Η Ντέπη καθόταν στον αναπαυτικό καναπέ του σπιτιού της. Έπινε ως συνήθως το ποτό της, ξεφυλλίζοντας ένα καινούριο περιοδικό. Η μέρα ήταν μουντή και η διάθεση της εξαφανισμένη προ πολλού. Προσπαθούσε να γεμίσει την μέρα της με διάφορες ασχολίες. Μα ούτε το τέννις, ούτε τα κουτσομπολιά στην λέσχη την ικανοποίησαν. Έτσι κατέληξε στο σπίτι με συντροφιά ένα μπουκάλι κρασί, περιμένοντας τον άντρα της και την κόρη της.
Το μυαλό της ταξίδευε στο παρελθόν. Από εκείνη την στιγμή που είδε την κόρη της με εκείνο το φόρεμα ήταν σαν να ξεθάφτηκαν περασμένες αναμνήσεις. Προσπαθούσε με όλη της την δύναμη να μην σκέφτεται ή έστω να σκεφτεί κάτι αδιάφορο μα δεν τα κατάφερνε.
Το κρασί ή κάποιο άλλο ποτό ίσως να την βοηθούσε. Προέκταση του χεριού της είχε γίνει πλέον. Μονίμως με ένα ποτήρι αλκοόλ στο χέρι να αγωνίζεται να κρύψει την δυστυχία που εδώ και 13 την βασάνιζε.
Στην αρχή βρήκε παρηγοριά στα ψώνια, όμως κάποια στιγμή έπαψε να την ευχαριστεί και κατάντησε να το βλέπει αγγαρεία. Ύστερα άρχισε να βγαίνει πιο πολύ. Να ξημεροβραδιάζεται στις λέσχες και στις δεξιώσεις με αποτέλεσμα να γίνει μια πολυάσχολη κυρία. Μα κι αυτό στη συνέχεια την κούρασε.
Γι αυτό ξεκίνησε να πίνει. Η καλύτερη και συνάμα η χειρότερη απόφαση της ζωής της. Η καλύτερη γιατί κάθε φορά που το αλκοόλ έρρεε άφθονο μέσα της έπαυε να νιώθει και η χειρότερη για τον ίδιο παράλληλα λόγο.
Οι δείκτες του ρολογιού γύριζαν συνεχώς μέχρι την στιγμή που άνοιξε η πόρτα του σπιτιού. Ο σύζυγος της γύρισε. Ίσως να νευρίαζε όταν καταλάβαινε πως ήταν μεθυσμένη αλλά εκείνη δεν την ένοιαζε. Εκείνη την στιγμή τίποτα δεν την ένοιαζε. Ακόμα και το γεγονός ότι είχε πάει έντεκα το βράδυ και η κόρη της δεν είχε επιστρέψει.
«Ντέπη, που είναι η Ελεάννα;» άκουσε την φωνή του συζύγου της. Μα δεν κατάφερε να καταλάβει τι της είπε.
«Ντέπη, σε ρωτάω.» επέμεινε εκείνο το βουητό στα αυτιά της. Κούνησε το χέρι της για να το διώξει.
«Πάλι ήπιες;» ακούστηκε πιο δυνατό το βουητό.
«Σε ρωτάω πάλι ήπιες;» είπε ο Αλέξης και της έπιασε από τους ώμους και την ταρακούνησε. Κάθε μέρα τα ίδια.
Της έριξε ένα δυνατό χαστούκι. Μα εκείνη εκτός από μια περίεργη γκριμάτσα πόνου, που σε άλλες περιπτώσεις θα έμοιαζε κωμική, δεν αντέδρασε. Έπεσε λιπόθυμη.
Η Ελεάννα έτρεχε στον δρόμο. Η συζήτηση που είχαν με την Μαρίζα ήταν πολύ σημαντική και άργησε να ξεκινήσει για το σπίτι. Ήθελε να πάρει ένα ταξί αλλά δεν έβρισκε πουθενά. Κι έτσι αποφάσισε να πάει πιο κεντρικά για την αναζήτηση του.
Η ώρα είχε πάει έντεκα κι εκείνη έπρεπε ήδη να ξαπλώνει. Δεν ανησυχούσε ότι θα την μάλωναν οι γονείς της. Πολύ πιθανόν να μην είχαν προσέξει την απουσία της. Μιας που η μαμά της γύρω σε αυτή την ώρα δεν είχε επαφή με τον κόσμο.
Ο πατέρας της σπάνια, όταν γυρνούσε από την δουλειά νωρίτερα, ρωτούσε που βρισκόταν. Μια ερώτηση τυπική. Καθώς η απάντηση δεν τον ενδιέφερε τόσο.
Επιτέλους, ένα ταξί στον ορίζοντα. Σήκωσε το χέρι. Μπήκε μέσα, είπε τον προορισμό κι έμεινε να κοιτάζει από το παράθυρο. Η διαδρομή ήταν μεγάλη.
Στους δρόμους δεν κυκλοφορούσε πολύς κόσμος. Ήταν καθημερινή και οι περισσότεροι έμεναν στα σπίτια τους. Κι εκείνη το ίδιο θα έκανε, αν δεν την καλούσε η Μαρίζα να συναντηθούν.
Σκεφτόταν τα λόγια της φίλης της. Της είχε μιλήσει για ένα μαγαζί, στο οποίο δούλευε ο Μίλτος. Σε εκείνο το μαγαζί λοιπόν χρειαζόταν μια όμορφη κοπέλα με ωραία φωνή. Η Μαρίζα σκέφτηκε αμέσως την Ελεάννα καθώς και ωραία φωνή διέθετε και όμορφη ήταν και σαφώς θα ήταν ένα είδος επανάστασης προς την πλούσια καταγωγή της.
Η Ελεάννα δεν είχε μιλήσει ποτέ για οποιαδήποτε επιθυμία της να επαναστατήσει. Ωστόσο η Μαρίζα που την ήξερε τόσο καλά μπορούσε να το καταλάβει.
Είχε σχεδόν πειστεί. Αφού μέσα σε όλα τα επιχειρήματα που ανέφερε η φίλη της ήταν και το γεγονός ότι σε εκείνο το μαγαζί σύχναζε και ο Χάρης. Κυρίως αυτό αλλά και η επιθυμία της να βγάλει δικά της λεφτά, να δουλέψει για πρώτη φορά στη ζωή της.
Όμως την προβλημάτιζε η νύχτα. Οι δουλειές της νύχτας δεν ήταν και ότι καλύτερο για μια άβγαλτη κοπέλα σαν αυτή.
Επίσης, εκείνη ντρεπόταν μέχρι και να χαιρετήσει τους συμμαθητές της στο σχολείο, θα ανέβαινε τώρα στην πίστα να τραγουδήσει;
Απαπα, σκέφτηκε.
«Δεσποινίς φτάσαμε.»
Πλήρωσε τον ταξιτζή και κατευθύνθηκε προς το σπίτι της.
Καθώς άνοιγε την πόρτα, άκουσε τις δυνατές φωνές του πατέρα της και το κλάμα τη μητέρας της. Δεν άντεχε πια αυτή την κατάσταση. Δεν ήθελε να ακούει πια τις φωνές του.
Πέρασε στο εσωτερικό του σαλονιού και βρήκε την μητέρα της πεσμένη στο πάτωμα να κλαίει με αναφιλητά, ενώ ο πατέρας της στεκόταν από πάνω της και την πρόσβαλλε. Ανίκανη, άχρηστη, δεν είσαι άξια για τίποτα, μηδενικό είσαι χωρίς εμένα κι άλλα πολλά που έκαναν την Ελεάννα να τον σιχαίνεται.
Έτρεξε προς το μέρος του.
«Τι κάνεις εκεί;» του είπε και τον έσπρωξε μακριά από την μητέρα της που είχε καταρρεύσει στην κυριολεξία.
«Πως τολμάς να με σπρώχνεις; Έτσι σας έμαθαν στο δημόσιο;» ούρλιαξε και της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι, με το οποίο έχασε την ισορροπία της και έπεσε στο πάτωμα δίπλα στην μητέρα της.
Άρχισε να κλαίει κι αυτή. Για πρώτη φορά στην ζωή της την χαστούκιζε ο πατέρας της.
«Τελικά φαίνεται το ιδιωτικό σχολείο δεν σε έκανε άνθρωπο.» ούρλιαξε κι έφυγε τρέχοντας στο δωμάτιο της. Κλείδωσε την πόρτα κι έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι της κλαίγοντας με λυγμούς. Ακουγόντουσαν ακόμα οι φωνές από τον κάτω όροφο. Μια κραυγή με το ζόρι κρατιόταν να μη δραπετεύσει από τα χείλη της.
Τα λόγια που ξεστόμισε ο πατέρας της πριν λίγο στην μάνα της ήταν σκληρά. Δεν δικαιολογούσε βέβαια την Ντέπη. Τη σιχαινόταν κι αυτή κάθε φορά που γινόταν λιώμα στο ποτό και δεν ήταν σε θέση να μιλήσει. Ο πατέρας της όμως δεν ήταν άξιος να της μιλάει έτσι. Σαν σύζυγος ποτέ δεν την στήριξε. Όλα μόνη της τα περνούσε η μητέρα της. Την κατάθλιψη που την ξέσκιζε μόνη. Μόνη παντού. Έπαψε να νιώθει μοναξιά όταν ένα μπουκάλι αλκοόλ προσφέρθηκε να την συντροφέψει.
Τα δάκρυα της δεν σταματούσαν να κυλάνε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και κοίταξε το είδωλο της στον καθρέπτη. Το μάγουλο της είχε αρχίσει να μελανιάζει.
Την έπιασε πανικός. Πως θα πήγαινε αύριο στο σχολείο; Θα μπορούσε να μην πάει μόνο αν το ζητούσε από τον πατέρα της. Αλλά μετά από αυτό δεν ήθελε ούτε να του μιλήσει. Θα πήγαινε. Θα προσπαθούσε να το καλύψει. Κι αν φαινόταν και μετά από αυτό θα έλεγε ότι κάπου χτύπησε.
Σκέφτηκε στιγμιαία τον Χάρη που θα την έβλεπε σε αυτή την κατάσταση. Όμως, η σκέψη αυτή την εγκατέλειψε καθώς συνειδητοποίησε πως για τον Χάρη μετά από εκείνη την βραδιά ήταν και πάλι αόρατη.
Δεν ήθελε τίποτα κι από εκείνον. Απογοήτευση από παντού. Νέος γύρος λυγμών ξεκίνησε. Αυτές τις μέρες είχε γίνει πιο ευαίσθητη. Γενικότερα δεν ήταν από τις κοπέλες που εξέφραζαν με αυτό τον τρόπο τα συναισθήματα τους αλλά την τελευταία εβδομάδα κάτι άλλαξε. Κάτι έσπασε.
Δεν μπορούσε πλέον να ανέχεται ούτε τις φωνές των γονιών της, ούτε την αδιαφορία των γύρω της προς το πρόσωπο της, που ουσιαστικά η ίδια είχε επιδιώξει. Από σήμερα μια νέα Ελεάννα θα γεννιόταν. Κουράστηκε να διατηρεί την ψευδαίσθηση ότι τίποτα δεν μπορεί να την επηρεάσει. Αποδέχτηκε πως είναι άνθρωπος και αποφάσισε να διεκδικήσει την ζωή.
Πήρε τηλέφωνο την Μαρίζα.
«Έλα Μαριζάκι.»
«Έγινε κάτι;» ρώτησε απορημένη.
«Ναι αποφάσισα σχετικά με το μπαρ που μου έλεγες. Θα δουλέψω εκεί.» είπε αποφασιστικά για να μην το μετανιώσει.
«Δεν περίμενα να το αποφασίσεις τόσο γρήγορα, αλλά χαίρομαι.»
«Ποιες μέρες κάνουν live εμφανίσεις;»
«Παρασκευή και Σάββατο.»
«Τέλεια. Αυτή την Παρασκευή πιάνω δουλειά.»
«Σίγουρα δεν έγινε κάτι; Δεν μου ακούγεσαι καλά.» είπε διστακτικά.
«Θα τα πούμε αύριο το πρωί. Τα λέμε Μαριζάκι. Καληνύχτα σου.» είπε και έκλεισε την γραμμή.
Μετά από αυτές τις επαναστατικές της κινήσεις, θα μπορούσε να κάνει ακόμα μία, ώστε να κάνει κοπάνα και να γλιτώσει το ρεζίλεμα. Αλλά δεν μπορούσε να περιμένει να μιλήσει με την Μαρίζα και για τα σημερινά καμώματα της «αξιοζήλευτης» οικογένειας της και για τα σχετικά θέματα με το μπαρ και το ωράριο της.
Χαρές που θα κάνουν οι γονείς μου αν το μάθουν, σκέφτηκε και ένιωσε μια ικανοποίηση στην εικόνα που έφτιαξε με τον οργισμένο κατακκόκινο πατέρα της και στην σοκαρισμένη μητέρα της.
Έβαλε πιζάμες και έπεσε για ύπνο. Έναν ύπνο χωρίς όνειρα.
Το επόμενο πρωί την βρήκε ένα ράκος. Τα μάτια της ήταν κόκκινα από το χθεσινό κλάμα, η πληγή είχε μελανιάσει πιο πολύ. Μαύρο χάλι ήταν. Σκέφτηκε τελικά να την κάνει την κόπανα, αλλά άλλαξε γνώμη. Πήρε το καλύτερο και το πιο πανάκριβο μέικ απ της μητέρας της που υποσχόταν ισχυρή κάλυψη.
Κατάφερε να το σουλουπώσει λίγο ώστε να μην φαίνεται τόσο έντονο. Ντύθηκε γρήγορα. Κατέβηκε στον κάτω όροφο. Βρήκε την μητέρα της κοιμισμένη κάτω από τον καναπέ και λίγο πιο πέρα από αυτή ένα μπουκάλι κρασί. Ο πατέρας της θα είχε φύγει σίγουρα νωρίς για το γραφείο του.
Έριξε μια τελευταία υποτιμητική ματιά στην Ντέπη και έκλεισε με δύναμη την πόρτα.
Ο σοφέρ την κοίταξε με κατανόηση. Ως γνωστόν τα είχε ακούσει όλα. Δεν ήταν και δύσκολο.
Έφτασε στο σχολείο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και πέρασε στο προαύλιο.
Η Μαρίζα ήταν εκεί. Τι την έχει πιάσει και ερχόταν στην ώρα της, παραξενεύτηκε η Ελεάννα. Ωστόσο, χάρηκε πολύ που την βρήκε εκεί.
Πλησίασε προς το μέρος της και την χαιρέτησε.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Μαρίζα δείχνοντας το σημάδι στο μάγουλο της.
Η Ελεάννα αναστέναξε κουρασμένη από την προσπάθεια της να φανεί χαλαρή και στο τέλος διηγήθηκε τα γεγονότα της χθεσινής βραδιάς.
«Δεν μπορεί. Αν είναι δυνατόν. Κάθαρμα.» ξεφώνησε αγανακτισμένη η Μαρίζα.
«Εντάξει φταίω κι εγώ λίγο.»
«Που φταις εσύ ρε;»
«Που ανακατεύτηκα. Που τον έσπρωξα κιόλας.»
«Μην λες χαζομάρες. Δεν δικαιολογείται με τίποτα. Τι θα έκανες; Θα τον άφηνες να μιλάει έτσι στην μαμά σου, άντε μην την πιάσω κι αυτή τώρα.»
«Μην την πιάσεις κι αυτή τώρα. Δεν έχω όρεξη. Κι εγώ τα ίδια με σένα σκέφτομαι. Αλλά ήθελα να σιγουρευτώ πως δεν έπραξα λάθος.»
«Λοιπόν, άσε τις ανοησίες. Στο διάλλειμα θα μιλήσουμε και για το άλλο το θέμα. Έχω να σου δώσω και την λίστα των τραγουδιών που θα πρέπει να μάθεις και να ξεκινήσεις πρόβα.»
«Γιατί όχι τώρα;»
«Γιατί σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα χτυπάει το κουδούνι.» και προς επαλήθευση των λόγων της, ακούστηκε ο γνωστός εκνευριστικός ήχος.
Καθώς έμπαιναν στο εσωτερικό του σχολείου η Ελεάννα έστρεψε το κεφάλι της προς τα δεξιά και είδε τον Χάρη να την παρατηρεί. Ωχ, λες να βλέπει την μελανιά, αναρωτήθηκε και έβαλε τα μαλλιά της όσο πιο μπροστά μπορούσε.
Στο σχόλασμα η Ελεάννα άρπαξε γρήγορα την τσάντα της κι έτρεξε στην αίθουσα του τμήματος της Μαρίζας, για να την περιμένει απ έξω. Της είχε υποσχεθεί ότι θα τη πάει στο μπαρ να το δει και να γνωρίσει τον εργοδότη της. Καθώς, περίμενε βγήκε από την αίθουσα και ο Χάρης.
«Γεια σου Ελεάννα.»
Της μίλησε; Άκουσε καλά; «Γεια σου Χάρη, τι κάνεις;»
«Καλά εσύ;»
«Μια χαρά.» είπε ψέματα.
«Δεν φαίνεται.» απάντησε με νόημα.
Ώστε το είχε δει τελικά. Τζάμπα λεφτά έδινε η μαμά της στα καλλυντικά. Αλλά τι να κάνουν κι αυτά, όταν μια ολόκληρη αντρική παλάμη σου αφήνει τατουάζ στο μάγουλο και τόσο που το κάλυψαν πολύ ήταν.
«Γιατί το λες αυτό;» έκανε την ανίδεη.
«Για αυτό το μελάνιασμα που έχεις στο μάγουλο σου λέω.»
«Α γι αυτό λες;» είπε κι έδειξε το σημάδι.
«Ναι γι αυτό λέω Ελεάννα.»
Ενδιαφέρον ήταν αυτό; Της άρεζε που την ρωτούσε.
«Χθες περνούσα από ένα πάρκο και με πέτυχε μια μπάλα του ποδοσφαίρου. Τώρα κατάλαβα τι πάει να πει παθιάζομαι σε ένα άθλημα.»
«Και η μπάλα είχε σχήμα παλάμης;»
«Τι εννοείς;»
Εκείνη την στιγμή βγήκε από την τάξη και η Μαρίζα.
«Άντε βρε Μαρίζα. Τελευταία πάντα.»
«Καλά ντε. Δεν φεύγει το μαγαζί, εκεί θα είναι.» είπε κι ύστερα πρόσεξε τον Χάρη.
«Ωπ Χάρη ακόμα δεν έφυγες; Τώρα που είπαμε για το μαγαζί. Θα πας την Παρασκευή στο NewLife;»
«Δεν ξέρω γιατί ρωτάς;»
«Γιατί η Ελεάννα μας από δω έπιασε δουλειά και θα τραγουδάει κάθε Παρασκευή και Σάββατο.» είπε η Μαρίζα κι ένιωσε μια αγκωνιά στο πλευρό της από την Ελεάννα.
«Τότε θα έρθω. Να δω και τι ταλέντο έχεις.» είπε και στράφηκε στην κατακόκκινη Ελεάννα.
«Θα σε περιμένουμε.» του απάντησε η Μαρίζα και τράβηξε από το χέρι την Ελεάννα που την είχε κυριεύσει η ντροπή. ��T�{=
YOU ARE READING
Θα αντέξει ο έρωτας;
RomanceΗ Ελεάννα ζει σε μια μονοκατοικία με τη αδιάφορη οικογένεια της. Είναι κόρη του μεγάλου δικηγόρου Αλέξη Αργυρίου. Έχει κλειστεί στον εαυτό της και είναι φανερά αντικοινωνική. Μοναδική φίλη της, η εξωστρεφής Μαρίζα. Μια συζήτηση με την μητέρα της στέ...