Κεφάλαιο 19ο

236 27 0
                                    


    Καθόταν στην γνωστή ντουλάπα δωμάτιο ακουμπισμένη στην συρταριέρα αγκαλιά με την φωτογραφία του λατρεμένου της προσώπου. Από τα μάτια της κυλούσαν ασταμάτητα δάκρυα.
   «Το παιδί μας Νίκο μου. Το παιδί μας κινδυνεύει.» έλεγε και κοιτούσε την φωτογραφία σαν να περίμενε να πάρει μια απάντηση από την άψυχη εικόνα.
   «Το παιδί μας αγάπη μου. Φοβάμαι τόσο γι αυτήν. Συγγνώμη καρδιά μου που σε παράτησα τότε για αυτό το κάθαρμα. Δεν άξιζε. Εσύ μόνο άξιζες κι εγώ σε άφησα για να δυστυχήσω και μαζί με εμένα και η κόρη μας. Εξαιτίας μου γίνονται όλα. Τις δικές μου αμαρτίες πληρώνει. Μακάρι να πέθαινα και εκείνη να ήταν καλά τώρα.» μονολογούσε.
   Ήπιε μονοκοπανιά ένα ποτήρι ουίσκι κι αισθάνθηκε τον λαιμό της να καίγεται. Ένιωσε ευχαρίστηση. Πλέον έπινε ακόμη πιο πολύ από ότι πριν.
   «Αν τότε έμενα μαζί σου, τώρα θα ήμασταν μια ωραία οικογένεια. Θα μας αγαπούσες και τις δύο και θα σε αγαπούσαμε κι εμείς. Θα ζούσα. Η Ελεάννα θα ήταν ασφαλής και περιτριγυρισμένη από αγάπη. Γιατί της το έκανα αυτό; Γιατί μας το έκανα;»
   Τότε είδε τον Αλέξη να την πλησιάζει. Τόση ώρα κρυβόταν πίσω από ένα μικρό τοίχο της ντουλάπας και τα άκουγε όλα.
   Τον κοίταξε έντρομη. Το βλέμμα του είχε κάτι απόκοσμο. Οι γροθιές του ήταν σφιγμένες.   Φοβήθηκε πως θα την χτυπούσε.
   Εκείνος αρχικά άρπαξε την φωτογραφία κι είδε το ζευγάρι που απεικονιζόταν. Η γυναίκα του κι ένας άγνωστος. Την κοίταξε περιφρονητικά και την έσκιζε σε κομματάκια, την στιγμή που η Ντέπη έβγαλε μια μικρή κραυγή και έπιασε τα πόδια του άντρα της.
   Έσκυψε και την σήκωσε με τα δύο του χέρια και την έριξε πάλι με ένα δυνατό χαστούκι.
   «Πουτάνα.» φώναξε
   Έτρεχαν βρύσες από τα μάτια της και τον κοιτούσε με απόγνωση.
   Αφού πριν δεν είχε σκοπό να δώσει τα λύτρα για την κόρη της, τώρα δεν θα τα έδινε σίγουρα. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν αυτό. Τίποτα δεν την ένοιαζε πέρα από το παιδί της εκείνη την στιγμή.
   «Μου φόρτωσες ένα παιδί που δεν ήταν δικό μου. Μου φόρτωσες μια σύζυγο που δεν μπορούσε να μου χαρίσει μια ωραία ζωή και με κατηγορείς για την δυστυχία σου;» φώναζε εκνευρισμένος κι έβγαιναν μερικές σταγόνες από τα σάλια του.
   Εκείνη δεν τον κοιτούσε. Δεν μπορούσε. Ένιωθε βαρύ το κεφάλι της από το ποτό.
   «Νομίζεις πως εγώ ήμουν ευτυχισμένος με εσένα δίπλα μου. Μου μετέδωσες την δυστυχία σου.    Δεν καταδίκασες μόνο την κόρη σου και εσένα στην δυστυχία. Και μην νομίζεις ότι θα σε λυπηθεί ο καθένας. Μια εγωίστρια ήσουν και τότε και τώρα. Παράτησες τότε εκείνον για να ζήσεις στην χλιδή κι αυτό γιατί νοιάστηκες για εσένα. Τώρα σκέφτεσαι πάλι την δική σου την δυστυχία, χωρίς να αναλογιστείς των άλλων. Πάλι ο εαυτός σου. Μην κάνεις λοιπόν το θύμα. Είσαι ένα τίποτα. Ένα μηδενικό. Μην τολμήσεις να με αποκαλέσεις ξανά ούτε κάθαρμα, ούτε τέρας παλιοπουτάνα.» είπε κι έσκυψε για να της δώσει άλλο ένα χαστούκι.
   «Δεν είναι έτσι.» είπε μέσα από τα δάκρυα της.
   «Σκάσε.» γρύλλισε εκείνος.
   «Άκουσε με.» προσπάθησε να πει.
   Μα ένα ακόμη ένα χαστούκι την ισοπέδωσε.
   «Να πας να βρεις εκείνον να δώσει λεφτά για το μπάσταρδο σου.» είπε τα τελευταία του λόγια κι έφυγε αμέσως.
   Η Ντέπη σπάραζε στο πάτωμα μαζεύοντας τα χαρτάκια από την ξεσκισμένη φωτογραφία. Τα έβαλε στο μπαουλάκι κι άρχισε να προσεύχεται να αλλάξει γνώμη ο Αλέξης και να δώσει τα χρήματα για να σώσει την κόρη της.

 
    Από την στιγμή που έφυγε ο Σωτήρης δεν έτρωγε καθόλου ούτε κι έπινε. Ήταν σαν να μισούσε την ύπαρξη της και έκανε τα πάντα για να μην υπάρχει. Οι άντρες που την πρόσεχαν της έβαζαν με το ζόρι λίγες μπουκιές φαγητό στο στόμα και της έδιναν λίγο νερό. Δεν άκουγαν την φωνή της.   Μέχρι και η αναπνοή της ήταν πιο ήσυχη που ώρες ώρες ανησυχούσαν μήπως είχε πεθάνει.
   «Θα έρθει σε λίγο ο Σωτήρης να σε δει.» της ανακοίνωσε ένας από τους άντρες και έκλεισε την πόρτα.
   Η Ελεάννα δεν αντέδρασε φαινομενικά. Δεν είχε το κουράγιο και την δύναμη να αντιδράσει. Το μόνο που έκανε ήταν να κουνιέται πιο νευρικά πέρα δώθε ενώ παράλληλα αγκάλιαζε τα γόνατα της. Ξέφυγε ένα μονάχα δάκρυ.
   Κι αυτό ήταν για τον Χάρη. Ήξερε ότι δεν έφταιγε. Δεν έγινε με την θέληση της. Αλλά παρόλα αυτά ένιωθε ότι τον πρόδωσε και μίσησε τον εαυτό της, μα πιο πολύ τον Σωτήρη.
   Έκλεισε τα μάτια και έφερε στο νου της την πρώτη φορά που έκανε έρωτα με τον Χάρη.   Χαμογέλασε γαλήνια. Φαντάστηκε τον εαυτό της να τρέχει στην αμμουδιά και να τραγουδάει. Τα άνοιξε και το χαμόγελο σβήστηκε στην θέα του μικρού δωματίου με τους γδαρμένους τοίχους και μια αποπνικτική μυρωδιά κλεισούρας.
  Θα ήθελε πραγματικά να τρέξει. Να τρέξει μακριά από αυτούς που της κάνουν κακό και να βρεθεί με άτομα που αγαπάει και την αγαπούν. Μα και να είχε την ευκαιρία να το κάνει, δεν μπορούσε. Τα μέλη του σώματος της ήταν εντελώς αδύναμα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε λιποθυμήσει από την αδυναμία.
   Η πόρτα άνοιξε εντελώς απότομα. Μάλλον στόχευε να την τρομάξει. Όμως, τίποτα δεν την τρόμαζε πια. Μετά από εκείνο το γεγονός είχε παραιτηθεί από την ζωή.
   «Έμαθα δεν ήσουν καλό κορίτσι.» της είπε ο Σωτήρης.
   Τον κοίταξε με λύπηση.
   Εκείνος εκνευρίστηκε στιγμιαία μα ύστερα χαμογέλασε και πάλι.
   «Ξέρεις πως τιμωρώ εγώ τα κακά κορίτσια;» είπε κι έλυσε την ζώνη του παντελονιού του.
  Η Ελεάννα τον έφτυσε.
   Τον εκνεύρισε ακόμα πιο πολύ. Την σήκωσε από το πάτωμα και την έφερε πιο κοντά του. Οι αλυσίδες δεν έφταναν με αποτέλεσμα τα χέρια και τα πόδια της να πεθαίνουν από τον πόνο.
   «Εμένα δεν θα με ξανά φτύσεις. Το κατάλαβες; Μπορώ μέχρι και να σε σκοτώσω.»
   «Καν το» είπε με ξεψυχισμένη φωνή.
   «Δεν θα γλιτώσεις από εμένα τόσο εύκολα.»
   Δεν του απάντησε. Αυτός θέλησε να την κάνει να του μιλήσει.
   «Κοίτα που βρίσκεσαι. Μαζί μου κι όχι με τον Χάρη σου. Μετά από τα πολλά γαμήσια ίσως να γουστάρεις εμένα.»
   Η Ελεάννα γέλασε πάλι ξεψυχισμένα σαν να είχε ακούσει το καλύτερο ανέκδοτο.
   Της έσφιξε δυνατότερα τους καρπούς νευριασμένος.
   «Γιατί γελάς;»
   «Γιατί ο Χάρης βρίσκεται στην καρδιά μου κι εκεί δεν πρόκειται να μπεις. Μόνο μέσα μου μπαίνεις και χωρίς την θέληση μου. Δεν είσαι ικανός να τον φτάσεις. Μην κάνεις σύγκριση λοιπόν σε ανόμοια πράγματα, γιατί ο Χάρης μου είναι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου ενώ εσύ ένα τέρας.» του είπε κοιτώντας τον με μίσος και ήταν σαν να έφτυνε τα λόγια της.
   Της έδωσε ένα τόσο δυνατό χαστούκι κι εκείνη με ένα μικρό ουρλιαχτό έπεσε και χτύπησε στον τοίχο. Λιποθύμησε κι όταν ξύπνησε ο Σωτήρης ήταν ήδη μέσα της.
   «Ποτέ δεν θα τον φτάσεις.» ψιθύριζε συνέχεια κι έτρωγε κάθε τρεις και λίγο καινούρια χαστούκια.
   «Ο Χάρης μου είναι καλύτερος από σένα σε όλα.» συνέχισε ακάθεκτη. Έπρεπε να το ξεκαθαρίσει τελείως. Τον είδε που άρχισε να κλαίει και να συνεχίσει αυτό που έκανε.
   «Σε σιχαίνομαι, εκείνον τον λατρεύω.»
   Ήθελε να τον πονέσει όπως αυτός αυτήν.
   Τον είδε που βγήκε από μέσα της με θυμό και απελπισία, σηκώθηκε και πέταξε μια μισοχαλσμένη καρέκλα- που βρισκόταν απέναντι άκρη του στενού δωματίου στον τοίχο.
   Έπιασε με τα χέρια του το πρόσωπο του κι άρχισε να κλαίει πιο δυνατά.
   Η Ελεάννα τον κοιτούσε σαστισμένη. Δεν τον λυπόταν. Μα ούτε και χαιρόταν. Ήταν παντελώς ανέκφραστη. Δεν υπήρχαν πια αισθήματα μέσα της πέρα από την αγάπη της για τον Χάρη.
   «Τι στο διάολο σου έχει κάνει και τον λατρεύεις;»
   «Απλά υπάρχει. Με κάνει ευτυχισμένη.»
   «Εγώ δεν θα μπορούσα;» κρεμόταν από τα χείλη της.
   «Κοίτα που βρίσκομαι. Θυμήσου τι μου έκανες πριν. Όχι δεν θα μπορούσες. Μόνο δυστυχία ξέρεις να σπέρνεις.» τον πλήγωνε όλο και πιο πολύ.
   «Σταμάτα.» ούρλιαξε τόσο δυνατά. Δεν μπορούσε να την ακούει άλλο. Το κεφάλι του πονούσε.   Ήταν έτοιμο να εκραγεί. Στο μυαλό του ήρθε μια ανάμνηση.
 
                                                                           ====================

    Ο μικρός Σωτήρης καθόταν στην αγκαλιά της μητέρας του και της χαμογελούσε. Εκείνη του χάιδευε τα μαλλιά τρυφερά.
   «Μαμά, σ' αγαπώ.» της είπε και την αγκάλιασε πιο σφιχτά.
   «Κι εγώ αγόρι μου.»
   «Μαμά, σπάνια χαμογελάς.» της είπε και την είδε που προσπάθησε να βολευτεί στη θέση της. «Ο μπαμπάς φταίει μαμά; Σε κάνει δυστυχισμένη;»
   «Τι είναι αυτά που λες Σωτήρη; Είσαι ακόμα επτά χρονών, που ξέρεις τι θα πει δυστυχία;» τον ρώτησε νευρικά.
   Εκείνη την στιγμή ανοίγει η πόρτα του σπιτιού και μπαίνει μέσα ο πατέρας του. Τον κοιτάζει με τρόμο. Τους πλησιάζει. Η ανάσα του ζέχνει αλκοόλ.
  «Πάλι αγκαλιά τον έχεις τον μικρό; Πούστη θες να τον κάνεις;»
   «Μα μια αγκαλιά είναι.» είπε με παράπονο η Βάνα.
   «Μου φέρνεις αντίρρηση;» είπε νευριασμένος.
   «Όχι προς θεού.»
  « Σωτήρη πάνε στο δωμάτιο σου τώρα.» του φωνάζει ο πατέρας του.
  Ο Σωτηράκης τρομαγμένος ανεβαίνει λίγο την σκάλα και κοντοστέκεται στο δέκατο σκαλί. Σ ιγουρεύεται ότι δεν τον βλέπουν και παρακολουθεί την σκηνή.
   «Δεν θα μου ξανά φέρεις αντίρρηση.» της είπε και της έδωσε ένα ηχηρό χαστούκι και την έριξε στο πάτωμα.
   «Στο υπόσχομαι.» του είπε η Βάνα τρομαγμένη.
   Εκείνος όρμησε πάνω της και της έσκισε τα ρούχα. Άρχισε να την φιλάει βίαια στο στήθος.
   Από τα μάτια της Βάνας έτρεχαν ασταμάτητα δάκρυα.
   «Σε παρακαλώ, άσε με.» του έλεγε μέσα από τους λυγμούς της.
   Μα το μόνο που κατάφερνε ήταν να τον εκνευρίζει περισσότερο και να γίνεται πιο βίαιος.
Αφού τελείωσε ότι έκανε, σηκώθηκε από πάνω της και κατευθύνθηκε προς στις σκάλες. Ήταν τόσο μεθυσμένος που δεν πρόσεξε τον Σωτήρη.
  «Ξέρω τι θα πει δυστυχία, μαμά.» είπε κι έτρεξε στο δωμάτιο του για να αφήσει τα βουρκωμένα του μάτια να κλάψουν.
   Η Βάνα άρχισε να σπαράζει.
   «Δεν έπρεπε να το δεις αυτό, δεν έπρεπε.» μονολογούσε μέσα από τα αναφιλητά.

                                                                       ====================
   «Γιατί να σταματήσω; Δεν αντέχεις να ακούς την αλήθεια;»
   «Σταμάτα είπα.» ούρλιαξε πάλι.
  «Μπορείς να αλλάξεις αν το θέλεις. Μπορείς να γίνεις καλός άνθρωπος.» του είπε πιο ήσυχα. Τον λυπήθηκε έτσι που τον έβλεπε να κλαίει. Τι να σκεφτόταν άραγε.
   Δεν της απάντησε.
  «Μπορείς αν θέλεις να με αφήσεις να φύγω. Να γυρίσω εκεί που ανήκω. Κι εσύ να βρεις μια κοπέλα που να σε νοιάζεται και να σε αγαπάει.» προσπάθησε να τον καλοπιάσει.
   Εκείνος την κοίταξε με πληγωμένο βλέμμα για ελάχιστα δευτερόλεπτα μα μετά σκλήρυνε πάλι.
  «Δεν υπάρχει περίπτωση να φύγεις από εδώ μέσα. Τώρα είσαι δικιά μου.»
  « Δικιά σου δεν θα γίνω ποτέ. Κατάλαβε το. Μπορεί να με κρατάς εδώ αλλά την ψυχή μου με το ζόρι δεν μπορείς να την πάρεις. Γιατί δεν είσαι ικανός.» επέστρεψε στον προηγούμενο τόνο της.
  Ο Σωτήρης βγήκε έξω, χτυπώντας με δύναμη την πόρτα.
  Εκείνη κοίταξε την πόρτα με ανακούφιση. Τον λυπόταν τελικά. Δεν τον μισούσε. Τον λυπόταν. Για λύπηση είναι κάποιος που θέλει το κακό των άλλων, που δεν μπορεί να νιώσει με τίποτα ικανοποιημένος. Που δεν μπορεί να νιώσει γενικά.
   Εκείνος περπατούσε στο διάδρομο. Βγήκε έξω από εκείνο το μικροσκοπικό σπιτάκι. Τον σταμάτησε ένας από τους συνεργάτες του, ο Σάκης.
   «Σωτήρη, τι λέει;» τον ρώτησε νευριασμένος.
   «Τι λέει;»
  «Από ότι έχω καταλάβει ο μπάρμπας της δεν έχει σκοπό να τσοντάρει για την μοναχοκόρη του. Τι θα γίνει;»
   «Εμ... Δεν ξέρω.» του απάντησε με σκυφτό το κεφάλι.
   «Τι πάει να πει δεν ξέρεις;» του φώναξε ο άλλος και τον έπιασε από το γιακά. «Για να γαμάς την άλλη μέσα ξέρεις;» του είπε.
  Ο Σωτήρης δεν μπορούσε να απαντήσει. Ήξερε πως ο άλλος είχε μεγαλύτερη δύναμη κι αν τον εξαγρίωνε θα τον σάπιζε το ξύλο.
   «Εδώ εμείς οργανώσαμε απαγωγή για να βγάλουμε λεφτά. Αν δεν μας τα δώσει εκείνος θα μας τα δώσεις εσύ. Συνεννοηθήκαμε;»
   «Μην εξαγριώνεσαι. Θα βρω μια λύση.» είπε ψέματα για να τον καθησυχάσει.
   «Το καλό που σου θέλω.» του είπε αργά και ήσυχα και τον άφησε να φύγει.
   Ο Σωτήρης δεν απάντησε. Ξεκίνησε να φύγει. «Σύντομα.» άκουσε ξανά την φωνή του Σάκη. 

Θα αντέξει ο έρωτας;Where stories live. Discover now