Βρίσκονταν και οι δύο μέσα στο αμάξι. Δεν είχαν μιλήσει από την ώρα που έφυγαν από την παραλία. Κανένας τους δεν ήξερε τι να πει, πώς να ξεκινήσει την κουβέντα που έπρεπε να γίνει μεταξύ τους. Ο Χάρης ήταν απόλυτα σοβαρός και κοιτούσε προσηλωμένα τον δρόμο. Ενώ η Ελεάννα έδειχνε πιο ήρεμη. Τα χαρακτηριστικά της από σφιγμένα, χαλάρωσαν.
Εκείνος δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι την έσωσε από βέβαιο βιασμό και στη σκέψη και μόνο πως μπορεί να το είχε κάνει ήδη αυτό, τρελαινόταν. Ήθελε πολύ να την ρωτήσει αλλά φοβόταν πως θα την έφερνε σε δύσκολη θέση και περίμενε να του μιλήσει εκείνη όταν θα νιώθει έτοιμη. Δεν είχε σκοπό να την πιέσει σε τίποτα.
Εκείνη από την άλλη, δεν μιλούσε γιατί φοβόταν την αντίδραση του. Ένιωθε μολυσμένη και θεωρούσε πως ίσως μετά να την σιχαινόταν και εκείνος. Τον αγαπούσε τόσο πολύ. Τον έβλεπε δίπλα της και ξεχείλιζε από λατρεία. Αυτός ο άνθρωπος της έσωσε την ζωή. Αυτός την νοιάστηκε πιο πολύ κι από τον ίδιο της τον πατέρα.
Κάποια στιγμή ο Χάρης σταμάτησε το αυτοκίνητο μπροστά από ένα πάρκο, το οποίο ήταν κάπως ερημικό.
«Αν φοβάσαι να κατέβουμε, πες το μου.» της είπε απαλά. Η κατάσταση ήταν πολύ ευαίσθητη και δεν ήθελε να κάνει λάθος κινήσεις.
«Με εσένα δεν φοβάμαι.» είπε και το εννοούσε. Πως θα μπορούσε άλλωστε να φοβάται με κάποιον που έκανε το παν για την σώσει;
Της χαμογέλασε γλυκά και βγήκε από το αυτοκίνητο. Της άνοιξε την πόρτα, όχι για να φανεί ιππότης αλλά γιατί η Ελεάννα φαινόταν φοβισμένη να το κάνει η ίδια.
Τελικά τα πράγματα ήταν πιο σοβαρά από ότι νόμιζε.
Περπάτησαν προς το πάρκο. Είχε κάτι ξηλωμένα παγκάκια κι έτσι κάθισαν σε ένα απλό πεζουλάκι κάτω από ένα φοίνικα. Της ακούμπησε το χέρι και κατάλαβε ότι έτρεμε.
«Αν κάνω κάποια κίνηση που σε τρομάζει ή σε ενοχλεί θα μου το λες εντάξει;»
Είχε τόσο έντονη την επιθυμία να τον αγκαλιάσει. Ήταν τόσο καλός μαζί της που ένιωθε την αγάπη της να μεγαλώνει στην στιγμή.
Παρά τους φόβους και τους δισταγμούς της, τον αγκάλιασε ξαφνικά. Σαν να ξεπέρασε μια εσωτερική πάλη με τον εαυτό της. Ξέσπασε σε δυνατά κλάματα. Εκείνος την έσφιγγε πάνω του και της χάιδευε τα μαλλιά. Στεναχωριόταν που την έβλεπε έτσι. Στεναχωριόταν που πέρασε τέτοιες «Σ' αγαπώ Χάρη μου» ψέλλισε μέσα από τα αναφιλητά της.
«Κι εγώ σ' αγαπάω Ελεάννα. Δεν ήθελα να σε χάσω με τίποτα.» παραδέχτηκε και την έσφιξε ακόμα πιο πολύ.
«Να ξέρεις δεν φταίω εγώ.» του είπε.
«Για ποιο πράγμα;» την ρώτησε μπερδεμένος.
«Δεν φταίω.» επανέλαβε και ο Χάρης δεν το συνέχισε. Απλά χάιδευε τα μαλλιά της για να την ηρεμήσει.
«Αύριο θα πας στην αστυνομία να πεις ποιοι ήταν οι συνεργοί του. Ίσως αυτός να μην τους μαρτυρήσει. Τους αναγνώρισες, έτσι δεν είναι;»
«Ναι.»
«Ωραία.»
Σταμάτησαν να μιλάνε. Απλά την κρατούσε αγκαλιά. Πόσο του είχε λείψει; Άραγε θα έφευγε κάποια στιγμή η θλίψη από τα μάτια της; Θα έκανε ότι μπορούσε γι αυτό.
Ακούστηκε ο θόρυβος από ένα φύλλο που σύρθηκε στο έδαφος και η Ελεάννα πετάχτηκε ολόκληρη.
«Ηρέμισε.» της είπε απαλά. «Καλύτερα να σε πάω σπίτι σου.»
«Ποιο σπίτι μου;» είπε παραπονεμένα.
Ο Χάρης κατάλαβε.
«Δεν έχω πια σπίτι. Δεν έχω πατέρα. Δεν με αγάπησε ποτέ. Δεν ήθελε να με σώσει γιατί τε λεφτά τον ένοιαζαν περισσότερο από εμένα. Επομένως, δεν πάω στο σπίτι ενός αγνώστου.»
Δεν ήξερε τι να της απαντήσει.
«Αν παίρναμε τηλέφωνο την μαμά σου;»
«Η μαμά μου που μένει;» ρώτησε παραξενεμένη.
«Έφυγε από το σπίτι και μου έδωσε το τηλέφωνο της, σε περίπτωση που την χρειαζόμουν κάτι.»
«Ναι, ας την πάρουμε.»
Ο Χάρης έβγαλε το κινητό από την τσέπη του και κάλεσε την Ντέπη.
Ακούστηκε τηλεφωνητής, μα ύστερα από λίγο, τον κάλεσε εκείνη.
«Συγγνώμη παιδί, μόλις βγήκα από το μπάνιο.» του είπε με έναν άψυχο τόνο.
«Είναι δίπλα μου η Ελεάννα.» είπε εκείνος και ήξερε πόση χαρά θα της έδινε.
«Τι;» απέκτησε λίγο χρώμα η φωνή της.
«Είναι εδώ η Ελεάννα. Θέλετε να της μιλήσετε;»
«Αν είναι κάποιου είδους φάρσα, να ξέρεις είναι κακόγουστη.» του είπε καχύποπτα.
Πήρε το κινητό η Ελεάννα.
«Μαμά.» της είπε κάπως αδύναμα.
«Ελεάννα.» κατάφερε μόνο να πει και άρχισε να κλαίει από χαρά.
«Μαμά που είσαι;»
«Στο σπίτι της γιαγιάς σου είμαι. Αλλά έρχομαι αμέσως.»
«Δεν χρειάζεται. Θα έρθουμε εμείς. Πες μου που είναι το σπίτι της.» είπε και ένιωθε περίεργα καθώς δεν είχε γνωρίσει ποτέ την γιαγιά της, ούτε είχε ακούσει κάτι γι αυτή.
Η Ντέπη της είπε την ονομασία του χωριού και την διεύθυνση και μετά από λίγο κλείσανε.
Ο Χάρης ήταν φυσικά πρόθυμος να την πάει εκεί. Δυστυχώς όμως, έπρεπε να φύγει μετά αμέσως. Σε λίγο ο μπαμπάς του θα πήγαινε στη δουλειά. Και θα καταλάβαινε πως έλειπε το αυτοκίνητο.
Την μετέφερε ως εκεί. Και την αγκάλιασε πάλι πριν φύγει. Δεν τολμούσε να την φιλήσει. Δεν υπήρχε περίπτωση να το ρισκάρει.
«Θα τα πούμε αύριο. Θα έρθω να σε δω.» είπε κι έφυγε.
Η Ντέπη τους έβλεπε από το παράθυρο. Ήθελε πολύ να τρέξει να αγκαλιάσει την κόρη της αλλά δεν ήθελε να χαλάσει την στιγμή τους. Όταν εκείνος έφυγε, βγήκε έξω και την πλησίασε αργά.
Αν ήταν βιαστική μπορεί και να την τρόμαζε και αυτό ήταν το τελευταίο που ήθελε. Την αγκάλιασε απαλά και την παρότρυνε να μπει στο σπίτι.
Η Ζωίτσα καθόταν μέσα λίγο νευρική. Δεν ήθελε να γνωρίσει έτσι την εγγονή της.
«Μαμά θέλω να φάω και να κοιμηθώ. Δεν έχω όρεξη για συζήτηση σε ικετεύω.»
«Όπως θέλεις αγάπη μου.» της είπε η Ντέπη και την οδήγησε στην κουζίνα όπου βρισκόταν και η Ζωίτσα.
«Αυτή είναι η γιαγιά σου η Ζωίτσα.» είπε ενώ παράλληλα γέμιζε ένα πιάτο με κοτόπουλο και μπόλικο ρύζι. Της έβαλε κι ένα ποτήρι νερό και της το πρόσφερε.
«Γεια σου γιαγιά.»
Δεν ήξερε τι άλλο να πει. Αισθανόταν τόσο αμήχανα απέναντι της.
«Χαίρομαι που είσαι καλά. Εγώ ανεβαίνω πάνω τώρα.» είπε αφού κατάλαβε πόσο άβολα ένιωθε η εγγονή της. Είχαν καιρό να φτιάξουν τις σχέσεις τους.
Κάθισαν μάνα και κόρη στην κουζίνα αμίλητες. Η Ελεάννα έτρωγε πολύ γρήγορα. Όλες αυτές τις μέρες είχε προσλάβει ελάχιστες ποσότητες φαγητού και τώρα έτρωγε λαίμαργα.
«Αδυνάτισες.»
«Το ξέρω.» είπε στεναχωρημένα.
Δεν μίλησαν άλλο. Μόλις η Ελεάννα έφαγε, την οδήγησε η Ντέπη στο δικό της δωμάτιο για να κοιμηθεί. Η ίδια θα κοιμόταν στον καναπέ.
Η Βάνα πηγαινοερχόταν από δωμάτιο σε δωμάτιο. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Είχε μέσα της ένα προαίσθημα ή ένα ένστικτο ότι κάτι κακό θα συμβεί. Ήταν και τα λόγια του Σωτήρη πριν φύγει, που την άγχωσαν ακόμα πι πολύ.
Ενώ βρισκόταν πάνω στα κάρβουνα, άκουσε το σταθερό τηλέφωνο του σπιτιού να χτυπάει. Το φοβήθηκε. Δεν της άρεσε αυτό το τηλεφώνημα. Ήξερε ότι δεν ήταν για καλό. Η ώρα ήταν περασμένη και σίγουρα κάτι είχε συμβεί.
Το πλησίασε διστακτικά και το σήκωσε εξίσου διστακτικά.
«Παρακαλώ.» είπε κάπως αγχωμένη.
Όταν ο κύριος στην άλλη γραμμή τελείωσε αυτό που είχε να της πει, εκείνη το έκλεισε.
Τα μάτια της βάθυναν απότομα. Έπεσε γονατιστή στο έδαφος κι έβγαλε μια δυνατή κραυγή από τα βάθη της ψυχής της. Τα δάκρυα της έτρεχαν ασταμάτητα.
«Όχι το παιδάκι μου. Όχι το παιδάκι μου.» έλεγε και ξανάλεγε.
Κι ενώ θρηνούσε το θάνατο του γιού της, βλέπει να κατεβαίνει από τις σκάλες ο σύζυγος της. Τον κοίταξε με μίσος.
Εκείνος με το βλέμμα αυτό πήρε φωτιές. Την πλησίασε απειλητικά κι ήταν έτοιμος να την χτυπήσει μέχρι εκείνη να πέσει λιπόθυμη. Όπως έκανε πάντα.
«Μην με πλησιάσεις ούτε βήμα παραπάνω.» είπε με τέτοιο τρόπο που ήταν σαν να σφύριζε τις λέξεις. Τον είδε που αιφνιδιάστηκε, μα δεν άργησε να επιστρέψει εκείνη η παράξενη λάμψη στα μάτια του.
Σήκωσε το χέρι του και το προσγείωσε με δύναμη στο μάγουλο της Βάνας με αποτέλεσμα να την ρίξει στο έδαφος. Εκείνη σύρθηκε λίγο και κατάφερε να σηκωθεί στα πόδια της. Έτρεξε βιαστικά στην κουζίνα.
Εκείνος την ακολούθησε.
«Κυνηγητό θελ...» πήγε να πει μα δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Την είδε που κρατούσε ένα μαχαίρι και το βλέμμα της ήταν όμοιο με το δικό του. Γιατί τον κοιτούσε έτσι; Τι σκόπευε να του κάνει;
Έτρεξε κατά πάνω του και τον έριξε κάτω. Τον κοιτούσε με μίσος.
«Εσύ φταις. Εσύ φταις για όλα. Εσύ φταις που έγινε έτσι ο γιος μας. Εσύ φταις που αυτοκτόνησε.» ούρλιαξε και του έμπηξε το μαχαίρι με ευχαρίστηση στο στομάχι. Το αίμα που έρρεε την ικανοποιούσε.
«Αυτό για όσες φορές με μάτωσες εσύ.»
Άλλη μία μαχαιριά λίγο πιο πάνω από το προηγούμενο σημείο.
«Αυτό για τον πόνο, τον βιασμό και τον εξευτελισμό που μου έδωσες απλόχερα όλα αυτά τα χρόνια.»
Την κοιτούσε αποσβολωμένος ενώ παράλληλα πονούσε φριχτά.
Άλλη μια μαχαιριά πιο πλάγια.
«Αυτό για τον φόβο που ένιωθα κάθε στιγμή της ζωής μου μαζί σου.»
Έμπηξε την τελευταία μαχαιριά στην καρδιά.
«Κι αυτό για τον Σωτήρη μου. Που τον κατέστρεψες. Όλα έγιναν εξαιτίας σου. Νόμιζα πως η μαχαιριά σε αυτό το σημείο δεν θα έμπαινε τόσο βαθιά. Νόμιζα ήταν από πέτρα. Αλλά δεν πειράζει έτσι είναι καλύτερα.» είπε και έμεινε να τον κοιτάζει μέχρι να σταματήσει να αναπνέει.
Μόλις έγινε αυτό, χαμογέλασε ευτυχισμένη.
Την κατέκλυσε μια περίεργη γαλήνη.
Ύστερα κάλεσε την αστυνομία για να παραδοθεί.
Ένιωθε ελεύθερη. Η φυλακή δεν την εμπόδιζε να νιώσει ελεύθερη. Η πραγματική φυλακή ήταν αυτός ό άντρας που κείτονταν στο πάτωμα της κουζίνας νεκρός με τέσσερις μαχαιριές.
Λίγες ήταν μπροστά σε αυτά που πέρασε από αυτόν όλα αυτά τα χρόνια.
«Κατάφερες να τρελάνεις κι εμένα.» του φώναξε σαν να υπήρχε περίπτωση να την ακούσει.
«Στην κόλαση να καίγεσαι. Όπως καιγόμουν κι εγώ στην δικιά σου.» είπε και γέλασε δυνατά.
Πόσες αντοχές να έχει ένας άνθρωπος; Αυτή τις ξόδεψε όλες. Δεν είχε άλλες. Λίγα λεπτά αργότερα ήρθε η αστυνομία και τη συνέλαβε.
Τους χαμογελούσε συνέχεια.
Την κοιτούσαν με λύπηση.
«Που με πάτε;» ρώτησε. Τα είχε χαμένα τελείως κι άρχισε να κλαίει.
Δεν της απάντησαν.
«Θα είναι καλά εκεί που πάμε;» ρώτησε σαν να ήταν μικρό παιδί. «Δεν θα μου κάνετε κακό ε;»
Έκλαιγε πιο δυνατά.
«Να πάμε στην θάλασσα. Έχει ωραίο καιρό. Θέλω να κάνω μπάνιο.» είπε και άρχισε να χαμογελάει μέσα από τα αναφιλητά της.
«Και να μου πάρετε και δύο μπάλες παγωτό. Πόσο μου έλειψε το παγωτό.» συνέχισε έχοντας ένα χαμένο βλέμμα.
Ίσως μέσα στην τρέλα να έβρισκε κάποια στιγμή την ευτυχία που στερήθηκε...
VOUS LISEZ
Θα αντέξει ο έρωτας;
Roman d'amourΗ Ελεάννα ζει σε μια μονοκατοικία με τη αδιάφορη οικογένεια της. Είναι κόρη του μεγάλου δικηγόρου Αλέξη Αργυρίου. Έχει κλειστεί στον εαυτό της και είναι φανερά αντικοινωνική. Μοναδική φίλη της, η εξωστρεφής Μαρίζα. Μια συζήτηση με την μητέρα της στέ...