ήταν ένας από τους άντρες.
   «Σήκω να κάνεις μπάνιο.» της είπε ξερά.
  «Δεν μπορώ.» ψέλλισε κι έδειξε τις αλυσίδες. Δεν ήθελε να μιλάει. Δεν ήθελε να ακούει καν την φωνή της.
   Την πλησίασε και την έλυσε. Την πήγε σε ένα μικρό δωμάτιο, πιο μικρό κι από αυτό που την είχανε δεμένη. Δεν είχε ούτε παράθυρα, ούτε τίποτα πέρα από ένα λάστιχο και ένα σαπούνι για να πλυθεί.
   «Θα είμαι από έξω.» της είπε κι έκλεισε την πόρτα.
  Δεν είχε το κουράγιο να ξεγυμνωθεί. Φοβόταν πως από στιγμή σε στιγμή θα ανοίξει η πόρτα και θα μπει κάποιος. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια για να διώξει αυτή την σκέψη.
   Έβγαλε διστακτικά τα ρούχα της. Η αλήθεια ήταν ότι από την ημέρα που την έφεραν δεν είχε πλυθεί και μύριζε πολύ άσχημα.
   Έκανε βιαστικά ένα γρήγορο μπάνιο και ύστερα τύλιξε μια πετσέτα γύρω της. Πρόσεξε σε μια ακρούλα και καθαρά ρούχα.
   Αναρωτιόταν γιατί της έφεραν ρούχα. Δεν περίμενε τέτοια πολυτέλεια.
   Ντύθηκε εξίσου βιαστικά και τότε άνοιξε η πόρτα.
   Μακάρισε την τύχη της που είχε προλάβει.
   «Επιτέλους τελείωσες.» είπε ο τύπος.
   Θα έπαιρνε όρκο πως έκανε μόλις πέντε λεπτά. Παρόλα αυτά δεν είχε σκοπό να μιλήσει ή να φέρει κάποια αντίρρηση. Δεν έπρεπε να τους εξαγριώνει. Θα ήταν ανώφελο.
   Την επέστρεψε στο δωμάτιο κι εκεί την περίμενε το πρόσωπο που σιχαινόταν περισσότερο από οτιδήποτε στον κόσμο.
   Η Ελεάννα κατέβασε τα μάτια στο έδαφος για να μην προσέξει αυτός ότι μέσα τους κυριαρχούσε η απέχθεια και το μίσος.
   «Δεν με κοιτάς Ελεάννα; Με ντρέπεσαι;» την ρώτησε σαρκαστικά κι άρχισε να γελάει.
   Έκανε σήμα στον άντρα να φύγει.
  «Και μην με ενοχλήσετε μέχρι να βγω από εδώ.» είπε
   «Τι θέλεις από εμένα;» κατάφερε να πει η Ελεάννα.
  «Εγώ νομίζω ξέρεις.» είπε και την κοίταξε με το γνωστό λάγνο βλέμμα που της έφερνε αναγούλα.   «Οι υπόλοιποι τα λεφτά του μπαμπάκα σου.»  
   «Θα τα δώσει τελικά;» είπε και το πρόσωπο της έλαμψε για μια στιγμή.
   «Μην χαίρεσαι. Δυστυχώς, δεν αποφάσισε να κάνει κάτι τέτοιο. Γεγονός που προκαλεί προβλήματα με τα φιλαράκια μου αλλά δεν με απασχολεί πολύ αυτό.»
   «Κι αν δεν τα δώσει;»
   «Αν δεν τα δώσει και μετά την διορία που του δώσαμε για να διαλέξει τότε θα αποφασίσουμε τι θα κάνουμε μαζί σου. Προς το παρών έχω κάτι στο νου μου.» είπε κι έγλυψε τα χείλη του.
   Η Ελεάννα νιώθοντας την απειλή μαζεύτηκε έντρομη.
   «Δεν έπρεπε να ντυθείς. Χάσιμο χρόνου.»
  Το γέλιο του γέμισε τον χώρο.
   Την πλησίασε και της έβγαλε την μπλούζα- δεν είχε σουτιέν στα καθαρά ρούχα.
   Άρχισε να τις γλείφει τις ρώγες.
   Η Ελεάννα ούρλιαξε και προσπαθούσε να τον κλωτσήσει.
  «Κάτσε φρόνημα.» είπε και της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι.
   «Άσε με σε ικετεύω.» είπε σπαρακτικά η Ελεάννα που έκλαιγε πια με λυγμούς.
  Εκείνος χαμογέλασε χαιρέκακα και της έβγαλε το παντελόνι.
  «Τελικά καλά έκανες και τα έβαλες. Έχει περισσότερη πλάκα να σου τα βγάζω.»
   Η Ελεάννα συνέχιζε να ουρλιάζει.
  Τον έφτυσε. Το μόνο που κατάφερε ήταν να τον εκνευρίσει.
  Της έδωσε ακόμα ένα χαστούκι. Άρχιζε να τσούζει έντονα το μάγουλο της. Μα εκείνη δεν το ένιωθε. Το μόνο που ήθελε ήταν να την αφήσει ήσυχη κι ας έτρωγε όσα χαστούκια ήθελε.
   Ύστερα κατέβασε το εσώρουχο της.
  Ένιωσε τόσο εκτεθειμένη και τρομοκρατημένη.
   «Σε παρακαλώ σταμάτα.» του είπε και συνέχισε να κλαίει. «Σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ.» ξεστόμιζε συνέχεια με μια φωνή που δήλωνε κατάρρευση.
  Όταν τον είδε να κατεβάζει και το δικό του παντελόνι και εσώρουχο έκλεισε τα μάτια από την αηδία. Τα άνοιξε λίγα λεπτά πριν μπει μέσα της βίαια.
  «Μη» ούρλιαξε σαν έβγαλε τα πάντα από μέσα της. Την ίδια στιγμή ξέρασε πάνω του.
  Εκείνος μετά από αυτό άρχισε να την βαράει με βία. Πλέον δεν φώναζε, το μόνο που ακουγόταν ήταν τα αναφιλητά της και κάτι ακαταλαβίστικες κουβέντες.
  Βγήκε από μέσα της και έβαλε τα ρούχα του. Έφυγε.
  Άφησε την Ελεάννα γυμνή και ανυπεράσπιστη. Αφού πρώτα την έδεσε πάλι στις αλυσίδες ώστε να μην μπορεί να ντυθεί.
   Έγινε ένα με την γωνία της και κουλουριάστηκε.
  Κουνούσε μπρος πίσω τον σώμα της και έκλαιγε ασταμάτητα.
  «Συγγνώμη Χάρη μου, συγγνώμη, συγγνώμη αγάπη μου.» έλεγε μέσα από τους λυγμούς της.
  Ένιωθε τόσο φθηνή. Τόσο τιποτένια. Ξεπουλημένη.
  «Συγγνώμη Χάρη μου. Συγγνώμη.»
   Εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα στο δωμάτιο ο προηγούμενος τύπος. Είχε αναλάβει να την ντύσει.
   Προσπάθησε να την σηκώσει.
  «Σε παρακαλώ άσε με.»
  Εκείνος την λυπήθηκε. Την ξέλυσε.
   «Ντύσου μόνη σου. Σε λίγο θα έρθω να σε δέσω πάλι.» της είπε κι έκλεισε πάλι την πόρτα.
   Η Ελεάννα με χέρια που έτρεμαν ντύθηκε και επέστρεψε στην γωνίτσα της.
   Σιχαινόταν τον εαυτό της. Ήθελε να πλυθεί. Να τρίψει τον εαυτό της, να βγάλει από πάνω της την μυρωδιά του.
   Γρατζουνούσε μανιωδώς τον εαυτό της. Δεν ήθελε να υπάρχει μετά από αυτό. Η ύπαρξη της ισοπεδώθηκε.
   Είχε ματώσει τον εαυτό της, την στιγμή που μπήκε μέσα ο τύπος για να την δέσει.
   Έτρεξε να την σταματήσει. Δεν έπρεπε να έχει σημάδια όταν θα την έπαιρναν πίσω. Την έδεσε.   Την κοίταξε με μια συμπονετική ματιά και έφυγε.
   «Χάρη μου συγγνώμη.» συνέχιζε να ψελλίζει. 

Θα αντέξει ο έρωτας;Where stories live. Discover now