Κεφάλαιο 7ο

296 35 0
                                    

    Βήματα ακούστηκαν έξω στον διάδρομο. Η Ντέπη βγήκε να δει μήπως είχε γυρίσει ο άντρας της. Τελικά ήταν η Ελεάννα.
   «Που πας καλή μου;» ρώτησε με ένα προσποιητό γλυκό ύφος.
   «Στη Μαρίζα. Θέλει να την βοηθήσω στα μαθηματικά.»
   «Κι όμως δεν θα πας. Αυτή τη φορά δεν δέχομαι αντίρρηση.»
   «Τι έγινε πάλι ρε μαμά;» ρώτησε σχεδόν θυμωμένη.
   «Αρχικά, δεν θέλω να υπάρχει στο λεξιλόγιο σου η λέξη ρε. Αν θεωρείται λέξη δηλαδή. Και δεύτερον σήμερα κάλεσα τους Σπυρόπουλους για φαγητό. Ήδη ετοιμάζει το μενού η Ριρή.»
   «Γιατί δεν με ρωτάς πρώτα;»
   «Γιατί εσύ δεν συνήθιζες να λείπεις τόσο. Τώρα τελευταία ξεκίνησες.»
   «Θα είναι και ο γιος τους;» ρώτησε ενοχλημένη.
   «Φυσικά θα είναι το χρυσό μου.»
   Η Ελεάννα ξεφύσηξε με απελπισία.
   «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν τον συμπαθείς. Είναι πολύ χαριτωμένο παιδί.»
   «Έχεις χιούμορ μαμά. Τέλος πάντων, θα σου κάνω τη χάρη σήμερα.»
   «Καλώς.» είπε ικανοποιημένη η Ντέπη και πήγε να φύγει.
   «Α μαμά. Θα κάτσουν πολύ ώρα;»
   «Δεν τους ρώτησα φυσικά. Θα ήταν κάτι παραπάνω από αγενές. Γιατί;»
   «Γιατί μαμά αύριο έχω σχολείο. Πρέπει να ξυπνήσω νωρίς.» είπε και χωρίς να περιμένει απάντηση έφυγε για το δωμάτιο της. Τηλεφώνησε στην Μαρίζα να ακυρώσει το ραντεβού. Ύστερα ξάπλωσε στο κρεβάτι παίρνοντας αγκαλιά ένα από τα αρκουδάκια που έκανε παλιά συλλογή και άρχισε να σκέφτεται τον Χάρη.
    Σαν να έβλεπε ξανά την σκηνή που εκείνος ορμάει πάνω στον Σωτήρη για να την προστατέψει. Την σκηνή του φιλιού τους. Ή μάλλον των δύο φιλιών τους.
   Την ξέφυγε ένας αναστεναγμός.
   Τώρα θα έπρεπε να ξανά δει μπροστά της εκείνο το αποκρουστικό πλάσμα.

   Η Ριρή μπήκε στο δωμάτιο της.
   «Η μητέρα σας λέει να κατεβείτε κάτω, ήρθαν οι καλεσμένοι σας.» είπε κι έφυγε.
   Η Ελεάννα κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέπτη. Ήθελε τόσο πολύ να βγάλει το φόρεμα που της έδωσε η μαμά της και να βάλει φόρμες. Να πιάσει μια ατημέλητη κοτσίδα και να ξεβάψει το πρόσωπο της.
   Αλλά, δεν το έκανε. Δεν ήθελε μετά να ακούει τις παρατηρήσεις της Ντέπης. Φόρεσε τις μπαλαρίνες της και κατέβηκε κάτω. Ο Σωτηράκης την κοίταξε καθώς κατέβαινε τις σκάλες. Το μάτι του ήταν μελανιασμένο. Κρυφογέλασε. Κρίμα που δεν είχε μαυρίσει και το υπόλοιπο πρόσωπο.
Στη συνέχεια κοίταξε τους γονείς του και τους δικούς της. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τον μπαμπά της μετά το χαστούκι που της είχε δώσει. Δεν ήταν θυμωμένη μαζί του. Τον είχε συγχωρήσει. Κι αυτό γιατί η δικιά της μελανιά είχε υποχωρήσει πολύ γρήγορα.
    Κρίμα που δεν θα ίσχυε το ίδιο για τον Σωτηράκη, σκέφτηκε χαιρέκακα. Αυτός ο άνθρωπος της έβγαζε το χειρότερο της εαυτό.
   Κατέβηκε και τους χαιρέτησε.
   «Ομόρφυνε η κόρη σου Ντέπη μου.» είπε το καθιερωμένο κομπλιμέντο η Βανέσα, μητέρα του Σωτήρη.
   «Θα έμοιασε στον μπαμπά της» είπε η Ντέπη και χαμογέλασε στον σύζυγο της.
Ωραία ξεκίνησε η παράσταση. Η Ελεάννα έπρεπε να μπει στο κλίμα της ευτυχισμένης οικογένειας. Εύκολο! Το είχε κάνει πάρα πολλές φορές.
   «Θέλετε να περάσουμε στην τραπεζαρία;» είπε με όσο πιο γλυκό ύφος μπορούσε.
   «Ναι, φυσικά.» είπε η Βανέσα.
   Μία ώρα απίθανης πλήξης πέρασε στην αναθεματισμένη τραπεζαρία.
   «Δεν πάτε εσείς σε κάποιο άλλο δωμάτιο να τα πείτε;» είπε η Ντέπη και κοίταξε με νόημα την κόρη της.
   Ήταν σίγουρα από τις φορές που η Ελεάννα ήθελε να την βρίσει. Ωστόσο, συγκρατήθηκε και σηκώθηκε από την θέση της. Τον πήγε στο καθιστικό που βρισκόταν κοντά στο σαλόνι, ώστε αν προσπαθήσει να κάνει κάτι παρόμοιο με τα χθεσινά, να φωνάξει και να την ακούσουν.
   Κάθισαν σε ένα καναπέ. Για την ακρίβεια, κάθισε εκείνη σε ένα καναπέ και κάθισε κι αυτός κολλητά δίπλα της.
   Εκείνη μεταφέρθηκε λίγο πιο κει.
   «Με αποφεύγεις ε;» τη είπε εκείνος ενώ χαμογελούσε με ένα καθόλου καλοσυνάτο χαμόγελο.       «Βέβαια, αφού εσύ άλλον θα ήθελες να είναι εδώ.»
   «Λες ανοησίες.» είπε εκείνη ενώ κοιτούσε αλλού για να μην προδοθεί.
   «Έννοια σου όμως και θα το πληρώσει το χθεσινό.»
   «Μην τολμήσεις και του κάνεις το οτιδήποτε.» είπε και όρμησε πάνω του και παραλίγο θα του έμπηγε τα νύχια της στη σάρκα του.
   «Βλέπω είναι πιο σοβαρά τα πράγματα.»
   Της πήρε το χέρι και το πέταξε από πάνω του.
   «Παρόλα αυτά δεν με νοιάζει καθόλου. Ξέρω τυπάκια που θα τον φάνε για πρωινό.»
   «Τόσο δειλός; Βέβαια αφού δεν είσαι άξιος να τον αντιμετωπίσεις μόνος σου.» του είπε προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να τον χτυπήσει στην περηφάνια και να αλλάξει γνώμη.
   «Με εκνευρίζεις και θα το πληρώσει αυτός.»
   «Σε παρακαλώ μη του κάνεις κακό.» είπε τέλος απελπισμένη.
   «Έτσι να παρακαλάς. Μόνο που δεν με νοιάζουν τα παρακάλια σου. Διότι, δεν τον σώζει τίποτα.»
   «Κάθαρμα.»
   «Ευχαριστώ. Τώρα πρέπει να φύγω. Θα πάω να κάνω από το σπίτι κάποια τηλεφωνήματα. Ξέρεις εσύ.»
   Χωρίς να προλάβει η Ελεάννα να του απαντήσει, εκείνος έφυγε. Σκέφτηκε να τον κυνηγήσει, ήξερε όμως ότι δεν θα κατάφερνε τίποτα ούτως ή άλλως.
   Έπεσε στα γόνατα. Άρχισε να κλαίει.
   «Σε παρακαλώ θεέ μου, ας μείνει μόνο στα λόγια.» είπε και έκρυψε με τα χέρια της το πρόσωπο της.
   Ξαφνικά πετάχτηκε. Άρχισε να τρέχει προς το δωμάτιο της αλαφιασμένη. Αφήνοντας πίσω της άφωνους τους γονείς της και του καθάρματος.
   Έβγαλε το κινητό της από τον φορτιστή και κάλεσε αμέσως την Μαρίζα.
   «Γεια σου μπέιμπι.» της είπε η κολλητή της.
   «Μαρίζα πες μου τώρα το τηλέφωνο του Χάρη. Τώρα.»
   «Τι έγινε ρε.»
   «Πες το μου. Σε ικετεύω.»
   «Μήπως είναι νωρίς να κάνεις τέτοιο βήμα;»
   «Μαρίζα δε θέλω να κάνω κάποιο βήμα. Πρέπει να του μιλήσω για κάτι άλλο. Πες το μου γρήγορα.» είπε αναστατωμένα και ανυπόμονα.
   Η Μαρίζα διστακτικά της έδωσε το νούμερο του. Πήγε κάτι να πει, αλλά η γραμμή έκλεισε.
   Χωρίς να χάσει χρόνο η Ελεάννα κάλεσε τον αριθμό.
   «Σήκωσε το... Χάρη.»
   «Ναι ποιος είναι;»
   «Η Ελεάννα είμαι. Πρέπει οπωσδήποτε να σου μιλήσω.»
   «Εμ τι έγινε.»
   «Που είσαι;» τον ρώτησε. Ήξερε ότι ακουγόταν σαν υστερική.
   «Σε μια καφετέρια.»
   «Πως την λένε;»
   «Εκείνη απέναντι από το μπαρ που δουλεύεις. Γιατί;»
   «Έρχομαι. Είναι πολύ σημαντικό.»
   «Ξέρεις είμαι με...» δεν ολοκλήρωσε την πρόταση του.
   «Με την Βιβή; Δεν με απασχολεί. Συγγνώμη για την χαλάστρα αλλά πρέπει να την διώξεις. Σε κλείνω έρχομαι.»
   Του το έκλεισε. Αισθανόταν τόσο ηλίθια. Για όλα. Φοβόταν όμως ότι ο Σωτήρης θα μπορούσε μέχρι και την ίδια μέρα να στείλει τους «φίλους» του.
   Βγήκε βιαστική από το σπίτι. Όλοι την κοίταξαν σαστισμένοι.
   Ο πατέρας της για ένα δευτερόλεπτο φάνηκε εκνευρισμένος. Μα μόλις κατάλαβε ότι ήταν μπροστά και οι καλεσμένοι τους, χαμογέλασε και έπιασε από το χέρι την γυναίκα του.
   «Παιδιά» είπε με μια γλύκα που δεν του ταίριαζε.    

Θα αντέξει ο έρωτας;Where stories live. Discover now