Κεφάλαιο 12ο

284 30 0
                                    


    Τις επόμενες τέσσερις μέρες έβρεχε διαρκώς. Οι δρόμοι ήταν μούσκεμα και σε μερικές περιοχές είχε πλημμυρίσει. Ευτυχώς οι μετεωρολογικές προβλέψεις υπόσχονταν πως ο καιρός θα ξανά έφτιαχνε ξανά.
   Η Ντέπη καθόταν και κοιτούσε έξω από το παράθυρο του δωματίου της τον κήπο. Όμορφος και περιποιημένος, χάρη στην εξαίσια δουλειά του Μηνά, του κηπουρού. Ειδικά τα τριαντάφυλλα- που ήταν και από τα αγαπημένα της φυτά ήταν ακόμη πιο όμορφα.
   Καθώς τα κοιτούσε σκεφτόταν την κόρη της. Είχε φύγει πριν λίγο για το σχολείο. Τις τελευταίες μέρες δεν ήταν καθόλου καλά. Ήταν συνεχώς αφηρημένη, της μιλούσες και δεν σε άκουγε. Έτρωγε ελάχιστα και τα μάτια της βούρκωναν με το παραμικρό και πολλές φορές χωρίς να υπάρχει λόγος. Έβαζε στοίχημα πως όταν έμενε μόνη στο δωμάτιο της έκλαιγε.
   Στην αρχή νόμιζε πως ήταν λόγω μιας μονοήμερης ίωσης που είχε. Καθώς η Ελεάννα γενικά όταν είναι άρρωστη, γίνεται πιο ευαίσθητη αλλά στην πορεία θυμήθηκε και η ίδια τι είδους συμπτώματα είναι αυτά. Η κόρη της ήταν ερωτευμένη. Κι αν έκρινε από την συμπεριφορά της αυτός ο έρωτας ή δεν είχε ανταπόκριση ή γενικευμένα δεν οδηγούσε πουθενά.
   Έριξε μια τελευταία ματιά στον κήπο και ύστερα προχώρησε προς την ντουλάπα δωμάτιο που είχε για τα ρούχα της. Άνοιξε ένα μεγάλο συρτάρι κι έβγαλε ένα μπαουλάκι, αφού πρώτα έβγαλε αμέτρητα ρούχα που το έκρυβαν.
   Το άνοιξε. Είχε καιρό να το ανοίξει και να δει το περιεχόμενο του.
   Έβγαλε από μέσα πέντε επιστολές, ένα ξεραμένο τριαντάφυλλο και μια φωτογραφία. Αν είχε προνοήσει θα έφερνε κι ένα μπουκάλι κρασί. Αλλά ποτέ δεν ήταν αργά. Κατέβηκε πήρε γρήγορα το μπουκάλι κι ένα ποτήρι κι επέστρεψε δριμύτερη. Κάθισε με την πλάτη στη συρταρίερα κι άρχισε να διαβάζει μία μία τις επιστολές. Δάκρυσε με νοσταλγία και θλίψη κι αμέσως ήπιε μονοκοπανιά το γεμάτο ποτήρι. Το γέμισε πάλι.
   Έπειτα έπιασε το τριαντάφυλλο. Είχε χάσει πια την μυρωδιά του, μα εκείνη έκλεισε τα μάτια κι ήταν σαν να το μύριζε, όπως είχε κάνει τότε.
   Με λίγους δισταγμούς έπιασε την φωτογραφία και κοίταξε με λύπη τα δύο ευτυχισμένα νεανικά πρόσωπα που απεικονίζονταν και άστραφταν την φωτογραφία με τα χαμόγελα τους. Εστίασε μόνο στο ένα. Σε εκείνον. Αν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω όλα θα ήταν διαφορετικά. Αλλά δυστυχώς τα λάθη πληρώνονται.
   Αχ εκείνο το πρόσωπο. Τόσο λαμπερό, τόσο όμορφο. Έκλαιγε κι έπινε το κρασί μέχρι που τελείωσε. Δεν είχε το κουράγιο να σηκωθεί και να πάρει άλλο. Απλά ξάπλωσε στο πάτωμα και κουλουριάστηκε κρατώντας σφιχτά στην καρδιά της την φωτογραφία.
   Δεν ήξερε πόση ώρα καθόταν εκεί μέχρι που άκουσε κάποιον στα σκαλοπάτια. Μάλλον θα είχε επιστρέψει η Ελεάννα από το σχολείο. Έπρεπε να της μιλήσει κάποια στιγμή για τον έρωτα. Να την συμβουλέψει. Μα ήταν ανίκανη πλέον να το κάνει αυτό.

   
   Πέταξε την τσάντα της στο πάτωμα και μπήκε στο μπάνιο. Έπλυνε το πρόσωπο της, το οποίο είχε αποκτήσει μαύρους κύκλους και άνοιξε το θερμοσίφωνο για να κάνει ένα ντουζ. Πάντα το ζεστό νερό την αναζωογονούσε.
   Όταν τελείωσε κάθισε στο κρεβάτι και αποφάσισε να διαβάσει. Με αυτά και με αυτά είχε παραμελήσει τα μαθήματα της και οι καθηγητές της έκαναν συνεχώς παρατηρήσεις.
   «Τι έγινε; Η κυρία τέλεια έχασε την τελειότητα της;» της είχε πει το πικρόχολο σχόλιο της μια συμμαθήτρια της η Ζήνα. Τι πρόβλημα είχε μαζί της δεν μπορούσε να καταλάβει. Αλλά δεν είχε ούτε χρόνο, ούτε διάθεση να ασχοληθεί μαζί της.
   Είχε σοβαρότερα προβλήματα.
   Ξεφύσησε προβληματισμένα και προσπάθησε να επικεντρωθεί στο βιβλίο της ιστορίας. Πως θα μάθαινε όλο αυτό το κατεβατό; Το μυαλό της ταξίδευε οπουδήποτε αλλού. Είχε περάσει ένα τέταρτο κι εκείνη κοιτούσε τον τοίχο απέναντι μέχρι που το συνειδητοποίησε και άρχισε ξανά να διαβάζει. Μετά από πολύ κόπο και προσπάθεια κατάφερε να το αποστηθίσει. Είχαν τελειώσει τα δύσκολα, έμεναν λίγες ασκήσεις έκθεση και μαθηματικά.
   Αυτά ήταν απλά και τα τελείωσε γρήγορα.
   «Ελεάννα.» άκουσε την φωνή της μαμάς της πίσω από την πόρτα.
   «Πέρνα.» είπε κάπως νευριασμένα. Τόσα χρόνια ήταν σαν να μην υπήρχε σε αυτό το σπίτι και ξαφνικά, την στιγμή που χρειαζόταν πραγματικά τν ησυχία της, η μαμά της ασχολιόταν συνέχεια μαζί της. 'Έβρισκε διάφορες αφορμές να την περιτριγυρίζει.
   «Σου έφερα κάτι να φας. Δεν κατέβηκες για μεσημεριανό και σκέφτηκα ότι θα πεινάς.» είπε κι άφησε τον δίσκο το γραφείο.
   «Δεν πεινάω. Μπορείς να το πάρεις.» είπε αδιάφορα ενώ κοιτούσε το κινητό της.
   «Θα φας πεινάς δεν πεινάς. Έχεις αδυνατίσει και δεν σε παίρνει άλλο.» είπε κατηγορηματικά η Ντέπη.
   Υπομονή Ελεάννα, υπενθύμιζε στον εαυτό της. Μην ξεσπάς τώρα.
   «Καλά άστο θα φάω.»
   «Όλο.»
   «Τι σε έχει πιάσει μου λες;» δεν άντεξε τελικά.
   «Τι εννοείς;»
   «Γιατί ξαφνικά θυμήθηκες ότι υπάρχω κι εγώ;»
   Η Ντέπη κατέβασε το κεφάλι.
   «Έχεις δίκιο.»
   «Και τι να το κάνω το δίκιο μου;»
   «Ήθελα να αλλάξουμε τις σχέσεις μας.» είπε διστακτικά η Ντέπη.
   «Τώρα το θυμήθηκες; Μετά από σχεδόν δεκαεφτά χρόνια; Τόσο σου πήρε για να καταλάβεις ότι ε ίσαι μάνα; Δεν νομίζεις πως είναι αργά για να ενσαρκώσεις αυτόν τον ρόλο;» φώναξε η Ελεάννα κι άρχισε να κλαίει. Είχαν μαζευτεί όλα. Ένιωθε τόση πίεση. Και κυρίως όλο το παράπονο που έκρυβε μέσα της γι αυτή την αδιαφορία των γονιών της, βγήκε σήμερα.
   Η Ντέπη την πλησίασε και κάθισε στο κρεβάτι.
   «Ότι και να πω δεν με δικαιολογεί και το ξέρω. Θεωρώ όμως πως κάθε άνθρωπος δικαιούται μια    δεύτερη ευκαιρία για να διορθώσει τα σφάλματα του.» είπε και πήγε να της χαϊδέψει τα μαλλιά.
   Η Ελεάννα τραβήχτηκε.
   «Δεν ξέρω. Θα δείξει.» είπε σιγανά και μετά φόρεσε τα ακουστικά της για να δείξει στην μητέρα της πως η συζήτηση είχε τελειώσει. Την είδε που έφυγε λυπημένη και μόλις έκλεισε η πόρτα αναστέναξε με ανακούφιση. Η συζήτηση την είχε φέρει σε δύσκολη θέση. Ένιωθε σαν να της ζητούσε μια ξένη να γίνει μάνα της.
   Αναρωτιόταν αν είχε χάσει την ευκαιρία της και πλέον τίποτα δεν μπορούσε να διορθωθεί ή αν τελικά δεν ήταν και τόσο αργά. Η αλήθεια ήταν πως είχε ανάγκη να το δοκιμάσει. Όσο να πεις ένα παιδί πάντα θέλει την αγάπη των γονιών του και τώρα δεν μπορούσε να την απορρίψει.
   Σηκώθηκε και πήγε στο γραφείο για να τσιμπήσει λίγο από την μακαρονάδα με κρέμα γάλακτος και μανιτάρια. Έπρεπε να φάει. Καλώς η κακώς η Ντέπη είχε δίκιο. Είχε αδυνατίσει. Όχι πολύ. Μα επειδή ήταν και πριν αδύνατη, τώρα φαινόταν άσχημα. Συν τους μαύρους κύκλους, ένιωθε πολύ άσχημη.

   
   Το κουδούνι χτύπησε για το σχόλασμα. Η Ελεάννα πήρε την τσάντα της βαριεστημένα και κατέβηκε γρήγορα τα σκαλιά. Στο προαύλιο την περίμενε η Μαρίζα. Είχαν γυμναστική τελευταία ώρα τις Παρασκευές.
   Την πλησίασε χαμογελώντας και την αγκάλιασε.
   «Πάμε;» την ρώτησε κεφάτα η Μαρίζα.
   «Πάμε.»
   Άρχισαν να περπατούν. Σήμερα η Μαρίζα θα πήγαινε για μεσημέρι στο σπίτι της Ελεάννας. Ήταν δική της ιδέα. Διότι έπρεπε να κάνει κάτι για την κολλητή της που περνούσε δύσκολα τον τελευταίο καιρό.
   «Ελεάννα.» ακούστηκε μια φωνή από πίσω τους.
   Γύρισαν και οι δύο τα κεφάλια τους. Ήταν ο Χάρης.
   «Μπορώ να σου μιλήσω;» την ρώτησε.
   Η Ελεάννα κοίταξε την φίλη της. Εκείνη της έγνεψε διακριτικά ναι.
   «Περίμενε στο αυτοκίνητο και πες στον σοφέρ ότι δεν θα αργήσω.» της ψιθύρισε στο αυτί για να μην ακούσει ο Χάρης την λέξη σοφέρ.
   «Πάμε.» του είπε κοφτά.
   Εκείνος της χαμογέλασε κι εκείνη με το ζόρι δεν έκανε το ίδιο.
   «Ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη.»
   «Γιατί να μου ζητήσεις συγγνώμη;»
   «Για την χαζομάρα που σου είχα πει.»
   «Κατάλαβα τον λόγο. Εννοώ γιατί να ζητήσεις συγγνώμη εφόσον αυτή είναι η εντύπωση που σου έδωσα.»
   Πήγε να της απαντήσει αλλά τον διέκοψε.
   «Χάρη, εγώ φταίω στην ουσία. Έχεις σχέση, δεν έπρεπε να σε αφήσω ούτε να με φιλήσεις, ούτε να σε πλησιάσω. Τίποτα. Λογικό να βγάλεις τέτοια συμπεράσματα.» του είπε ενώ έτσουζαν τα μάτια της στην προσπάθεια της ν μην βουρκώσει.
   «Μην λες βλακείες. Εγώ ήμουν απαράδεκτος που σου πρότεινα κάτι τόσο γελοίο. Δεν ξέρω καν τι σκεφτόμουν. Ξέρω πολύ καλά πως δεν είσαι τέτοια κοπέλα.»
   Του χαμογέλασε.
   «Ήθελα και πιο πριν να σου ζητήσω συγγνώμη αλλά δεν μπορούσα.» συνέχισε.
   «Δεκτή. Πρέπει να φύγω όμως τώρα. Θα περιμένει η Μαρίζα.» του είπε και συνέχισε να του χαμογελάει. «Γεια σου.»
   «Ελεάννα.» την φώναξε ενώ ήταν έτοιμη να φύγει.
   «Ναι.»
   «Εγώ χώρισα την Βιβή. Κι έλεγα μήπως τώρα θα ήθελες να βγούμε ξανά μαζί και να γίνουν πιο σωστά τα πράγματα.» είπε διστακτικά.
   Μην τσιρίξεις, είπε στον εαυτό της.
   Τον κοίταξε γλυκά.
   «Ναι θα το ήθελα.»
   «Ωραία. Θέλεις σήμερα;»
   «Ναι.» του απάντησε.
   Συνεννοήθηκαν για την ώρα και το μέρος συνάντησης κι εκείνη έφυγε. Η Μαρίζα θα είχε σκάσει από την αγωνία της. Ήταν σίγουρη.

Θα αντέξει ο έρωτας;Donde viven las historias. Descúbrelo ahora