Κεφάλαιο 37ο

295 27 8
                                    


    Ένα δροσερό αεράκι μπήκε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο στο δωμάτιο της Ελεάννας. Την χάιδεψε απαλά και εκείνη χαμογέλασε γλυκά μέσα στον ύπνο της.
   Ύστερα από λίγο άνοιξε διστακτικά τα μάτια της. Όταν συνήλθε από την νάρκη του ύπνου άρπαξε γρήγορα το κινητό της για να δει την ώρα. Σηκώθηκε σαν σίφουνας και άρχισε να ετοιμάζεται με τέτοια ταχύτητα που ξάφνιασε και την ίδια. Είχε καθυστερήσει ήδη δέκα λεπτά.
   Εκείνο το πρωινό είχανε αποφασίσει εκείνη και ο Νίκος να πάνε για καφέ μόνοι τους. Θα τους έφερνε πιο κοντά και θα τους βοηθούσε να συσφίξουν τις σχέσεις τους. Ουσιαστικά, θα ήταν η πρώτη έξοδος τους. Διότι, ναι μεν είχανε μείνει πολλές φορές μόνοι για λίγο αλλά, δεν είχανε συζητήσει ιδιαίτερα.
   Αφού ετοιμάστηκε σε χρόνο ρεκόρ, βγήκε αμέσως από το σπίτι κι άρχισε να τρέχει προς την πλατεία, η οποία για καλή της τύχη βρισκόταν πολύ κοντά. Η ίδια είχε επιμείνει να περάσει να την πάρει από το σπίτι, αλλά τελικά υπέκυψε στην δική του επιμονή. Ίσως να αισθανόταν άβολα λόγω της Ντέπη. Είχε σκοπό να φέρει την συζήτηση προς αυτό το θέμα. Ήθελε πολύ να ακούσει και την δική του οπτική. Βαθιά μέσα της ήλπιζε να γίνουν ξανά ζευγάρι.
   Τον βρήκε να περιμένει καθισμένος σε ένα παγκάκι και να ατενίζει το άπειρο. Φαινόταν , τόσο ήρεμος. Ίσως, να μην είχε αντιληφθεί καν την αργοπορία της. Τον πλησίασε πιο πολύ. Τότε στράφηκε και την κοίταξε. Της χαμογέλασε σαν να γύρισε στην πραγματικότητα.
   «Γεια σου μπαμπά. Συγγνώμη που άργησα αλλά κατά λάθος ακύρωσα το ξυπνητήρι.»
   «Δεν πειράζει. Πάμε;»
   «Ναι. Που;»
   «Στην πόλη. Εδώ, πέρα από το καφενείο του Κώστα δεν έχει τίποτα άλλο. Και φαντάζομαι ότι δεν θέλεις να πας εκεί.»
   «Φυσικά και όχι.»
   Εκείνο το καφενείο μάζευε μόνο παππούδες που με κάθε λέξη έφτυναν και ρουφούσαν εκνευριστικά τον καφέ τους. Αντάλλαζαν πανάρχαιες απόψεις και δεν έχαναν την ευκαιρία να σχολιάζουν τον καθένα. Κι ας λένε πως οι άντρες δεν κουτσομπολεύουν. Μύθος!
   Έφτασαν ως το αυτοκίνητο και αφού μπήκαν άρχισαν να μιλάνε για διάφορα θέματα. Αερολογίες.
   Όταν έφτασαν σε μία καφετέρια λίγο πιο μακριά από το κέντρο, κατεβήκανε από το αμάξι και προχώρησαν ως εκεί.
   Αυτή την καφετέρια η Ελεάννα την ήξερε και της άρεζε ιδιαίτερα. Δεν είχε πολύ κόσμο, γιατί το στυλ της ήταν πιο παλαιικό και συνήθως οι άνθρωποι προτιμούσαν πιο μοντέρνα μαγαζιά, όπως και η Μαρίζα. Χρυσή την είχε κάνει να πάνε έστω και μια φορά, εκείνη όμως ανένδοτη. Άλλες φίλες δεν είχε, επομένως δεν είχε πάει ποτέ. Στον Χάρη δεν το είχε ζητήσει, ήξερε πως δεν ήταν ούτε για τα δικά του γούστα. Τώρα με τον πατέρα της ήταν ευκαιρία.
   «Ωραία είναι εδώ.» της είπε ο Νίκος αφού κάθισαν σε ένα τραπέζι.
   «Είδες που σε φέρνω;» του είπε εκείνη με οικειότητα. Παρόλο που δεν τον γνώριζε πολύ καιρό ήδη τον ένιωθε πατέρα της. Σε πολλούς θα φαινόταν περίεργο το γεγονός ότι τον συνήθισε τόσο γρήγορα, όπως και σε εκείνη ορισμένες φορές, αλλά της άρεσε πολύ.Ήταν βέβαιη πως αυτό έγινε τόσο γρήγορα επειδή ο προηγούμενος πατέρας της δεν ήταν ιδιαίτερα καλός στον ρόλο του. 
   Όταν ήρθε ο σερβιτόρος παρήγγειλαν ένα φραπέ για εκείνον και ένα τσάι για αυτήν. Σε άλλη περίπτωση θα έπαιρνε καφέ, αλλά αυτή τη φορά ήθελε να του δείξει την ανωτερότητα του ως μεγάλος. Σε λίγα λεπτά ήταν μπροστά τους. Ούτως ή άλλως, πέρα από αυτούς και άλλη μια παρέα ενηλίκων δεν είχε κόσμο για να καθυστερήσουν.
   Η Ελεάννα άρχισε να παίζει με το καλαμάκι.
   «Και δεν μου λες μπαμπά;» ξεκίνησε την κουβέντα τάχα αδιάφορα.
   «Τι θες να σου πω;»
   «Για την μαμά.»
    «Τι θέλεις να μάθεις;» την ρώτησε και ήπιε νευρικά μια γουλιά νερό.
   «Θέλω να μου πεις για τον έρωτα σας.»
   «Ωραία λοιπόν. Η Δέσποινα για κάποιο λόγο που τότε δεν μπορούσα να εξηγήσω με μαγνήτισε.    Όταν την πρωτοείδα, ήταν λίγες μέρες μετά το θάνατο του πατέρα μου και την εμπιστεύτηκα αμέσως. Με κοιτούσε με τόση προσήλωση σαν να κρεμόταν από τα χείλη μου. Αυτό αρχικά με γοήτευσε. Μετά πέρασε ένα διάστημα μέχρι να συναντηθούμε. Κάποια μέρα καθώς περνούσα τυχαία από το σπίτι της, την είδα να βγαίνει και με χαιρέτησε ενθουσιασμένη. Αυτή η παρορμητικότητα της μου άρεσε. Ήταν σαν ανοιχτό βιβλίο. Μπορούσες να καταλάβεις σε δευτερόλεπτο πως αισθανόταν. Πότε ντρεπόταν , πότε στενοχωριόταν, πότε χαιρόταν. Κι εκείνη την στιγμή ήταν σίγουρο πως χάρηκε πολύ που με είδε. Της πρότεινα να πάμε μια βόλτα και αρχίσαμε να μιλάμε για διάφορα θέματα εκτός από τον πατέρα μου. Η διάθεση ήταν ευχάριστη και κανένας από τους δυο μας δεν ήθελε να την χαλάσει. Την άφησα να μου μιλήσει για τον εαυτό της. Την προηγούμενη φορά μιλούσα μόνο εγώ και δεν είχα μάθει τίποτα για αυτή πέρα από το όνομα της.» μπήκε χωρίς περιστροφές στο θέμα.
   Όση ώρα τα έλεγε αυτά η Ελεάννα δεν μπόρεσε να μην παραξενευτεί. Ειδικά, αυτό το ανοιχτό βιβλίο της ήταν δύσκολο να το πιστέψει. Από τότε που θυμάται τον εαυτό της αισθανόταν ότι η Ντέπη ήταν μυστήρια γυναίκα. Της ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να προσδιορίζει τις διαθέσεις και τα συναισθήματα της. Άλλωστε, ήταν και πολύ καλή υποκρίτρια. Ακόμα και να έδειχνε ευτυχισμένη, ποτέ δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος ότι είναι στην πραγματικότητα και όντως δεν ήταν.
   «Ο τρόπος που μιλούσε, όλα αυτά που έλεγε με έκαναν να την θαυμάζω. Ήξερε απόλυτα πώς να εκφράσει τις απόψεις της και οτιδήποτε άλλο έλεγε. Πάντα με χαμόγελο. Σπάνιες ήταν οι φορές που την είχα δει να κλαίει. Στην αρχή γίναμε φίλοι, παρόλο που κανένας από τους δύο δεν το έβλεπε έτσι. Μου έδινε συνέχεια σημάδια ότι της αρέσω. Κυρίως το βλέμμα της. Με κοιτούσε τόσο βαθιά στα μάτια που ώρες ώρες νόμιζα πως μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις μου και την ψυχή μου. Κάποια μέρα αποφάσισα να της εκμυστηρευτώ τα όσα νιώθω. Τα μάτια της άστραψαν τόσο πολύ. Κάτι πήγε να πει ενθουσιασμένη, αλλά μετά υιοθέτησε ένα πιο απλό ύφος. Εγώ όμως, ήξερα πόσο χάρηκε.»
   Καθώς άκουγε την διήγηση του, παρατήρησε ότι δεν μιλούσε σε εκείνη. Κοιτούσε κάπου απροσδιόριστα στο βάθος. Σαν να μιλούσε σε κάποιον ανύπαρκτο ακροατή ή στον εαυτό του. Διέκρινε και στη φωνή και στο βλέμμα του μια νοσταλγία, που τη συγκίνησε ως ένα σημείο. Φαινόταν ότι είχαν ερωτευτεί πολύ και λυπήθηκε που οι συγκυρίες τους ήθελαν χωριστά.
   «Από εκείνη την ημέρα, γίναμε αχώριστοι. Πέρα από μία δύο μέρες που αφιερώναμε στις παρέες μας, ήμασταν συνέχεια μαζί. Πάντα θαύμαζα την ανεμελιά της. Μου μετέδιδε και εμένα λίγη ξεγνοιασιά. Εγώ ποτέ ως τότε δεν ένιωθα έτσι. Πάντα ήμουν συγκρατημένος. Εκείνη, με έκανε να εκδηλώνομαι. Κι εγώ δεν το έλεγχα. Απλά έτσι γινόταν από μόνο του! Ένιωθα ευτυχισμένος. Μέχρι την ημέρα που ήρθε στην εκκλησία που είχαμε ραντεβού με πρόθεση να μου πει να χωρίσουμε. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις.» της είπε μόλις επανήρθε στην πραγματικότητα. Το ύφος του σοβάρεψε.
   «Εσύ πως ένιωσες τότε;» ρώτησε η Ελεάννα, που την είχαν συνεπάρει τα λόγια του. Τα περιέγραφε τόσο ωραία. Ήπιε μια γουλιά από το τσάι της μέχρι που συνειδητοποίησε ότι είχε τελειώσει. Όσο της μιλούσε εκείνη έπινε ασυναίσθητα. Το έκανε πιο πέρα και στήριξε τα χέρια της στο τραπέζι.
   «Πληγωμένος και όχι τόσο προδομένος. Ήξερα πως δεν με πρόδωσε γιατί τον Αλέξη δεν τον αγάπησε, αλλά δεν μπορούσα να δεχτώ πως θα έφευγε, πως αυτό που είχαμε είχε τελειώσει. Πως κάποιος άλλος θα απολαμβάνει το χαμόγελο της, αυτή την ανεμελιά της, αυτό το βαθύ βλέμμα που σε μαγνήτιζε.

Θα αντέξει ο έρωτας;Où les histoires vivent. Découvrez maintenant