Κεφάλαιο 31ο

227 26 5
                                    


    Είχε ετοιμαστεί από ώρα. Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέπτη. Πλέον, είχε εξοικειωθεί με το είδωλο της. Μάλιστα, θα μπορούσε να πει πως δεν μισούσε πια τον εαυτό της. Βέβαια, είχε ακόμη δρόμο μπροστά της για να νιώσει να τον αγαπάει.
   Είχε φορέσει ένα μαύρο τοπ και μια ψηλόμεση ασπρόμαυρη ριγέ φούστα μαζί με τις μαύρες γόβες της. Τα μαλλιά της τα είχε κάνει μπούκλες και τέλος βάφτηκε απαλά.
   Γνώριζε πως για το τραπέζι με τους γονείς της και την γιαγιά της θα ήταν υπερβολικό το ντύσιμο της αλλά, μετά από αυτό θα ερχόταν ο Χάρης να την πάρει και να πάνε μαζί στο μαγαζί που δούλευε παλιά, για την ακρίβεια στο θερινό μαγαζί με την ίδια ονομασία.
   Άκουσε το κουδούνι να χτυπάει. Είχε έρθει ο Νίκος. Χαμογέλασε στο είδωλο της μια τελευταία φορά και κατέβηκε όσο πιο γρήγορα της επιτρεπόταν με τα δωδεκάποντα.
   «Εγώ θα ανοίξω.» απάντησε με ενθουσιασμό. Εκείνη την ημέρα είχε ξυπνήσει άλλος άνθρωπος.    Ένιωθε πιο αισιόδοξη.
   Η Ντέπη της χαμογέλασε. Φαίνεται πως της άρεζε αυτή η εξέλιξη των πραγμάτων.
   « Γεια σου μπαμπά.» είπε και τον αγκάλιασε. Παρατήρησε πως τον ξάφνιασε αλλά ύστερα την αγκάλιασε κι αυτός και της χαμογέλασε.
   «Γεια σου Ελεάννα.»
   «Έλα μπες μέσα.» παραξενευόταν και η ίδια από το κέφι της.
   Εκείνος μπήκε. Της έδωσε ένα κόκκινο κρασί που κρατούσε στα χέρια του. Καθίσανε αρχικά στον καναπέ. Το φαγητό ακόμα δεν ήταν έτοιμο. Παρόλα αυτά η Ζωίτσα έβγαλε λίγους μεζέδες για αρχή και λίγο τσίπουρο.
   Η Ντέπη βοηθούσε την Ζωίτσα στην κουζίνα.
  «Δεν μου είπες για την ζωή σου.» τον ρώτησε η Ελεάννα.
   «Τι θέλεις να μάθεις;»
   «Εμ δεν ξέρω. Ας πούμε είσαι παντρεμένος;»
   «Ήμουν.» είπε και φαινόταν πως δεν του άρεζε η συζήτηση.
   «Και γιατί χωρίσατε;»
   «Τι λέτε εσείς εδώ;» ρώτησε η Ντέπη που μόλις είχε μπει στο σαλόνι.
   «Για την πρώην του μπαμπά.» είπε η Ελεάννα και περίμενε να δει την αντίδραση της μητέρας της.
   Η Ντέπη έχασε τα λόγια της.
   «Ααα» είπε μόνο.
   «Και δεν μου είπες μπαμπά γιατί χωρίσατε;»
   «Απλά εκείνη δεν ήθελε παιδιά.»
   «Κρίμα, τα παιδιά είναι ευτυχία.» είπε η Ντέπη και δαγκώθηκε.
   Ο Νίκος την αγριοκοίταξε. Φυσικά και τα παιδιά είναι ευτυχία. Μια ευτυχία που εκείνη του στέρησε δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια. Αλλά, δεν είχε σκοπό να ανοίξει τέτοιο καβγά μπροστά στην Ελεάννα.
   Η Ζωίτσα σαν από μηχανής θεός μπήκε στο σαλόνι.
   «Το φαγητό είναι έτοιμο. Ελάτε να καθίσουμε στο τραπέζι.» είπε και τους έσωσε από την άβολη κατάσταση.
   «Γεια στα χέρια σου Ζωίτσα, πεντανόστιμο είναι.»
   «Ευχαριστώ αγόρι μου. Έναν σε έχουμε. Να μην σε περιποιηθούμε;»
   Ο Νίκος της χαμογέλασε και έφαγε άλλη μια μπουκιά.
   «Θέλετε κρασί;» ρώτησε η Ελεάννα.
   Η μητέρα της κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Δεν ήθελε να το βλέπει μπροστά της πλέον μετά από όλο αυτό το διάστημα που είχε γίνει ο καλύτερος φίλος της.
   Ο Νίκος την κοίταξε για λίγο τρυφερά, όμως συνήλθε αμέσως χωρίς να προσέξει κανένας εκείνο το βλέμμα.
   «Εγώ θέλω.» είπε ο Νίκος.
   Μέχρι και η Ζωίτσα ήπιε ένα ποτήρι. Το ίδιο και η Ελεάννα, διότι εκείνη πιθανόν να έπινε λίγο και πιο μετά.
   Η βραδιά προς έκπληξη μερικών κύλησε πολύ όμορφα. Κατάφεραν να βάλλουν η Ντέπη και ο Νίκος το παρελθόν τους στην άκρη και το τραπέζι πλημμύρισε με γέλια και καλή διάθεση. Ίσως, να βοήθησε και λίγο το κρασί, εκτός από την Ντέπη που την επηρέασε απλά αυτό το χαρούμενο κλίμα.
   Η Ελεάννα κοίταξε το ρολόι της.
   «Ωχ εγώ πρέπει να φύγω.» είπε και έτρεξε στο δωμάτιο της για να φρεσκάρει το μακιγιάζ και να βγει έξω να περιμένει τον Χάρη, αν δεν είχε έρθει ήδη.
   «Να προσέχεις.» άκουσε την φωνή των γονιών της ταυτόχρονα και χαμογέλασε. Ίσως, να αποκτούσε μια φυσιολογική οικογένεια έστω και καθυστερημένα. Κάλλιο αργά, παρά ποτέ.
   Άνοιξε την πόρτα και αφού τους φύσηξε ένα φιλί, βγήκε στην αυλή.
   Έξω από τα κάγκελα, διέκρινε την μηχανή του Χάρη και τον ίδιο να κρατάει ένα τριαντάφυλλο.
Κάθε φορά της αποδείκνυε πόσο υπέροχος ήταν.
   Τον πλησίασε με γρήγορα βήματα και τον αγκάλιασε σφιχτά.
  Εκείνος ανταπέδωσε την αγκαλιά και ύστερα της έδωσε το τριαντάφυλλο.
   «Ευχαριστώ πολύ.» του είπε ναζιάρικα.
   «Πάμε;»
   «Ναι.» είπε και ανέβηκε στην μηχανή. Είχε καιρό να ανέβει και της είχε λείψει η αίσθηση τη ελευθερίας που της πρόσφερε.
   Κατεβήκανε από την μηχανή και κατευθυνθήκανε προς τον ανοιχτό χώρο. Εκείνη την ημέρα είχε το καθιερωμένο live. Τραγουδούσε μια όμορφη κοπέλα με μακριά ξανθά μαλλιά. Η φωνή της ήταν πολύ ωραία.
   Θυμήθηκε τον εαυτό της και ένιωσε μια συγκίνηση, η οποία όμως, υποχώρησε γρήγορα όταν ξαφνικά βρέθηκε μπροστά της η Μαρίζα. Την αγκάλιασε θερμά.
   Την τελευταία φορά που είχανε βρεθεί, η Μαρίζα ήταν κάπως επιθετική. Ήταν όταν είχε χωρίσει τον Χάρη και εκείνη δεν συμφωνούσε με την ηλίθια- όπως τόνιζε, απόφαση της.
   Φαίνεται όμως, πως όλα είχαν ξεχαστεί και αυτό την χαροποιούσε ιδιαίτερα. Όλα στην ζωή της κυλούσαν όμορφα ξανά. Αλλά, αυτό την τρόμαζε πολύ. Την προηγούμενη φορά που ένιωθε να την κατακλύζει η ευτυχία, είχε συμβεί κάτι αναπάντεχα απαίσιο. Πλέον, φοβόταν να νιώθει ευτυχισμένη.
   «Πως κι από εδώ;» την ρώτησε η Μαρίζα. «Βλέπω τα βρήκατε.» συνέχισε μόλις η ματιά της έπεσε πάνω στον Χάρη. «Κατάλαβες την γκάφα σου ε;»
   Η Ελεάννα γέλασε.
   «Ναι την κατάλαβα.»
   Εκείνη την στιγμή πλησίασε ο Μάνος. Έδωσε ένα φιλί στον γυμνό ώμο της Μαρίζας και χαιρέτησε με ένα νεύμα την Ελεάννα με τον Χάρη.
   «Αντε βρε μωρό μου. Έλα να χορέψουμε.» της είπε.
   «Έρχομαι.» απάντησε εκείνη και αφού φίλησε στο μάγουλο την φίλης της, χάθηκε μέσα στο πλήθος.
   Η Ελεάννα ένιωθε πολύ χαρούμενη για την φίλη της. Ήταν η πρώτη σχέση της που κρατούσε τόσο πολύ και έδειχνε πραγματικά πιο ευτυχισμένη από ποτέ. Βρήκε επιτέλους, αυτό που ζητούσε.
   «Νιώθεις καλά εδώ πέρα ή θέλεις να φύγουμε;» ρώτησε ο Χάρης.
   «Μια χαρά. Ωραία φωνή έχει η κοπέλα.»
   «Ωραία, δεν λέω, αλλά δεν είναι σαν την δική σου.»
   Η Ελεάννα του χαμογέλασε και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί.
   «Τι είναι αυτό;» της είπε και την άρπαξε από την μέση. Την κόλλησε πάνω του και την φίλησε παθιασμένα.
   Είχαν καιρό να φιληθούν έτσι και αρχικά ξαφνιάστηκε αλλά, στην συνέχεια ανταπέδωσε με την ίδια θέρμη.
   Την άφησε πρώτος.
   «Λοιπόν, τι θα έλεγες να πας να τραγουδήσεις; Καιρό έχω να σε ακούσω να τραγουδάς.»
   «Άστο καλύτερα. Τραγουδάει άλλη κοπέλα τώρα.»
   «Ένα τραγούδι μόνο.»
   «Άστο που σου λέω.» επέμεινε εκείνη.
   «Επιστρέφω σε λίγο.» της είπε και εξαφανίστηκε.
   Η Ελεάννα τον έχασε. Αλλά δεν προσπάθησε να τον βρει. Θα τον περίμενε εκεί.
Παρατήρησε πως την πλησίαζε κάποιος. Προσπάθησε να μείνει ατάραχη, αλλά φοβήθηκε πολύ. Όταν κατάλαβε πως ήταν ο Μάρκος, ξεφύσηξε με ανακούφιση. Μέχρι τότε δεν ανέπνεε καν.
   «Ελεάννα.» της είπε εκείνος και ένα χαμόγελο άστραψε στα χείλη του.
   «Γεια σου Μάρκο.» είπε με ήπιο τόνο εκείνη.
   «Τι κάνεις; Σε χάσαμε.»
   «Είχα πάει διακοπές.» είπε ψέματα. Ευτυχώς, όλο εκείνο το γεγονός είχε καταφέρει να μείνει κρυφό από την δημοσιότητα.
   «Πέρασες ωραία;»
   «Μπαα, απαίσια ήταν.»
   «Κρίμα. Είσαι ακόμα με τον Χάρη;» φώναξε και πλησίασε πιο κοντά στο αυτί της για να τον ακούσει καλύτερα.
   Εκείνη την στιγμή επέστρεψε ο Χάρης και την έσφιξε δίπλα του.
   «Γεια σου Μάρκο.» του είπε έχοντας επιθετικό βλέμμα.
   «Γεια σου Χάρη.» είπε εκείνος νευρικά.
   «Την πήρες την απάντηση σου.» του είπε χαμογελαστά η Ελεάννα.
   «Ναι.» έγνεψε εκείνος. «Να σας αφήσω μόνους. Τα λέμε.»
   «Στα τσακίδια.» είπε ο Χάρης, αλλά, λόγω της δυνατής μουσικής δεν ακούστηκε καθώς ο Μάρκος είχε ήδη χαθεί από το οπτικό τους πεδίο.
   Εκείνη την στιγμή, η κοπέλα που τραγουδούσε, σταμάτησε και το μικρόφωνο το πήρε το πρώην αφεντικό της.
   «Σήμερα έχουμε την τιμή, να έχουμε κοντά μας την κοπέλα που ξεκίνησε το live στο μαγαζί μας.    Την θυμάστε;» είπε εκείνος με την δυνατή του φωνή.
   Η Ελεάννα κοίταξε τον Χάρη και κατάλαβε τον λόγο που είχε φύγει. Ένιωθε συγκινημένη απέναντι του αλλά και στο πρώην αφεντικό της.
    «Ναι» ακούστηκε δυνατά από το κοινό.
   «Ελεάννα θα μας κάνεις την χάρη να μας τραγουδήσεις;» είπε και στράφηκε προς το μέρος της για να την κοιτάξει.
   «Δεν σε πιστεύω.» είπε στον Χάρη.
   «Άντε πάνε.»
   Η Ελεάννα ανέβηκε στο ύψωμα, όπου βρισκόταν τα όργανα μουσικής και πήρε το μικρόφωνο.
Αποφάσισε να πει το bilionera. Ήταν καλοκαιρινό και πολύ ευχάριστο, πάντα όταν το άκουγε της ανέβαινε η διάθεση.
   Με το που ξεκίνησε το τραγούδι, ξεπήδησε από μέσα της μια άλλη Ελεάννα. Όπως, κάθε φορά που τραγουδούσε όλο το πλήθος εξαφανιζόταν και έμενε μόνο εκείνη και η μουσική της. Σε αυτή την περίπτωση και ο Χάρης. Τον οποίο δεν σταμάτησε λεπτό να τον κοιτάει, καθώς μετακινιόταν στην πίστα και χόρευε ζωηρά.
   Όταν τελείωσε επανήλθε στην πραγματικότητα και κοκκίνισε από την ντροπή της.
   Τα χειροκροτήματα έπεφταν βροχή. Ένιωθε πολύ περίφανη για τον εαυτό της, τον οποίο κατάφερε να τον ξεπεράσει για άλλη μια φορά, αλλά και γιατί η φωνή της άρεσε στο κοινό. Χαμογέλασε κι έκανε μια μικρή υπόκλιση και κατέβηκε από το ύψωμα με προορισμό τον Χάρη, που την κοιτούσε πονηρά.
   «Τρελαίνομαι να σε ακούω να τραγουδάς.» της είπε με ένταση και την αγκάλιασε σφιχτά προτού της δώσει ένα παθιασμένο φιλί στα χείλη.
   «Σου άρεσε;»
   «Και το ρωτάς; Θα μπορούσα να σε ακούω όλη μέρα.»
   Η Ελεάννα χαμογέλασε. Το ήξερε ότι της έλεγε αλήθεια. Αυτός ο άνθρωπος ήταν σταλμένος από τον ουρανό.
   Την υπόλοιπη ώρα χορεύανε συνέχεια ενώ η Ελεάννα ανέβηκε άλλες δύο φορές για να τραγουδήσει.
   «Χάρη, κουράστηκα. Πάμε να φύγουμε;» τον ρώτησε κάποια στιγμή παραπονιάρικα.
   «Πάμε.» είπε και την πήρε από το χέρι για να φύγουν χωρίς να χαθούν εξαιτίας του πολύ κόσμου.
   «Θες να σε πάω σπίτι;»
   «Θέλω αν θες κι εσύ βέβαια, να πάμε μια βόλτα με την μηχανή.»
   «Ναι γιατί όχι; Θες μετά να κάτσουμε κάπου;»
   «Στην θάλασσα. Καλοκαίρι είναι κι έχω πάει πολύ μόνο μία φορά.» παρέλειψε να αναφέρει εκείνη με τον Σωτήρη.
   «Ωραία. Ανέβα.» της είπε και της έδωσε το κράνος της.
   «Πρέπει να το βάλλω αυτό;» τον ρώτησε με δυσαρέσκεια.
   «Ναι πρέπει να το βάλλεις.»
   «Μα, είναι νιώθω πιο ελεύθερα χωρ...»
   «Είπα θα το βάλλεις.» επανέλαβε πιο αυστηρά εκείνος.
   «Καλά» είπε παραιτημένα, τραβώντας λίγο παραπάνω το α.
   «Άσε που μπορεί να σου πάρει ο αέρας το μυαλό και δεν έχεις και πολύ. Δεν σε παίρνει.»
   Εκείνη τον τσίμπησε στο μπράτσο δήθεν ενοχλημένη.
   «Μια χαρά μυαλό έχω. Να κοιτάς το δικό σου.»
   «Εμένα μου το πήρανε.» είπε γελώντας και έβαλε μπροστά την μηχανή.
   «Αυτό ήταν πολύ γλυκό.» είπε και τον έσφιξε πιο πολύ καθώς τον κρατούσε ούτως ή άλλως   αγκαλιά για να μη πέσει.
   «Ναι μωρέ, είμαι πολύ γλυκούλης ο άτιμος.» είπε παιχνιδιάρικα.
   Αισθάνθηκε το χαμόγελο της στην πλάτη του, έτσι όπως εκείνη ακουμπούσε το κεφάλι της πάνω του.
   Όταν φτάσανε, κατεβήκανε από την μηχανή και καθίσανε στην άμμο. Στην αρχή δεν μιλούσαν. Άκουγαν μόνο τους παφλασμούς της θάλασσας και παρατηρούσαν αφοσιωμένοι την θέα. Η γνώριμη γαλήνη που πάντα είχε την ικανότητα να προσφέρει.
   «Ελεάννα να σε ρωτήσω κάτι;» την ρώτησε απαλά.
   «Ρώτα.»
   «Πίστευες ότι δεν ήμουν ικανός να σε στηρίξω;»
   Η Ελεάννα αναδεύτηκε στην θέση της. Δεν θα ήθελε να συζητήσει γι αυτό.
   «Απλά δεν ήθελα να σε βάλλω στην διαδικασία.»
   «Μα εμένα δεν με ενοχλούσε.»
   «Το ξέρω. Κατάλαβα την βλακεία μου. Σε παρακαλώ, ας μη μιλήσουμε γι αυτό.»
   «Καλά. Έλα εδώ.» είπε και άνοιξε την αγκαλιά του.
   Η Ελεάννα χώθηκε μέσα της. Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι να παρατηρούν σιωπηλοί την θάλασσα. Κανένας από τους δύο δεν ένιωθε την ανάγκη να μιλήσουν. Μόνο που ήταν μαζί και αγκαλιασμένοι αρκούσε. Ήταν μία από τις στιγμές που νομίζεις ότι τα λόγια περισσεύουν.
Κάθισαν έτσι για ένα μισάωρο μέχρι που αποφάσισαν να φύγουν. Η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να γυρίσουν. Παρόλο που θα προτιμούσαν να είχαν κοιμηθεί στην άμμο. 

Θα αντέξει ο έρωτας;Où les histoires vivent. Découvrez maintenant