Ο καιρός εκείνη την ημέρα ήταν πολύ καλός. Είχε περάσει μια εβδομάδα από την στιγμή που είχε επιστρέψει η Ζωίτσα από το νοσοκομείο. Η κατάσταση βέβαια που επικρατούσε στο σπίτι ήταν πολύ άβολη. Η Ντέπη και η Ζωίτσα δεν μιλούσαν πολύ.
Η Ελεάννα είχε καταλάβει πως κάτι είχε προηγηθεί μεταξύ τους πριν το καρδιακό επεισόδιο της γιαγιάς της, αλλά δεν ρώτησε τίποτα. Κυρίως για να μην αναστατώσει την γιαγιά της. Η υγεία της ήταν ακόμη εύθραυστη και δεν ήθελε να την χάσει, τώρα, που μετά από τόσα χρόνια, την βρήκε.
Βέβαια, οι σχέσεις των δύο γυναικών δεν ήταν ούτε καλές ούτε όμως και άσχημες. Απλά, απέφευγαν η μία την άλλη. Η Ζωίτσα γιατί φοβόταν να μιλήσει στην κόρη της και η Ντέπη γιατί ένιωθε ένοχη που κινδύνευσε η ζωή της μητέρας της εξαιτίας της, χωρίς ωστόσο να μετανιώνει για όσα της είπε.
«Μαμά;» φώναξε από το δωμάτιο της η Ελεάννα.
«Τι έγινε;» ρώτησε η γυναίκα μπαίνοντας σε δευτερόλεπτα μέσα.
«Θα πάμε θάλασσα με τον Χάρη. Θέλω να μου φτιάξεις δύο τοστ, να μου βάλλεις λίγα φρούτα και δύο καλαμπόκια. Α βάλλε και κανέναν χυμό και οπωσδήποτε νερό.»
«Τίποτα άλλο;» ρώτησε η Ντέπη ειρωνικά , κρύβοντας ένα σιγανό γελάκι.
«Ε να μην το παρακάνουμε κιόλας.» είπε το ίδιο ειρωνικά και η Ελεάννα.
«Έχεις δίκιο.» είπε η Ντέπη και βγήκε από το δωμάτιο για να πραγματοποιήσει την επιθυμία της Ελεάννας. «Αντηλιακό να πάρεις.» φώναξε από την κουζίνα καθώς έψηνε τα τοστ.
Η Ελεάννα άρχισε να φτιάχνει την τσάντα της. Έβαλε μέσα πετσέτες, δεύτερο μαγιό και τέλος το αντηλιακό. Με πενήντα της εκατό δείκτη προστασίας γιατί μέχρι εκείνη την στιγμή δεν την είχε δει πολύ ο ήλιος και πολύ πιθανό να γινόταν κόκκινη σαν ντομάτα από το κάψιμο.
Αισθανόταν άσχημα που στα τέλη του Ιούλη δεν είχε μαυρίσει καθόλου, αλλά δεν είχε τύχει να πάει πουθενά. Και το γεγονός ότι θα πήγαινε έστω και τώρα, ήταν πολύ μεγάλο βήμα για εκείνη, που δεν άντεχε να βλέπει το σώμα της στον καθρέπτη.
Έβαλε τα γυαλιά ηλίου της, φόρεσε τις σαγιονάρες και πήγε στην κουζίνα.
«Έτοιμα όλα;» ρώτησε την Ντέπη.
«Ναι, όλα είναι στο τραπέζι, βαλ' τα στην τσάντα σου.»
Η Ελεάννα τα έβαλε όλα μέσα.
«Ξέχασες τους χυμούς.»
«Ε δεν μου ζήτησες και λίγα.»
Η Ελεάννα χαμογέλασε και τους πήρε μόνη της από το ψυγείο.
«Φεύγω.»
«Να προσέχετε.»
«Λεφτά.» είπε η Ελεάννα και άπλωσε την παλάμη της.
Η Ντέπη κατευθύνθηκε προς τον καλόγερο, πλάι στην πόρτα, και αφού έβγαλε το πορτοφόλι από την τσάντα της, της έδωσε μερικά χρήματα.
«Αντε γεια.» είπε η Ελεάννα και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.
Βγήκε από το σπίτι και είδε τον Χάρη πάνω στην μηχανή. Δεν την είχε παρατηρήσει. Τον θαύμασε λίγο, έτσι όπως καθόταν χαλαρός και έβλεπε κάτι στο κινητό του. Φορούσε μια αμάνικη ανοιχτή γαλάζια μπλούζα που έκανε αντίθεση στο δικό του μαυρισμένο δέρμα και από κάτω το μαγιό του. Ήταν τόσο ανέμελος. Τόσο τέλειος!
Χαμογέλασε στην όψη του και τον πλησίασε. Αυτός μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία της, ανταπέδωσε το χαμόγελο.
Η Ελεάννα όταν έφτασε μπροστά του, τον αγκάλιασε σφιχτά.
Εκείνος ξαφνιάστηκε, αλλά την έσφιξε κι αυτός.
«Άντε πάμε.» του είπε εκείνη και ανέβηκε στην αγκαλιά του. Κόλλησε πάνω του.
«Ορεξούλες έχεις σήμερα.» είπε αυτός με παιχνιδιάρικο ύφος.
«Ναι. Κακό είναι;»
«Καθόλου.» είπε και της χάιδεψε το μηρό.
Ύστερα έβαλε μπροστά την μηχανή και φύγανε.
Όταν έφτασα στην παραλία, κατέβηκαν και κάθισαν σε δύο ξαπλώστρες μπροστά στην θάλασσα. Ήταν πολύ τυχεροί που βρήκαν.
Η Ελεάννα έβγαλε το αντηλιακό και άρχισε να το απλώνει σε όλο το σώμα της. Δεν άργησε να παρατηρήσει ότι ο Χάρης είχε αφαιρεθεί στα οπίσθια μιας κοπέλας που προσπαθούσε να μπει στην θάλασσα και έβγαζε μικρές τσιρίδες από το κρύο νερό.
Τα μάτια της έγιναν δύο σχισμές. Τότε ο Χάρης γύρισε και την κοίταξε. Άλλαξε αμέσως το βλέμμα της για να μην την αντιληφθεί και το κάρφωσε πάνω σε έναν- κοντά στην ηλικία τους, ο οποίος είχε κοιλιακούς που βγάζουν μάτι.
«Τι κοιτάς;» ρώτησε ενοχλημένος, για την ακρίβεια θυμωμένος.
«Εσύ τι κοιτούσες πριν με τόση προσήλωση;»
«Τίποτα.» είπε αδιάφορα και κοίταξε αλλού, όπως κάνουν όλοι οι ψεύτες.
«Κι εγώ τίποτα.»
Δεν της απάντησε αμέσως.
« Και στην τελική σιγά τον γκόμενο.» είπε ύστερα από παύση λίγων λεπτών.
Η Ελεάννα γέλασε.
«Ζηλεύεις;» τον ρώτησε παιχνιδιάρικα και κάθισε δίπλα του, κολλώντας το σώμα της στο δικό του.
«Χαζομάρες. Εννοείται πως όχι. Απλά δεν βρίσκω λογική.»
«Ζηλεύεις.» κατέληξε η Ελεάννα. «Και αν το πάμε έτσι σιγά τον κώλο.»
«Όχι και σιγά τον κώλο.» του ξέφυγε.
«Άρα αυτό κοιτούσες. Να ντρέπεσαι.» του είπε και επέστρεψε στην ξαπλώστρα της και έστεψε το κεφάλι της από την αντίθετη πλευρά που καθόταν ο Χάρης.
Το ίδιο έκανε κι εκείνος.
Μετά από λίγα δευτερόλεπτα γύρισαν και οι δύο ταυτόχρονα και γέλασαν.
«Μπαίνουμε;» της πρότεινε χαμογελαστός εκείνος.
«Ναι.» είπε και πετάχτηκε όρθια.
Τον φίλησε πεταχτά στα χείλη και τον πήρε από το χέρι για να σηκωθεί. Ο Χάρης μπήκε αμέσως στην θάλασσα ενώ εκείνη δεχόταν τα πολλαπλά νερά που της έριχνε. Κατάφερε να μπει κι εκείνη.
Κάθισαν λίγο στα ρηχά. Η Ελεάννα τύλιξε τα πόδια της γύρω από την μέση του.
«Δίπλα είναι η κοπελιά πάντως. Αν θες μπορείς να πας.»
«Λες;» είπε πειραχτικά αυτός.
Η Ελεάννα πήγε να κατέβει από πάνω του.
Εκείνος της κράτησε σφιχτά τα πόδια και την εμπόδισε.
«Άσε με. Κοίτα ποιος μπαίνει.»
Ο Χάρης στράφηκε και είδε να μπαίνει το αγόρι με τους κοιλιακούς.
«Πάνε.» της είπε ψυχρά και την κατέβασε.
«Όχι.» του είπε ναζιάρικα και τρίφτηκε πάνω του. «Και να ξέρεις εσύ έχεις καλύτερο σώμα.»
«Αυτό εννοείτε.» είπε και την κόλλησε πάνω του.
«Πάμε στα βαθιά;»
«Πάμε.» είπε ενθουσιασμένη η Ελεάννα.
Άρχισαν να απομακρύνονται κολυμπώντας. Μέχρι που κουράστηκαν και έκαναν ανάσκελα για να ξεκουραστούν.
Η Ελεάννα του έπιασε το χέρι όσο ξάπλωναν στην θάλασσα.
«Αν μας πάρει το κύμα, να μας πάρει μαζί.» του είπε και η φωνή της ακούστηκε πολύ μακρινή καθώς τα αυτιά τους ήταν μέσα στο νερό.
Ο Χάρης της το έσφιξε.
Κάποια στιγμή αποφάσισαν να βγουν. Είχε αρχίσει να απογευματιάζει και ο κόσμος σιγά σιγά ελάττωνε. Η Ελεάννα είχε ήδη κοκκινίσει. Κυρίως τα μάγουλα της και η ωμοπλάτη της.
«Τώρα δεν θα ξέρω πότε κοκκινίζεις από ντροπή.» της είπε για να την πειράξει.
Αυτή του έβγαλε την γλώσσα.
Από όλα όσα είχε φέρει η Ελεάννα έφαγαν μόνο τα τοστ και τα φρούτα. Ο Χάρης κέρασε μετά το παγωτό.
«Χάλια έγινες.» είπε και της έγλυψε τα χείλη για να φάει τη σοκολάτα. Κι ύστερα της φίλησε.
Ευτυχώς ο κόσμος είχε ελαττώσει πολύ και κανένας δεν τους πρόσεξε. Διαφορετικά η Ελεάννα θα ένιωθε τεράστια ντροπή
«Άστα αυτά, ευκαιρία έψαχνες.» του είπε κοροϊδευτικά.
«Δεν χρειάζεται να βρω ευκαιρίες για να σε φιλάω. Μπορώ να το κάνω όποτε θέλω και όπου θέλω. Θες να δεις;» είπε και προτού προλάβει εκείνη να απαντήσει, την άρπαξε από το σβέρκο και την έφερε το πρόσωπο της κοντά στο δικό του. Έκλεισε τα χείλη της με τα δικά του και άρχισε να την φιλάει παθιασμένα.
Όταν την άφησε, η Ελεάννα κοίταξε γύρω της να σιγουρευτεί ότι δεν τους έβλεπε κανένα παιδάκι και τον φίλησε το ίδιο παθιασμένα κι εκείνη.
«Πάμε γιατί δεν βλέπω να αντέχω μόνο στα φιλιά.»
Η Ελεάννα χαμογέλασε και σηκώθηκε. Έβαλε στην τσάντα την πετσέτα της και κατευθυνθήκανε προς την μηχανή.
Πριν ανέβουν στάθηκε για να βεβαιωθεί ότι τα πήρε όλα. Όταν σήκωσε το βλέμμα της, έπιασε τον Χάρη να την παρατηρεί χαμογελαστός, όπως είχε κάνει και η ίδια πριν έρθουν.
Του χαμογέλασε και αφού ανέβηκαν στην μηχανή, πλησίασε το στόμα της στο αυτί του.
«Σου έχω πει πόσο σε αγαπάω;» τον ρώτησε γλυκά.
«Ναι αλλά ξανά πες το.» της είπε αυτός.
«Πάρα μα πάρα πολύ.» του είπε και ακούμπησε το κεφάλι της στην πλάτη του. Έκλεισε τα μάτια και οσφράνθηκε την μυρωδιά του.
Ευτυχία!
«Κι εγώ.» της είπε τρυφερά.
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί.
«Χάρη.» είπε στα μισά τη διαδρομής.
«Ναι.»
«Νομίζω νιώθω έτοιμη.» είπε διστακτικά εκείνη.
Η μηχανή έκανε ένα μικρό ζικ ζακ. Ο Χάρης είχε αιφνιδιαστεί.
«Πάρε τηλέφωνο την μαμά σου και πες ότι θα κοιμηθούμε μαζί σήμερα. Οι γονείς μου θα λείπουν.»
Μέχρι και η τύχη ήταν με το μέρος τους.
Έφτασαν στο σπίτι του και μπήκανε μέσα. Η Ελεάννα κοίταξε τον γνώριμο χώρο. Ένιωθε λίγο αγχωμένη αλλά, ήταν σίγουρη πως είχε έρθει η ώρα.
Ο Χάρης την πλησίασε και την αγκάλιασε από πίσω. Την φίλησε στον ώμο. Ένιωθε το ίδιο αγχωμένος. Έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός, ύστερα από αυτά που πέρασε.
Την γύρισε προς αυτόν και την φίλησε τρυφερά. Έπρεπε να είναι τρυφερός. Την έσπρωχνε σιγά σιγά προς το δωμάτιο των γονιών του. Έβγαλε την μπλούζα του ενώ πρώτα άφησε την Ελεάννα στο κρεβάτι. Έσκυψε και την φίλησε και παράλληλα έπιανε την άκρη από την μπλούζα της. Την έβγαλε αργά. Κατέβηκε στο λαιμό της. Άρχισε να τον φιλάει με μεγαλύτερη ένταση, χωρίς ωστόσο να γίνεται πιο βίαιος. Της έβγαλε το από πάνω μαγιό και της χάιδεψε το στήθος απαλά.
Η Ελεάννα ρίγησε. Τέντωσε το σώμα της για να φτάσει το πρόσωπο της το δικό του και τον φίλησε.
Της έβγαλε το σορτσάκι και ύστερα το μαγιό και την άφησε γυμνή. Κατέβαινε προς τα κάτω αφήνοντας απαλά φιλιά σε όλο το μήκος της κοιλιάς της τα οποία γινόταν πιο έντονα καθώς έφτανε στην περιοχή της.
Η γλώσσα του άρχισε να κινείται επιδέξια στα εσωτερικά χείλη της, γεύτηκε την αλμύρα που είχαν λόγω της θάλασσας.
Η Ελεάννα άφηνε μικρά βογγητά που στη συνέχεια δυνάμωναν. Αφού τελείωσε το έργο του. Σηκώθηκε και την φίλησε. Μπήκε αργά μέσα της και μπαινόβγαινε με αργό ρυθμό. Στη συνέχεια γρηγορότερα.
Με ένα βογγητό τελείωσε πρώτη εκείνη και ύστερα από λίγο και εκείνος.
Ξάπλωσαν αγκαλιά. Η Ελεάννα ακουμπούσε το στέρνο του και εκείνος είχε τυλίξει τα χέρια του γύρω της ενώ παράλληλα της χάιδευε τα μαλλιά.
Ο Χάρης ένιωσε τα δάκρυα της στο δέρμα του.
«Τι έγινε; Έκανα κάτι που δεν έπρεπε;» ρώτησε αγχωμένος.
Η Ελεάννα σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.
«Αντιθέτως. Ήσουν υπέροχος. Είσαι υπέροχος. Σ' αγαπώ τόσο πολύ.» είπε.
Εκείνος την φίλησε για άλλη μια φορά.
«Κι εγώ σ' αγαπώ πολύ Ελεάννα. Είσαι τόσο πανέμορφη, τόσο ξεχωριστή. Τόσο τέλεια.» είπε και την έσφιξε πιο πολύ την αγκαλιά του.
Το ίδιο και η Ελεάννα.
Δεν είπαν τίποτα άλλο. Έμειναν αγκαλιασμένοι μέχρι που τους πήρε ο ύπνος.
Είναι μερικές στιγμές που νιώθεις τόσο πλήρης από μια αγκαλιά...Το τραγούδι αυτό το λατρεύω. Δεν ξέρω αν υπάρχει καλύτερο τραγούδι που να περιγράφει την αγάπη τόσο όμορφα.
VOCÊ ESTÁ LENDO
Θα αντέξει ο έρωτας;
RomanceΗ Ελεάννα ζει σε μια μονοκατοικία με τη αδιάφορη οικογένεια της. Είναι κόρη του μεγάλου δικηγόρου Αλέξη Αργυρίου. Έχει κλειστεί στον εαυτό της και είναι φανερά αντικοινωνική. Μοναδική φίλη της, η εξωστρεφής Μαρίζα. Μια συζήτηση με την μητέρα της στέ...