Η Ντέπη μπήκε ήσυχα στο δωμάτιο. Η κόρη της ακόμα κοιμόταν. Άφησε το δίσκο πάνω στο μικρό γραφειάκι και κάθισε πλάι της. Της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά.
Εκείνη τινάχτηκε. Μα μόλις είδε την μαμά της αναστέναξε με ανακούφιση.
«Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε τρομάξω.»
«Δεν πειράζει. Πεινάω.»
Η Ντέπη της έδωσε τον δίσκο με τα κρουασάν, το γάλα και δύο μεγάλα κομμάτια κέικ από τα χεράκια της Ζωίτσας.
«Κάποια στιγμή πρέπει να μιλήσουμε.» της είπε
«Το ξέρω μαμά. Κι έχουμε πολλά να πούμε.»
«Κυρίως για αυτά που πέρασες.»
«Και για την γιαγιά. Για τον μπαμπά. Έχω πολλές απορίες.»
« Έχεις δίκιο. Απλά θέλω πρώτα να χαλαρώσεις και μετά μου τα λες όλα εντάξει;»
«Εντάξει μαμά.» είπε και καταβρόχθισε γρήγορα το κέικ. Τόσες μέρες στέρηση, ένιωθε πως το στομάχι της δεν θα γέμιζε ποτέ.
«Τηλεφώνησε ο Χάρης το πρωί και είπε πως θα έρθει να σε πάρει να πάτε βόλτα στο χωριό.»
Η Ελεάννα χαμογέλασε. Πόσο τον αγαπούσε αυτόν τον άνθρωπο. Αν ήταν κάποιος άλλος στη θέση του δεν θα νοιαζόταν τόσο γι αυτή. Εκείνος έκανε τα πάντα για να τη σώσει και την περίμενε υπομονετικά. Δεν την παράτησε.
«Τι ώρα είναι;» ρώτησε την μητέρα της. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου.
«Δώδεκα. Λίγο κοιμήθηκες. Πέσε να ξεκουραστείς.»
«Έχεις δίκιο.» είπε και χασμουρήθηκε. Δεν άργησε να την ξανά πάρει ο ύπνος.
Η Ντέπη κατέβηκε κάτω στο σαλόνι όπου την περίμενε η Ζωίτσα.
«Πως είναι;» ρώτησε ανήσυχη η ηλικιωμένη γυναίκα.
«Θα περάσουμε δύσκολες στιγμές.» αρκέστηκε να πει η Ντέπη.
«Ας είναι.» απάντησε η Ζωίτσα. «Μόνο να γίνει καλά.»
«Μαμά να σε ρωτήσω κάτι;»
«Ναι ρώτα με.»
«Ο Νίκος έκανε οικογένεια;» ρώτησε διστακτικά.
Η Ζωίτσα αναδεύτηκε στην θέση της. Δεν της ήταν εύκολο να μιλάει γι αυτό το θέμα. Ένιωθε τύψεις απέναντι στην κόρη της.
«Ναι. Παντρεύτηκε τρία χρόνια αφότου έφυγες. Δεν τον αξίωσε ο θεός να κάνει παιδιά. Αλλά ούτε και ο γάμος του στέριωσε.»
«Τι εννοείς δεν στέριωσε;»
Μέσα της ένιωθε μια μικρή ικανοποίηση. Είχε ακόμα ελπίδες ότι θα είναι μαζί;
Βγάλε τις βλακείες από το μυαλό σου, ούτε να σε βλέπει δεν θέλει, σε μισεί- έλεγε στον εαυτό της.
Όσο για το άλλο, ο θεός τον είχε αξιώσει. Η Ντέπη αποφάσισε να του στερήσει το παιδί.
«Μαμά, ο Νίκος έχει παιδί.»
Η Ζωίτσα την κοίταξε παραξενεμένη. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσε η κόρη της.
«Αφού δεν έχει σου λέω.» επανέλαβε μήπως είχε καταλάβει λάθος η κόρη της.
«Έχει μαμά. Είναι πάνω και κοιμάται.»
Την είδε που στηρίχτηκε στον τοίχο.
Έτρεξε κοντά της και την έβαλε να κάτσει. Της έφερε κι ένα ποτήρι νερό.
«Δεν έπρεπε να στο πω έτσι απότομα.»
Η Ζωίτσα έκλαιγε.
«Γιατί δεν μου το είπες; Δεν θα σε πίεζα αν το ήξερα.»
«Δεν το ήξερα ούτε εγώ. Κατάλαβα ότι ήμουν έγκυος μετά τον γάμο μου με τον Αλέξη. Υπέθεσα ότι είναι δικό του. Αργότερα κάναμε κάτι εξετάσεις και ανακάλυψα ότι το παιδί ήταν του Νίκου.»
«Θέε μου.» αναφώνησε η Ζωίτσα κι έκανε το σταυρό της. «Πρέπει να του το πεις.» συνέχισε.
«Πας καλά μάνα;» είπε απότομα και έφυγε από πλάι της. «Πως θα του πω κάτι τέτοιο μετά από τόσα χρόνια.»
«Μην σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου. Πρέπει να το ξέρει. Έχει το δικαίωμα.»
«Κι εγώ είχα το δικαίωμα να διαλέξω ποιον θέλω να παντρευτώ αλλά δεν μου το επιτρέψατε.»
Η Ζωίτσα κατέβασε το κεφάλι.
«Λάθος μου και δικό μου και του πατέρα σου. Όμως, πρέπει να του το πεις. Η Ελεάννα το ξέρει;»
«Όχι και δεν θέλω να το μάθει κιόλας.»
«Κι αυτή πρέπει να το ξέρει.»
«Μη μου λες τι θα κάνω.» είπε φουριόζα και βγήκε από το σπίτι. Ήθελε να πάρει λίγο αέρα. Γνώριζε πως η μητέρα της είχε δίκιο. Πάλι εγωιστικά φερόταν. Σκεφτόταν ότι θα της γυρίσει η Ελεάννα την πλάτη και ότι ο Νίκος θα την μισήσει ακόμα πιο πολύ.
Έπρεπε να το πει και στους δύο κι ας αναλάμβανε τις συνέπειες.
Μετά από δέκα λεπτά περπάτημα αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι. Αν ξυπνούσε η Ελεάννα έπρεπε να την βρει εκεί. Μα πριν πάει έπρεπε να πάει στο μίνι μάρκετ να αγοράσει κάτι υλικά που της ζήτησε η Ζωίτσα και είχε ξεχάσει να τα πει στον Νίκο όταν της έκανε την εξυπηρέτηση.
Μπήκε μέσα. Ο κυρ Θόδωρος την κοίταξε εξεταστικά.
«Κάτι μου θυμίζεις εσύ.» είπε κι έξυσε το μουστάκι του.
«Η Δέσποινα είμαι κύριε Θόδωρε. Η κόρη της Ζωίτσας.» είπε και του χαμογέλασε γλυκά. Τον συμπαθούσε από μικρή. Την κερνούσε συνέχεια καραμέλες.
«Βρε βρε πως μεγάλωσες έτσι.»
«Από κάποια ηλικία και μετά παύει να είναι κομπλιμέντο.» αστειεύτηκε.
«Αντε βρε μην ανησυχείς. Πάλι μια κούκλα είσαι.» της είπε τρυφερά.
Μα τι γλυκός άνθρωπος ήταν αυτός;
Εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα ο Νίκος. Την κοίταξε και ξαφνιάστηκε. Νόμιζε πως είχε φύγει από το χωριό ξανά.
«Θόδωρε, θα περάσω σε λίγο.» είπε κι ενώ έριξε μια κοφτή ματιά στην Ντέπη, έφυγε βιαστικός.
«Σου κρατάει μούτρα για τότε;»
Όλοι είχαν καταλάβει για αυτούς τους δύο τότε.
«Εε μάλλον ναι, δεν του φέρθηκα και πολύ καλά.» είπε και αφού πήρε ότι χρειαζόταν, επέστρεψε στο σπίτι.
Αν αποφάσιζαν να μείνουν εδώ στο χωριό θα έπρεπε να ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα με τον Νίκο. Δεν μπορούσε να τον συναντάει κάθε μέρα και να κάνουν ότι δεν γνωρίζονταν. Αυτά ήταν παιδιάστικα πράγματα. Είχαν ενηλικιωθεί πια.
Άκουσε τον θόρυβο της μηχανής και πετάχτηκε από την χαρά της. Τον περίμενε πως και πως. Φορούσε ένα γαλάζιο αέρινο φόρεμα με τα πέδιλα της. Είχε κάνει κι ένα μπάνιο για να αισθανθεί πιο ανανεωμένη. Έτριβε με δύναμη το σώμα της, να το καθαρίσει από κάθε βρωμιά που της πρόσφεραν εκείνες οι εφιαλτικές μέρες.
Το χωριό της έκανε πολύ καλό. Όλα ήταν ήσυχα και ένιωθε ασφάλεια. Κανένας δεν θα την έβρισκε εκεί. Βέβαια εκεί που χαμογελούσε, την έπιανε μια απότομη θλίψη κι έκλαιγε για αρκετή ώρα. Μα εκείνη την στιγμή ένιωθε πολύ χαρούμενη που θα τον έβλεπε.
Κατέβηκε κάτω και έπεσε στην αγκαλιά του.
Εκείνος την έσφιξε πάνω του αλλά όχι για πολύ. Δεν ήξερε και τι είχε περάσει όλο αυτό το διάστημα και έπρεπε να προσέχει την συμπεριφορά του.
«Πάμε;»
«Πάμε.» της είπε και την έπιασε από το χέρι.
Περπατούσαν για λίγα λεπτά χωρίς να μιλάνε.
Κάποια στιγμή η Ελεάννα τον σταμάτησε στην πλατεία του χωριού, η οποία εκείνη την ώρα δεν είχε κόσμο. Συνήθως μαζεύονταν αργότερα οι παρέες.
«Νομίζω πως πρέπει να σου μιλήσω.»
«Αν νιώθεις έτοιμη.» της είπε αλλά, κατά βάθος ήθελε πολύ να ξέρει.
«Νιώθω.»
«Σε ακούω.» της είπε γλυκά.
Δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει και πώς να πει αυτά που ήθελε να του πει.
Σοβάρεψε απότομα και ταίριαξε μια τούφα από τα μαλλιά τη- που την ενοχλούσε, γύρω από το αυτί της.
«Λοιπόν, όπως κατάλαβες, με πήρανε από το σπίτι την ημέρα των γενεθλίων μου όταν έκλεισαν τα φώτα. Μου έβαλαν ένα πανί στο στόμα, το εισέπνευσα και έχασα τις αισθήσεις μου. Με πήγανε στο μέρος που είδες. Στην αρχή δεν ασχολιόντουσαν πολύ μαζί μου. Μου έδιναν λίγο φαγητό και νερό μια φορά την ημέρα. Ο Σωτήρης δεν με είχε επισκεφτεί καθόλου. Κάποια στιγμή όμως, με επισκέφτηκε...» είπε και στη θύμηση των όσων θα ακολουθούσαν στην διήγηση της άρχισε να κλαίει.
«Αν δεν θέλεις να συνεχίσεις...» ξεκίνησε να λέει ο Χάρης- που είχε αρχίσει να υποψιάζεται τι έγινε όταν την επισκέφτηκε, αλλά τον διέκοψε η Ελεάννα.
«Πρέπει να σου πω.» είπε και ακούμπησε το δάχτυλο της στα χείλη του. «Την πρώτη φορά δεν μου έκανε τίποτα. Τον ζητούσαν από έξω οι συνεργοί του. Όμως, την δεύτερη συνέχισε αυτό που άφησε στην μέση την προηγούμενη φορά. Σου το ορκίζομαι έκανα τα πάντα για να τον αποφύγω. Συγγνώμη Χάρη μου, συγγνώμη.» είπε και το κορμί της τραντάζονταν από τους λυγμούς.
Ο Χάρης την αγκάλιασε και την φίλησε στο κορυφή του κεφαλιού τρυφερά.
«Μην μου ζητάς συγγνώμη. Δεν έκανες κάτι.» της είπε για να την καθησυχάσει ενώ το βλέμμα του σκλήρυνε στην σκέψη του Σωτήρη. Καλά έκανε κι αυτοκτόνησε το κάθαρμα. Έπρεπε να το πει και στην Ελεάννα αλλά περίμενε πρώτα να ηρεμήσει.
«Χάρη εγώ αν θέλεις να με αφήσεις, θα το καταλάβω.» είπε διστακτικά.
Εκείνος την κοίταξε τρυφερά.
«Γιατί είσαι τόσο χαζό;» είπε κι άφησε ένα απαλό, πεταχτό φιλί στα χείλη της. Ευτυχώς, δεν την τρόμαξε. Έπρεπε να κάνει υπομονή, θα περνούσαν δύσκολα για ένα διάστημα.
Εκείνη συνέχιζε να κλαίει.
Της σκούπισε τα δάκρυα.
«Έχω να σου πω κι εγώ κάτι.»
Τον κοίταξε με περιέργεια και καχυποψία.
«Ο Σωτήρης χθες βράδυ που φύγαμε από την παραλία και τον αφήσαμε εκεί...»
«Συνέχισε.»
«Είχε όπλο μαζί του. Αυτοκτόνησε.»
Αμέσως ήρθαν στο μυαλό της τα λόγια της. «Δεν πρέπει να υπάρχουν άνθρωποι σαν εσένα.» Και η δική του απάντηση. «'Όντως δεν πρέπει να υπάρχουν.»
Το είχε προσχεδιασμένο ότι θα αυτοκτονήσει. Γι αυτό δεν το χρησιμοποίησε εναντίον τους όταν έφυγαν από εκεί, γι αυτό και το ψέμα ότι ο μπαμπάς τη θα έδινε τα λεφτά, για να γλυτώσει από τους άλλους.
«Εγώ φταίω.» είπε κι έκλαιγε ακόμη πιο δυνατά.
«Σε τι φταις εσύ;»
Του εξήγησε τα πάντα. Του εκμυστηρεύτηκε όσα της εμπιστεύτηκε ο Σωτήρης. Του είπε τα λόγια της προς αυτόν.
«Καλά του είπες. Μην νιώθεις τύψεις. Ότι κι αν έπαθε δεν τον δικαιολογεί. Δεν πρέπει να υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι σε αυτό τον κόσμο. Είχες δίκιο. Ένας λιγότερος.»
Η Ελεάννα δεν θέλησε να σχολιάσει.
«Πάντως τώρα εξηγείτε και κάτι ακόμα.»
«Τι;»
«Η μητέρα του σκότωσε τον πατέρα του.»
Η Ελεάννα έβαλε αυθόρμητα το χέρι στο στόμα της.
«Καημένη γυναίκα.» είπε μελαγχολικά.
«Είπα στην Μαρίζα ότι είσαι καλά.» άλλαξε θέμα. Δεν ήθελε να την βλέπει έτσι, άλλωστε δεν ήξερε και τι άλλο να πει.
«Και τι σου είπε;» του είπε και χαμογέλασε στο άκουσμα του ονόματος της φίλης της. Της είχε λείψει και αυτή πολύ.
«Ότι θα έρθει αύριο να σε δει.»
Σηκώθηκαν από το παγκάκι που κάθονταν και έκαναν κάποιες βόλτες. Ανακάλυπταν μαζί το χωριό. Συζητούσαν για άλλα θέματα. Ο Χάρης ήθελε να την κάνει να ξεχαστεί.
Ύστερα την άφησε μπροστά από το σπίτι της γιαγιάς της και αυτός ανέβηκε στην μηχανή για να φύγει.
ESTÁS LEYENDO
Θα αντέξει ο έρωτας;
RomanceΗ Ελεάννα ζει σε μια μονοκατοικία με τη αδιάφορη οικογένεια της. Είναι κόρη του μεγάλου δικηγόρου Αλέξη Αργυρίου. Έχει κλειστεί στον εαυτό της και είναι φανερά αντικοινωνική. Μοναδική φίλη της, η εξωστρεφής Μαρίζα. Μια συζήτηση με την μητέρα της στέ...