Κεφάλαιο 27ο

244 26 3
                                    


    Η καθαριότητα του σπιτιού, πρώτη φορά απασχολούσε την Ντέπη. Τόσα χρόνια δίπλα στον Αλέξη, δεν είχε ακουμπήσει ξεσκονόπανο ή έστω μία σκούπα. Μονίμως, αυτές οι δουλείες ήταν ανατεθειμένες σε υπηρέτριες. Αυτό βέβαια δεν την ενοχλούσε ούτε στο ελάχιστο, όμως τώρα έπρεπε να βοηθήσει την μητέρα της.
   Παράτησε ξεθεωμένη την σφουγγαρίστρα και παρατήρησε τον χώρο. Τα πάντα γυάλιζαν και ο χώρος μοσχομύριζε λεβάντα. Ένιωθε περήφανη για το κατόρθωμα της και αφού το καμάρωσε για λίγο ακόμη, πήγε να κάνει ένα κρύο μπάνιο για να χαλαρώσει και να αποβάλλει από πάνω της την σκόνη.
   Αφού βγήκε από την μπανιέρα, κοίταξε το είδωλο της στον καθρέπτη. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό της. Μολονότι, είχε χάσει κάποια κιλά, η αλλαγή πάνω της δεν ήταν ευχάριστη. Τα μάτια της είχαν γεμίσει μαύρους κύκλους και το δέρμα της έδειχνε πολύ ταλαιπωρημένο.
   Αυτό έπρεπε να αλλάξει. Πάντα ήταν μια κοκέτα. Αυτό δεν έπρεπε να αλλάξει, παρόλο που δεν είχε πια τα λεφτά για να φροντίζει απεριόριστα την εμφάνιση της.
   Το οικονομικό, ήταν ένα άλλο θέμα που έπρεπε να λυθεί σύντομα. Σκεφτόταν να ζητήσει διατροφή από τον σύζυγο της αλλά η Ελεάννα σε ένα χρόνο θα ενηλικιωνόταν, επομένως το θεώρησε άσκοπο. Ωστόσο, μια συζήτηση με τον Αλέξη ήταν αναπόφευκτη.
   Έπρεπε να διεκδικήσει μερίδιο στην περιουσία. Τόσα χρόνια παντρεμένη μετά το διαζύγιο δικαιούταν το μερίδιο της.
   Από κει και ύστερα θα σκεφτόταν πως θα αξιοποιούσε τα λεφτά ή τα σπίτια που θα έπαιρνε.
Άφησε όμως, αυτές τις σκέψεις για αργότερα. Τώρα έπρεπε να ασχοληθεί με τον εαυτό της.   Άπλωσε στο πρόσωπο της μια μάσκα ομορφιάς και έβαλε στα μάτια της δύο κομμάτια πατάτας. Είχε ακούσει πως αυτό βοηθούσε στην εξαφάνιση των μαύρων κύκλων.
   Ξεπλύθηκε ύστερα από ένα εικοσάλεπτο και κοίταξε ξανά το είδωλο της στον καθρέπτη.
   Τώρα μάλιστα, σκέφτηκε.
   Ένιωθε ξαφνικά, μια αύρα αυτοπεποίθησης να την κατακλύζει. Ήταν η κατάλληλη στιγμή να βρει τον Νίκο και να του μιλήσει.
   Θα πήγαινε από το σπίτι του. Ένιωθε λίγο άβολα στην σκέψη. Είχαν να μιλήσουν από τότε που έμαθε ότι έχει παιδί. Ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρη ότι θα ήταν τρομερά θυμωμένος μαζί της. Αλλά, έπρεπε να συζητήσουν. Ήταν απαραίτητο.
   Κατά βάθος, ήξερε πως αυτή η επίσκεψη δεν θα την πραγματοποιούσε μόνο για την Ελεάννα- στην οποία έπρεπε να πούνε την αλήθεια, αλλά και γιατί η ίδια έπιανε τον εαυτό της να θέλει σε μεγάλο βαθμό να τον δει.
   Βάφτηκε ελαφρώς και ντύθηκε γρήγορα.
   Έφυγε από το σπίτι με μία δόση άγχους. Δε ήξερε πώς να συμπεριφερθεί απέναντι του. Έφτασε ύστερα από δέκα λεπτά περπάτημα.
   Πήρε μια ανάσα και χτύπησε αποφασιστικά το κουδούνι.
   Εκείνος της άνοιξε. Μόλις την είδε ξαφνιάστηκε. Ήταν το τελευταίο άτομο που περίμενε να δει στο κατώφλι του σπιτιού του.
   «Καλησπέρα.» είπε διστακτικά η Ντέπη.
   «Τι θέλεις;» την ρώτησε απότομα.
   «Να μιλήσουμε σχετικά με την Ελεάννα.»
   Την κοίταξε με ένα συγκαταβατικό βλέμμα και παραμέρισε για να την αφήσει να περάσει.
   Η Ντέπη μπαίνοντας μέσα, ένιωσε την συγκίνηση να της φράζει το λαιμό. Το σπίτι ήταν όπως το θυμόταν με μόνη διαφορά οι φρεσκοβαμμένοι τοίχοι- των οποίων τα χρώματα δεν διέφεραν πολύ από τότε.
   Παρόλα αυτά, κατάφερε να διατηρήσει μια ουδέτερη έκφραση για να μην προδώσει τις σκέψεις της. Έριξε ακόμα μια ματιά γύρω της. Πρόσεξε ένα βάζο με λουλούδια. Το είχε δωρίσει στην μητέρα του Νίκου πριν από χρόνια, όταν εκείνη ήταν ακόμη ζωντανή.
   Ένιωσε ακόμη μεγαλύτερη συγκίνηση που το δώρο της κοσμούσε το σαλόνι σε περίοπτη θέση. Παρόλο που ήταν ένα αισχρό διακοσμητικό. Εκείνα τα χρόνια όμως θεωρούνταν πολύ όμορφο για ένα σπίτι.
   «Τι κοιτάς;» την ρώτησε ψυχρά.
   «Τίποτα.» είπε σαν να είχε μόλις συνέλθει.
   «Κάτσε.»
   Η Ντέπη κάθισε. Δεν της άρεσε πολύ ο τόνος της φωνής του. Αλλά, δεν περίμενε κάτι λιγότερο.   Για την ακρίβεια, είχε την εντύπωση πως θα της μιλούσε ακόμη χειρότερα.
   «Λοιπόν, για να μπούμε απευθείας στο θέμα. Θα το πούμε μαζί στην Ελεάννα ή θα της το πεις εσύ;»
   «Νομίζω θα ήταν προτιμότερο να το πούμε μαζί.» του απάντησε ήρεμα.
   «Ε βέβαια, δεν έχεις τα κότσια να το πεις μόνη σου. Έτσι πως τα έχεις κάνει.»
   «Με ρώτησες τι προτιμώ. Σου είπα. Αν εσύ δεν θέλεις μπορώ να το πω και μόνη μου.»
   Είχε αρχίσει να εκνευρίζεται και η ίδια.
   «Μαζί θα το πούμε. Θέλω να είμαι μπροστά.» απάντησε τελικά εκείνος.
   «Εντάξει. Καλύτερα να μην το καθυστερούμε. Το έχω βάρος στην συνείδηση μου.»
   «Πολλά θα πρέπει να έχεις βάρος στην συνείδηση σου.» είπε το πικρόχολο σχόλιο του και άναψε ένα τσιγάρο.
   «Καπνίζεις;» τον ρώτησε ξαφνιασμένη. Κάποτε ο Νίκος της έλεγε πως δεν θα έβαζε ποτέ τσιγάρο στο στόμα του.
   «Ναι.» είπε αδιάφορα. «Για να τελειώνουμε. Αύριο το απόγευμα θα έρθω να της μιλήσουμε.
   «Αύριο θα έρθει να την δει μία φίλη της.»
   «Καλά μεθαύριο. Τώρα μπορείς να φύγεις.» είπε δείχνοντας την πόρτα.
   Η Ντέπη σηκώθηκε πειραγμένη από τον καναπέ και αφού άρπαξε την τσάντα της, έφυγε χτυπώντας με δύναμη την πόρτα. Πλέον, είχε αρχίσει να εκνευρίζεται από την στάση του. Ήξερε πως είχε πολλά δίκια με το μέρος του, αλλά δεν περίμενε τέτοια συμπεριφορά από τον άλλοτε ευγενικό Νίκο.
   Από τότε που την είδε μετά από τόσα χρόνια στο χωριό ήταν πολύ επιθετικός. Ειδικά μετά την αποκάλυψη πως η Ελεάννα ήταν παιδί του, της έδινε την εντύπωση πως ήθελε να την κατασπαράξει. Τον κατανοούσε. Όμως, δεν της άρεσε που την έδιωξε έτσι.
   Περπάτησε για λίγο στο χωριό. Δεν είχε όρεξη να γυρίσει σπίτι. Ήταν φορές που αισθανόταν δυσφορία εκεί μέσα. Οι τοίχοι έμοιαζαν να μικραίνουν κάθε φορά που καθόταν μόνη της στον καναπέ.
   Έφτασε έξω από την εκκλησία. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο είχε συναντήσει τον Νίκο με σκοπό να του ανακοινώσει τον επικείμενο γάμο της με τον Αλέξη.
   Ένα δάκρυ κύλησε. Μπορούσε να νιώσει ξανά τα ίδια συναισθήματα με τότε.

                                                                     ===================


    Έφτασε αναψοκοκκινισμένη στην εκκλησία. Τα μάτια της έτσουζαν στην προσπάθεια της να αποτρέψει τα δάκρυα να κυλήσουν. Κοίταξε ευθεία μπροστά της. Το βλέμμα της αγκάλιασε τον Νίκο, ο οποίος στεκόταν στηριγμένος στον τοίχο και κοιτούσε προσηλωμένος κάτι που κρατούσε στα χέρια του.
   Στην όψη του, ένιωσε ένα λυγμό να την πνίγει. Κατάφερε να τον συγκρατήσει. Τον κοίταξε λίγο ακόμα, μέχρι που εκείνος αντιλήφθηκε την παρουσία της και σήκωσε το κεφάλι του. Της χαμογέλασε. Ήταν πολύ όμορφος. Θα έπαιρνε όρκο πως ήταν πιο όμορφος από ποτέ.
   «Πότε ήρθες;» την ρώτησε και την πλησίασε ενώ παράλληλα έκρυψε βιαστικά αυτό που κρατούσε πίσω από την πλάτη του.
   «Μόλις τώρα.» του απάντησε ήρεμα εκείνη προσπαθώντας να μείνει νηφάλια. «Τι είναι αυτό που κρατάς πίσω σου;»
   «Εμ τίποτα.» είπε νευρικά και το έβαλε μέσα στην πίσω τσέπη του παντελονιού του.
   Τον κοίταξε καχύποπτα αλλά δεν συνέχισε τις ερωτήσεις. Έπρεπε να του μιλήσει.
   «Πάμε μια βόλτα;» του πρότεινε.
   «Ναι. Μισό λεπτό.» είπε κι έσκυψε να κόψει ένα τριαντάφυλλο από την αυλή της εκκλησίας.   «Ορίστε.» της είπε χαμογελαστά.
   Εκείνη βούρκωσε. Μετά από αυτή την γλυκιά χειρονομία, ήταν ακόμα πιο δύσκολο να του πει τα καθέκαστα. Άλλωστε, το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να τον φιλήσει.
   «Γιατί είσαι έτοιμη να κλάψεις;» την ρώτησε παραξενεμένος.
   «Συγκινήθηκα.» του είπε γλυκά και του χάιδεψε το πρόσωπο.
   Εκείνο το τριαντάφυλλο έμελε να μείνει για πάντα μέσα στο μπαουλάκι με τις αναμνήσεις της.    Μόνο που κάποτε έχασε την ζωντάνια του και το ζωηρό κόκκινο χρώμα του, όπως ήταν αναμενόμενο.
   «Έλα πάμε μια βόλτα.» της είπε και την πήρε από το χέρι για να προχωρήσουν.
   Προσπαθούσε να βρει την κατάλληλη ευκαιρία για να ξεκινήσει την συζήτηση αλλά, δεν μπορούσε.
   «Θέλω να σου δώσω κάτι.» τον άκουσε να λέει διακόπτοντας για άλλη μια φορά τον ειρμό των σκέψεων της.
   «Τι άλλο;» τον ρώτησε και κατάφερε να χαράξει ένα χαμόγελο στα χείλη της.
   «Θα δεις.»
   Δεν θυμόταν πόση ώρα προχωρούσαν χωρίς να μιλάνε. Είχε αφαιρεθεί πάλι και προσχεδίαζε τα λόγια που θα του έλεγε.
   Κάποια στιγμή σταμάτησαν. Παρατήρησε πως βρισκόταν στο παρκάκι από την απέναντι πλευρά του χωριού. Εκεί δεν πήγαινε σχεδόν κανένας άλλος εκτός από αυτούς τους δύο. Είχε μια ξεχαρβαλωμένη τσουλήθρα, κάτι χαλασμένες κούνιες, οι οποίες κρέμονταν από την μία αλυσίδα τους και όλα κι όλα δύο παγκάκια από τα οποία έλειπαν λίγα ξύλα.
   Το μέρος είχε τεράστιο σημασία για αυτούς. Εκεί συναντήθηκαν πρώτη φορά. Εκείνη το είχε μόλις ανακαλύψει σε μία από τις εξερευνήσεις του χωριού και εκείνος πήγαινε συχνά εκεί όταν ήθελε να μείνει μόνος. Τότε ήταν η περίοδος που είχε πεθάνει ο πατέρας του και είχε ανάγκη να απομονωθεί.
   Από τότε άρχισαν να κάνουν πολύ παρέα και εκείνη τον βοηθούσε να ξεπεράσει το θάνατο του πατέρα του. Κάποια στιγμή, όπως όλοι μπορούσαν να μαντέψουν, έγιναν ζευγάρι.
   «Καιρό είχαμε να έρθουμε εδώ.» του είπε. Πόση ακόμη συγκίνηση θα μπορούσε να αντέξει;
   «Το ξέρω.»
   «Θέλω να σου πω κάτι.» του είπε εκείνη.
   «Κι εγώ όπως είπα να σου δώσω.»
   Τον κοίταξε με περιέργεια.
   Εκείνος έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του ένα μικρό κουτάκι και της το έδωσε.
   Η Ντέπη το κοίταξε αρχικά έκπληκτη και στη συνέχεια το άνοιξε για να δει το περιεχόμενο του. Ήταν ένα κολιέ. Ήταν πανέμορφο. Ήταν ένας διαμαντένιος σταυρός που λαμποκοπούσε.
Τον κοίταξε με άπλετη λατρεία κι έπεσε στην αγκαλιά του. Άρχισε να κλαίει βουβά. Κάποια στιγμή, θυμήθηκε τι έπρεπε να του πει και βγήκε από την αγκαλιά του. Της ήταν αδύνατον να το κρατήσει από την στιγμή που θα του έλεγε να χωρίσουν.
   «Ήταν της γιαγιάς μου. Ήθελα να το δώσω σε σένα. Είσαι η μόνη που αξίζει να το φορέσει μετά από εκείνη.» της είπε και την κοίταξε βαθιά στα μάτια.
   Εκείνη τα κατέβασε. Δεν άντεχε να τον κοιτάει.
   «Δεν μπορώ να το δεχτώ.» είπε με στιγμιαία αποφασιστικότητα.
   «Γιατί;» ρώτησε ξαφνιασμένος.
   «Γιατί...» της ήταν αδύνατον να ολοκληρώσει.
   «Γιατί;» ξαναρώτησε.
   «Γιατί πρέπει να χωρίσουμε.» κατάφερε να ξεστομίσει μετά από μια εσωτερική πάλη με τον εαυτό της.
   Ο Νίκος έδειχνε έκπληκτος μα μόλις κατάλαβε τι άκουσε, συνοφρυώθηκε.
   «Και ποιος είναι ο λόγος;»
   «Οι γονείς μου θέλουν να με παντρέψουν με κάποιον άλλο.» είπε και πλέον τα δάκρυα έπεφταν βροχή από τα μάτια της.
   «Αποκλείεται! Οι γονείς σου με συμπαθούν πολύ.»
   «Το ξέρω. Αλλά χθες μου είπαν πως δεν σε θέλουν για γαμπρό. Θέλουν να με παντρέψουν με τον Αλέξη Αργυρίου. Τον γιο του μεγάλου δικηγόρου Σωκράτη.»
   Ο Νίκος τον γνώριζε. Ήταν πολύ γνωστή η οικογένεια. Γνώριζε επίσης ότι και ο Αλέξης θα ακολουθούσε τα χνάρια του πατέρα του και συνεπώς θα κληρονομούσε όλη εκείνη την τεράστια περιουσία.
   «Κι εσύ θα τον παντρευτείς;» την ρώτησε θυμωμένα.
   «Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Ο μπαμπάς παραλίγο να πάθει καρδιακό επεισόδιο χθες μετά από τον καυγά μας και την άρνηση μου.»
   «Μπορούμε να το σκάσουμε.» της είπε αποφασισμένος.
   «Δεν μπορώ να τους το κάνω αυτό. Φοβάμαι για την υγεία τους. Δεν άκουσες τι σου είπα;» έλεγε  μέσα από τους λυγμούς της.
   « Μια χαρά θα είναι.» είπε με σιγουριά.
   «Δεν θα είναι. Μπορεί να τον πεθάνω. Δεν θα αντέξω τόσες τύψεις στην συνείδηση μου.»
   «Άρα επιμένεις να χωρίσουμε;» είπε συμπερασματικά.
   Εκείνη κατέβασε το κεφάλι. Του έδωσε πίσω το κουτάκι με το κολιέ. Εκείνος το πήρε και το κοίταξε με θλίψη. Ύστερα σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε με θυμό.
   Γράπωσε με δύναμη το κουτάκι κι αφού της έριξε μια τελευταία ματιά έφυγε. Δεν είπε άλλη κουβέντα. Ούτε γύρισε να την κοιτάξει. Περπατούσε με σταθερά βήματα.
   Η Ντέπη ρίγησε στην όψη του. Ένα σ' αγαπώ κρεμόταν από τα χείλη της αλλά δεν το ξεστόμισε ποτέ. Έμεινε να την βασανίζει. Κάθισε σε ένα από τα παγκάκια κι έκρυψε το πρόσωπο της με τα χέρια της. Έκλαιγε για ώρες μέχρι που τα δάκρυα στέρεψαν και αποφάσισε να γυρίσει σπίτι.
Όταν έφτασε είδε τους γονείς της να την κοιτούν ανέκφραστοι. Εκείνοι τους κοίταξε με περιφρόνηση και απέχθεια.
   «Θέλεις να φας;» τη ρώτησε η μητέρα της.
   Δεν της απάντησε. Μπήκε στο δωμάτιο της κι έμεινε να κοιτάει τους τοίχους. Δεν ήθελε να τους ξανά δει στα μάτια της. Δεν τους αναγνώριζε. Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι που κάθονταν στο καναπέ του σαλονιού; Πάντως όχι οι γονείς που ήξερε. Εκείνοι που θα έδιναν τα πάντα για την ευτυχία της κόρης τους.

                                                                                   ====================

   Μερικές σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν πάνω της. Σημάδι ότι έπρεπε να γυρίσει γρήγορα σπίτι πριν προλάβει να ξεκινήσει η δυνατή καλοκαιρινή καταιγίδα.
   Περπατούσε με γρήγορο βάδισμα και κατάφερε να φτάσει. Με το που πάτησε το πόδι της στο εσωτερικό του σπιτιού άκουσε μια δυνατή βροντή και ύστερα τον δυνατό θόρυβο της βροχής να μαστιγώνει το δρόμο και την σκεπή.
   Χαμογέλασε επειδή πρόλαβε να γυρίσει έγκαιρα. Το σπίτι είχε ησυχία. Ήταν σίγουρη πως η Ζωίτσα είχε πέσει ήδη για ύπνο και η Ελεάννα είχε κλειστεί όπως πάντα στο δωμάτιο της. 

Θα αντέξει ο έρωτας;Donde viven las historias. Descúbrelo ahora