Κεφάλαιο 8ο

271 34 0
                                    


    Από την στιγμή που βγήκε από το αυτοκίνητο, άρχισε να τρέχει. Είχε ζητήσει από τον σοφέρ να την αφήσει ένα τετράγωνο πιο πριν. Δεν ήθελε να δει αυτό το πολυτελές αυτοκίνητο ο Χάρης.
Ζήτησε από το σοφέρ να την περιμένει εκεί μέχρι εκείνη να επέστρεφε.
   Έτρεχε χωρίς να βλέπει μπροστά της. Έπεσε πάνω σε κάποιον. Πάνω στον Χάρη. Ωχ όχι. Γιατί τόσο άτυχη. Θα την περνούσε για εντελώς ηλίθια.
   Αλήθεια εκείνος γιατί περπατούσε; Πήγαινε να φύγει;
   «Σηκώθηκα για να πάμε να μιλήσουμε πιο κει.» είπε σαν να διάβασε την σκέψη της.
   Εκείνη ένευσε καταφατικά. Για κάποιο λόγο είχε χάσει το σάλιο της. Ούτε συγγνώμη δεν του είπε που παραλίγο να τον έριχνε κάτω. Με πόση δύναμη έτρεχε πια;
   «Συγγνώμη για πριν.» κατόρθωσε να πει.
   «Δεν έγινε τίποτα. Πες μου τώρα τι ήθελες να μου πεις;»
   «Τι ήθελα; Αα ναι. Βασικά περίμενε λίγο.» είπε να πάρει πρώτα μια ανάσα.
   «Είσαι καλά;» την ρώτησε παραξενεμένος εκείνος.
   «Ναι, μάλλον. Βασικά δεν ξέρω. Αλλά και πάλι δεν είμαι εγώ το θέμα, εσύ είσαι.»
   «Εγώ;» είπε ακόμα πιο παραξενεμένος από πριν και συνοφρύωσε τα φρύδια του.
   «Ναι εσύ. Λοιπόν, θυμάσαι χθες που ήρθες και με έσωσες από εκείνο το παιδί;»
   «Ναι.»
   «Ε λοιπόν, ήρθα να σε προειδοποιήσω. Μου είπε ότι θα βάλλει κάτι παιδιά να σου ανταποδώσουν αυτό που του έκανες χθες.»
   «Αυτό;» είπε και γέλασε.
   «Λίγο το έχεις;»
   «Μιλάς ακόμα μαζί του;» ρώτησε αυτός σαν να μην τον ένοιαζε αυτό που μόλις του είπε.
   «Εμ αναγκαστικά. Κατάλαβες τι σου είπα;» του είπε σαστισμένη.
   «Απόλυτα. Σε απείλησε πως θα βάλλει να με δείρουν και εσύ τον πίστεψες.»
   «Τι σε κάνει να πιστεύεις πως δεν το εννοεί.» είπε λίγο εκνευρισμένη από την αδιάφορη στάση του, την στιγμή που αυτή έτρεμε από τον φόβο της.
   «Το γεγονός ότι χθες το έβαλε στα πόδια. Γεγονός που σημαίνει ότι είναι χέστης.»
   «Μα δεν θα έρθει αυτός. Θα στείλει άλλους λέει.»
   «Και τι θες να κάνω; Να κλειστώ σπίτι ή να αλλάξω χώρα;» είπε και γέλασε.
   «Μη γελάς. Δεν είναι αστείο.»
   «Φοβάσαι για μένα Ελεάννα;» είπε και την τσίμπησε απαλά στο πιγούνι.
   Η ερώτηση της ήρθε απότομη. Τι να του απαντούσε; Όχου μπελάδες.
   «Απλά δεν θέλω να μπλέξεις επειδή έκανες μια καλή πράξη για μένα. Τι να μπλέξεις δηλαδή; Έχεις μπλέξει ήδη. Εγώ για να προσέχεις στο είπα.»
   «Ηρέμησε, δεν θα μου κάνουν τίποτα.»
   Δεν απάντησε, έκανε μόνο νευρικές κινήσεις και προσπαθούσε να σκεφτεί. Τον ήξερε καλά τον Σωτήρη. Ήταν ένα απαίσιο πλάσμα που σίγουρα θα έπραττε αυτό που είπε. Και μάλιστα φοβόταν για το πόσο θα το τραβούσε. Αν θα τον τρόμαζαν, αν θα του έδιναν λίγα χαστούκια ή αν θα τον έσπαγαν κανονικότατα στο ξύλο. Ήταν σίγουρη πως το τελευταίο ήταν το πιο πιθανό. Ξεφύσηξε.
Εκείνος την παρακολουθούσε. Του άρεζε η αντίδραση της.
   «Συγγνώμη που σου χάλασα την έξοδο. Πραγματικά δεν το ήθελα. Αλλά εγώ το θεώρησα πολύ σημαντικό και ήθελα να στο πω. Τώρα εσύ ξέρεις. Γεια σου. Πρόσεχε.» είπε κι έκανε να φύγει.
    Αυτός την έπιασε από το χέρι και την γύρισε προς αυτόν.
   «Που πας;» είπε και πήγε πάλι να την φιλήσει.
   Αυτή τον σταμάτησε.
   «Είσαι με την Βιβή. Έχετε σχέση. Σήμερα βγήκατε μαζί. Κι εγώ δεν είμαι για μερικά φιλιά, στο άκυρο. Επαναλαμβάνω να προσέχεις. Και καλή συνέχεια με την σχέση σου. Θα κάνω ότι μπορώ για να του αλλάξω γνώμη.»
    Εκείνος κατάλαβε πόσο επιπόλαια φερόταν.
   «Αυτός είναι ικανός να σου ζητήσει για αντάλλαγμα, αυτά που διέκοψα χθες.»
   Εκείνη τον κοίταξε κατάματα. Δεν του είπε κάτι. Ήταν πολύ πιθανό. Αλλά δεν ήξερε τι θα έκανε. Δεν ήθελε με τίποτα. Αλλά θα ήταν εγωιστικό απέναντι στο Χάρη. Κι επίσης, δεν ήθελε να πάθει κακό εκείνος.
    «Δεν φαντάζομαι να το σκέφτεσαι;» την ρώτησε συνοφρυωμένος.
   «Δεν θα ζητήσει τέτοιο πράγμα. Γεια σου Χάρη.» είπε ψέματα κι έφυγε.
   Αυτή η κοπέλα ήταν εκπληκτική. Πως κατάφερνε να του δημιουργεί διαρκώς την επιθυμία να θέλει να την φιλάει, να την αγκαλιάσει. Και παράλληλα να την θαυμάζει. Τότε το συνειδητοποίησε.
   Ενδιαφέρουσα, σκέφτηκε και άρχισε να περπατά.

   Η Ντέπη ήταν έξω φρενών. Η συμπεριφορά της κόρης της ήταν απαράδεκτη. Από την στιγμή που έφυγαν οι Σπυρόπουλοι την περίμενε πως και πώς να της τα ψάλλει ένα χεράκι. Αγώνες έκαναν για να τα μπαλώσουν. Ο πατέρας της βέβαια εκτός από εκείνη την στιγμή δεν ενδιαφερόταν για την απρεπή συμπεριφορά της Ελεάννας. Αυτό την εκνεύριζε ακόμα πιο πολύ.
    Ειδικά όταν κι αυτός αποφάσισε να φύγει. Φυσικά και θα έφευγε. Έπρεπε να δει και την ερωμένη.
Με αυτή την σκέψη ταίριαζε απόλυτα ένα ουίσκι. Η ζωή της ήταν σκέτη καταστροφή. Τουλάχιστον έγινε από την στιγμή που έκανε το λάθος να παντρευτεί τον Αλέξη. Για άλλη μια φορά έπινε για το λάθος που έκανε τότε. Διότι σε αυτή την απόφαση βρίσκονται χιλιάδες λάθη.
    Παραιτήθηκε από την ζωή της και αυτός την ζούσε με γκόμενες.
    Πολλές φορές αναρωτιόταν πως θα μπορούσε να εξελιχθεί η ζωή της αν τότε έπραττε σωστά. Αλλά τι σημασία είχε. Δεν μπορούσε πλέον να κάνει απολύτως τίποτα. Άλλο ένα ποτήρι ουίσκι. Ευτυχώς που άντρας της θα ήταν «απασχολημένος» όλο το βράδυ και δεν θα την έλεγε πάλι αλκοολική κι όλα τα ωραία που της έλεγε κάθε φορά.
    Πλέον το τέρας δεν έκρυβε καθόλου τις απιστίες του και της ζητούσε τα ρέστα που ήταν δυστυχισμένη και έβρισκε την ευτυχία αποκλειστικά στο ποτό. Είχε βέβαια και την Ελεάννα. Αλλά κάθε φορά που έβλεπε το πρόσωπο της θυμόταν και κατέρρεε. Γι αυτό την απέφευγε.
   Ήξερε πως η αδιαφορία προς την κόρη της ήταν εγκληματική. Αλλά οι ενοχές την κυνηγούσαν.   Έπρεπε να ξέρει η κόρη της, όμως δεν είχε τα κότσια να της πει την μεγάλη της αλήθεια και καλά     θα έκανε να μην τα αποκτούσε.
    Άκουσε κλειδιά στην πόρτα. Μετά από αυτές τις σκέψεις δεν είχε διάθεση να μαλώσει την κόρη της. Γιατί να το κάνει άλλωστε; Τον εαυτό της έπρεπε να μαλώνει. Έτσι όπως την αγνοούσε στην ουσία, δεν είχε το δικαίωμα να τις κάνει και παρατηρήσεις από πάνω.
    Σηκώθηκε από τον καναπέ. Κοίταξε το μπουκάλι είχαν μείνει λίγες γουλιές. Παραπάτησε λίγο. Κατάφερε να φτάσει την κόρη της. Της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο.
   «Να ζήσεις όπως θέλεις την ζωή σου, μη σκεφτείς τίποτα άλλο.» της είπε. Δεν έπρεπε και η Ελεάννα να κάνει τα ίδια λάθη.
   Στη συνέχεια ανέβηκε προσεκτικά τις σκάλες, αγκαλιά με το ουίσκι.
   Ενώ η Ελεάννα την παρακολουθούσε σαν να την έβλεπε πρώτη φορά.

m��T��l�

Θα αντέξει ο έρωτας;Where stories live. Discover now