Ο καιρός ήταν πιο δροσερός εκείνη την ημέρα σε σχέση με τον καύσωνα των υπολοίπων του μέχρι τότε καλοκαιριού. Βέβαια, ο ήλιος πρόβαλλε μεγάλος στον ουρανό και σε συνδυασμό με το υπέροχο αεράκι συντελούσαν σε μια όμορφη ημέρα.
Μέσα στο σπίτι αισθανόταν να ασφυκτιά. Ήταν λίγο που όλα της θύμιζαν το παρελθόν της, ήταν και η μητέρα της που την πίεζε να αποκαλύψει το μυστικό της στην κόρη της και στο Νίκο.
Είχε πάρει την απόφαση, ότι θα το έκανε. Μόνο που δεν ήξερε το πότε και το που. Λογικά θα φώναζε τον Νίκο στο σπίτι. Αλλά, το πότε την ταλάνιζε. Έβρισκε διαρκώς δικαιολογίες για να το αποφύγει. Φοβόταν την αντίδραση και των δύο.
Ούτε που θυμόταν πόση ώρα τριγυρνούσε την κάθε γωνιά του χωριού. Κάποια στιγμή έφτασε έξω από την μικρή εκκλησία- μία και μοναδική στο χωριό τους.
Στάθηκε και την κοίταξε με ένα νοσταλγικό χαμόγελο. Εδώ ερχόταν πολλές φορές με τον Νίκο σαν ήταν μικρά και τα δύο τους. Κάθοταν κάτω από την σκιά του δέντρου- απέναντι από την εκκλησία κι έκαναν όνειρα ότι κάποτε θα παντρεύονταν εκεί πέρα. Θα τους πάντρευε ο παπά Λάμπρος.
Εκείνη την εποχή της αθωότητας, ο γάμος δεν τρόμαζε τους ερωτευμένους. Μόνο που ήταν παιδικά όνειρα. Ο καθένας τους παντρεύτηκε με άλλο σύντροφο. Μα και οι δύο είχαν την ίδια κατάληξη, τον χωρισμό. Επίσης, στην πορεία πέθανε κι ο παπά Λάμπρος.
Καθώς παρατηρούσε την εκκλησία και το αεράκι ανέμιζε τα καστανόξανθα μαλλιά της, αισθάνθηκε μια φιγούρα πίσω της. Γύρισε να την κοιτάξει.
«Πάλι μπροστά μου σε βρίσκω;» την ρώτησε ειρωνικά ο Νίκος.
«Ναι και μπορεί να με βρίσκεις μέχρι να πεθάνεις. Μπορεί να μείνω μόνιμα εδώ.» του είπε. Είχε αρχίσει να εκνευρίζεται και η ίδια. Γνώριζε ότι όλο το μερίδιο ευθύνης για ότι έγινε τότε το είχε εκείνη. Αλλά, αυτό το διάστημα περνούσε δύσκολες καταστάσεις και είχε πίεση από παντού. Δεν μπορούσε να αντέξει και την απότομη συμπεριφορά του Νίκου απέναντι της.
«Τι θα κάνεις;» είπε και την πλησίασε απειλητικά.
«Είπα μπορεί να μείνω εδώ για πάντα.»
«Τα ξέρουμε τα δικά σου για πάντα.» είπε και χαμογέλασε στραβά. Ήταν πολύ γοητευτικός.
«Τι εννοείς;» τον ρώτησε παρόλο που είχε καταλάβει ακριβώς τι εννοούσε.
«Εννοώ πως δεν ανήκεις πια σε αυτό το χωριό. Να γυρίσεις πίσω στην Αθήνα.»
«Και ποιος λέει ότι δεν ανήκω πια εδώ; Εδώ είναι ο τόπος μου. Και θα μείνω για όσο θέλω.»
Της έπιασε δυνατά τον καρπό του ενός χεριού και την κοίταξε αυστηρά.
Η Ντέπη ένιωσε την καρδιά της να φτερουγίζει. Μπορούσε ακόμα να νιώσει έτσι σε αυτή την ηλικία;
Σύνελθε, είπε στον εαυτό της. Δεν ήταν πια κοριτσόπουλο.
«Να φύγεις Δέσποινα.» της είπε.
«Ντέπη πλέον.» του είπε για να δει την αντίδραση του.
«Ντέπη ε; Βέβαια, το Δέσποινα δεν ακούγεται τόσο κομψό. Έχεις δίκιο Ντέπη.» είπε και της άφησε το χέρι.
Προτιμούσε το Δέσποινα από το στόμα του, αλλά τώρα τα ήθελε και τα έπαθε.
«Μαμά που είσαι;» άκουσε την φωνή της Ελεάννας.
«Εδώ είμαι.» φώναξε, κάπως αναστατωμένη, για να την ακούσει.
Η Ελεάννα τους εντόπισε και πλησίασε την μητέρα της. Κοίταξε με καχυποψία τον άντρα που στεκόταν τόσο κοντά στην μαμά της.
Η Ντέπη είχε χάσει απλά την μιλιά της. Η ομοιότητα τους ήταν πολύ μεγάλη. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους ήταν ίδια. Μόνο που η Ελεάννα είχε το δικό της χρώμα μαλλιών και ματιών.
«Μαμά, ήρθε ο μπαμπάς και θέλει να σου μιλήσει.» την άκουσε να λέει και πρόσεξε πως είπε με μια νότα θλίψης την λέξη «μπαμπάς».
Τι ειρωνεία να αποκαλεί κάποιον άλλο έτσι, την στιγμή που ο βιολογικός της πατέρας ήταν ακριβώς δίπλα της.
«Τι δουλειά έχει εδώ;»
«Μαμά χωρίσατε;» ρώτησε, εδώ και αρκετό καιρό το είχε απορία η Ελεάννα.
«Εμείς φεύγουμε.» είπε στον Νίκο και πήρε την κόρη της για να μιλήσουν μόνες τους.
Δεν της ξέφυγε όμως ένα βλέμμα έκπληξης του Νίκου κι αν δεν έκανε λάθος μια ευχαρίστηση. Σίγουρα από εγωισμό.
«Χωρίσατε μαμά; Πες μου.»
«Ναι έτσι είπαμε. Ειδικά μετά από αυτά που έγιναν με εσένα.»
Η Ελεάννα έσκυψε το κεφάλι.
Δεν είχε τύχει να συζητήσουν για το γεγονός ότι ο Αλέξης δεν ήθελε να πληρώσει κι έτσι την έφερε σε δύσκολη θέση.
«Τέλος πάντων, θα είναι καλύτερα έτσι. Πίστεψε με.»
«Θα δείξει.» είπε η Ελεάννα επιφυλακτική.
Η Ντέπη ήταν λίγο νευρική. Η ξαφνική επίσκεψη του πρώην άντρα της δεν ήταν για καλό. Τι να ήθελε άραγε να της πει; Για λεφτά δεν υπήρχε λόγος. Πέρα από εκείνα τα λιγοστά χρήματα από το συρτάρι του δεν είχε πάρει τίποτα άλλο. Φοβόταν μήπως ήθελε να πάρει πίσω τα λεφτά που βάζανε στον τραπεζικό λογαριασμό που είχαν ανοίξει στο όνομα της Ελεάννας. Αυτό δεν θα το επέτρεπε ούτε κατά διάνοια.
Είχαν φτάσει έξω από το σπίτι. Εκεί καθόταν νευρικός ο Αλέξης. Τις κοίταξε και τις δύο και πλησίασε.
«Ελεάννα ήθελα να σου ζητήσω αρχικά συγγνώμη.»
Η Ελεάννα δεν απάντησε. Δεν μπορούσε να τον συγχωρέσει. Εξαιτίας του έμεινε τόσο καιρό σε εκείνο το απαίσιο μέρος με τους απαίσιους ανθρώπους. Εξαιτίας του ένιωθε πως δεν αξίζει τίποτα. Δεν μπορούσε να τον συγχωρέσει που δεν την αγαπούσε. Με ένα συγγνώμη δεν γινόταν τίποτα.
«Ντέπη θέλω να μιλήσουμε.»
«Τι έχουμε να πούμε εμείς οι δύο;»
«Έλα.» είπε και την τράβηξε από το χέρι να πάνε πιο μακριά.
«Ξεκίνα να μου λες. Να τελειώνουμε.» είπε επιθετικά η Ντέπη. Δεν ήθελε ούτε να τον βλέπει.
Η Ελεάννα τους παρατηρούσε. Δεν άκουγε τα λόγια τους αλλά διέκρινε τις εκφράσεις τους. Ο πατέρας της ήταν πιο γλυκός απέναντι στην μαμά της, σε αντίθεση με εκείνη που ήταν έτοιμη να τον κατασπαράξει. Τότε πρόσεξε στην άκρη του δρόμου, τον κύριο με τον οποίο μιλούσε η μαμά της στο εκκλησάκι.
Μόνο που εκείνος δεν περπατούσε. Φαινόταν σαν να παρακολουθούσε κι εκείνος από μακριά την σκηνή μεταξύ Αλέξη- Ντέπης. Γιατί άραγε;
«Ντέπη, θέλω να γυρίσεις πίσω.» της είπε απαλά.
Η Ντέπη τον κοίταξε με έκπληξη. Αυτό ήταν το τελευταίο που περίμενε να ακούσει.
«Θέλεις να γυρίσω πίσω;»
«Ναι.»
«Για ποιο λόγο;»
«Γιατί το σπίτι είναι άδειο χωρίς εσένα, χωρίς εσάς.» του ήταν πολύ δύσκολο να παραδεχτεί αυτό που ένιωθε.
«Κι έτσι θα παραμείνει. Άδειο. Δεν πρόκειται να γυρίσουμε πίσω.»
«Σε παρακαλώ Ντέπη, συγχώρεσε με.»
«Για ποιο από όλα;»
«Που δεν έδωσα τα χρήματα.»
«Εφόσον, την έχω κοντά μου αυτή την στιγμή, δεν με νοιάζει πλέον. Σε έχω συγχωρέσει. Αλλά, μην περιμένεις να γυρίσουμε πίσω.» είπε και ήταν απόλυτη.
«Δώσε μου μια δεύτερη ευκαιρία.» είπε και οι λέξεις έβγαιναν δύσκολα από το στόμα του.
«Γιατί θέλεις πίσω μια γυναίκα που σου φόρτωσε ένα ξένο παιδί;»
Αυτό την παραξένευε περισσότερο από όλα. Κανονικά θα έπρεπε να μην θέλει να την ξανά δει. Τον είδε που ζοριζόταν να της απαντήσει.
«Γιατί σε θέλω στην ζωή μου.»
Όταν το άκουσε αυτό ήταν σαν να έφαγε κεραμίδα στο κεφάλι. Τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Μέχρι εκείνη την στιγμή πίστευε πως όλα αυτά τα έκανε για τα μάτια του κόσμου. Νόμιζε πως ήθελε απλά να συνεχίσουν εικονικά τον γάμο τους.
Πάλι όμως δεν σκεφτόταν την κόρη του. Μόνο σε εκείνη αναφερόταν. Ούτε λόγος για την Ελεάννα. Αυτό την στεναχωρούσε πολύ.
«Δεν γίνεται αυτό που θες. Έχουμε τελειώσει οριστικά. Μετά από πολλά χρόνια αισθάνομαι χαρούμενη, δεν μπορώ να γυρίσω πίσω.»
Την έπιασε από τα μπράτσα. Την κοιτούσε θυμωμένος.
«Δεν ήσουν χαρούμενη, γιατί δεν το ήθελες. Έκανα πολλά στην αρχή για να με αγαπήσεις. Αλλά, δεν προσπάθησες. Και συνεχίζεις να με κατηγορείς.»
«Δεν σε κατηγορώ πλέον. Ξέρω πως εγώ δεν μπορούσα να νιώσω ευτυχισμένη δίπλα σου. Αλλά, σε παρακαλώ άσε με, με πονάς.»
Δεν καταλάβαινε πόσο δυνατά την έσφιγγε. Παρόλα αυτά δεν την άφηνε.
«Κύριε αφήστε την.» ακούστηκε μια φωνή.
Γύρισαν και οι δύο να κοιτάξουν. Ήταν ο Νίκος.
Ο Αλέξης τον κοίταξε και τα μάτια του γούρλωσαν. Γύρισε και κοίταξε από την άλλη μεριά την Ελεάννα-που στεκόταν πιο μακριά.
«Αυτός είναι;»
Είχε παρατηρήσει την ομοιότητα.
Ο Νίκος τον κοίταξε παραξενεμένος.
«Πες αυτός είναι;» είπε και την τράνταξε.
Ο Νίκος τράβηξε τα χέρια του Αλέξη από την Ντέπη. Είχε αρχίσει να μελανιάζει το σημείο που την έσφιγγε.
«Ναι.» είπε η Ντέπη προσπαθώντας να φανεί ήρεμη.
«Είστε ξανά μαζί; Ξέρει και για την Ελεάννα;» φώναζε θυμωμένος.
«Όχι και στα δύο. Μην πεις τίποτα άλλο.» ήθελε να τον προλάβει πριν αποκαλύψει το οτιδήποτε. Εκείνη έπρεπε να φανερώσει το μυστικό της, όχι αυτός.
«Α ώστε δεν ξέρει ότι η Ελεάννα είναι...»
«Σταμάτα.» φώναξε η Ντέπη για να προλάβει την συνέχεια.
«Κόρη του.» συνέχισε ακάθεκτος ο Αλέξης.
Ο Νίκος την κοίταξε έκπληκτος. Δεν πίστευε σε αυτό που άκουσε.
«Τι είπε; Είναι αλήθεια;» ρώτησε διατηρώντας προς στιγμή την ψυχραιμία του και κοίταξε στο βάθος την Ελεάννα.
«Ναι.» παραδέχτηκε παραιτημένα η Ντέπη και άρχισε να κλαίει.
Ο Νίκος την κοίταξε με περιφρόνηση και την χαστούκισε. Του έκρυψε κάτι τόσο σημαντικό. Τώρα τι θα έκανε; Θα έπρεπε να πλησιάσει την κόρη του; Αυτό ήθελε. Αλλά, έπρεπε να περιμένει λίγο. Έπρεπε να δώσει χρόνο και στον εαυτό του να το χωνέψει.
«Συγγνώμη.» ψέλλισε και αναφερόταν στον Νίκο.
«Σκάσε.» φώναξε εκείνος νευριασμένος.
«Σε αυτόν ζητάς συγγνώμη; Εγώ που μεγάλωσα το παιδί αλλουνού δεν δικαιούμαι μία;» φώναξε κι ο Αλέξης με την σειρά του.
Πως τα έχω κάνει έτσι, σκέφτηκε η Ντέπη.
«Συγγνώμη.» είπε και σε εκείνον και γύρισε να δει την Ελεάννα που τους κοιτούσε με τρόμο. Δεν έπρεπε να κάνουν τέτοια βίαια σκηνικα μπροστά της. Ήταν νωπές οι αναμνήσεις της.
«Σταματήστε τώρα.» είπε σοβαρά η Ντέπη στους δύο άντρες. Έπρεπε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της, για χάρη του παιδιού της. «Η Ελεάννα πέρασε πάρα πολλά στην απαγωγή της. Αλέξη ήξερες ότι την είχαν απαγάγει, δεν ξέρεις όμως τι τράβηξε, όπως ούτε κι εγώ. Νίκο δεν ήξερες τίποτα από όλα αυτά, τα μαθαίνεις όμως τώρα. Φωνές, χαστούκια και βίαιες συμπεριφορές κομμένες μπροστά της. Διαφορετικά, δεν με νοιάζει και να με σαπίσετε στο ξύλο.» είπε ήσυχα αλλά με απόλυτο τόνο, που τους έδωσε να καταλάβουν την σοβαρότητα της κατάστασης.
Τους κοίταξε και τους δύο και έφυγε. Πλησίασε την κόρη της περπατώντας σταθερά, παρόλο που αισθανόταν πως έτρεμαν τα πόδια της.
«Συγγνώμη Ελεάννα μου. Δεν θα συμβεί κάτι τέτοιο άλλη φορά.»
Την αγκάλιασε και την πήρε από το χέρι για να μπουν μέσα στο σπίτι.
YOU ARE READING
Θα αντέξει ο έρωτας;
RomanceΗ Ελεάννα ζει σε μια μονοκατοικία με τη αδιάφορη οικογένεια της. Είναι κόρη του μεγάλου δικηγόρου Αλέξη Αργυρίου. Έχει κλειστεί στον εαυτό της και είναι φανερά αντικοινωνική. Μοναδική φίλη της, η εξωστρεφής Μαρίζα. Μια συζήτηση με την μητέρα της στέ...