Στεκόταν έξω από το σπίτι αρκετά λεπτά μέχρι να αποφασίσει να χτυπήσει το κουδούνι. Άκουσε λίγα βαριά βήματα και ύστερα από λίγο άνοιξε την πόρτα ο Αλέξης.
«Γεια σου Ντέπη.» της είπε και παραμέρισε για να την αφήσει να περάσει.
Η Ντέπη δεν είπε τίποτα. Δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες. Το μόνο που ήθελε εκείνη την στιγμή είναι να ακούσει τι είχε να της πει.
Κάθισε στον καναπέ και τον περίμενε να έρθει. Παρατήρησε πως το βήμα του ήταν ασταθές. Πάνω στο τραπέζι στέκονταν δύο άδεια μπουκάλια μπακάρντι.
Ήταν σίγουρα μεθυσμένος.
«Σε ακούω.» είπε εκείνη χωρίς να αφήσει οποιοδήποτε σχόλιο για το αλκοόλ.
«Γιατί βιάζεσαι τόσο;» την ρώτησε κι άρχισε να γελάει.
«Δεν νομίζω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για να μιλήσουμε.» είπε και άρπαξε την τσάντα της για να φύγει.
Εκείνος μπήκε μπροστά της.
«Κάτσε. Θα είμαι σοβαρός.»
Η Ντέπη ξεφύσηξε και κάθισε πάλι στον καναπέ.
«Πρώτα από όλα, θέλω να μάθω αν σίγουρα δεν θέλεις να γυρίσεις σπίτι. Να γίνουμε όπως πριν.»
Η Ντέπη δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα ειρωνικό γέλιο.
«Λυπάμαι Αλέξη, αλλά για κανένα λόγο δεν θα αποφάσιζα να γυρίσω και συγκεκριμένα να γίνουμε όπως πριν. Πλέον, ανασυγκροτώ την ζωή μου και περνάω καλύτερα, δεν θα αποφάσιζα να επιστρέψω στην προηγούμενη κατάσταση.»
Ο Αλέξης έσφιξε τις γροθιές του. Όλα τα λόγια της τα έπαιρνε σαν κατηγορίες εναντίον του. Κατάφερε να κρατήσει την ψυχραιμία του παρόλο το αλκοόλ που είχε καταναλώσει.
«Εντάξει λοιπόν, τώρα θέλω να μιλήσουμε για το οικονομικό.»
«Αυτή την συζήτηση ήθελα κι εγώ να την κάνουμε.»
«Ε βέβαια, μόνο αυτό σε νοιάζει.» είπε με πικρία.
«Μην το παίρνεις έτσι. Είμαστε μαζί τόσα χρόνια, θα ήταν πολύ άδικο για μένα να μην πάρω ένα μέρος της περιουσίας.»
Ο Αλέξης κατένευσε.
«Αποφάσισα να μην πειράξω τον τραπεζικό λογαριασμό της Ελεάννας. Παρόλο που δεν είναι κόρη μου θεωρώ πως έτσι πρέπει να γίνει. Της το χρωστάω άλλωστε μετά από την απαγωγή.»
«Όντως, της το χρωστάς. Αλλά και πάλι σε ευχαριστούμε γιατί δεν είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις.»
«Όσο για σένα, θα πάρεις το ένα από τα δύο αυτοκίνητα, τα μισά χρήματα του κοινού μας τραπεζικού λογαριασμού και ένα ακίνητο. Διάλεξε εσύ ποιο. Θέλεις τίποτα άλλο;»
«Όχι, μια χαρά είναι αυτά που δίνεις. Θα ήθελα το εξοχικό στην Χαλκιδική. Άρα αφού τα συμφωνήσαμε μπορούμε να προχωρήσουμε κανονικά το διαζύγιο χωρίς αντιπαραθέσεις.»
«Ναι.» είπε παραιτημένα ο Αλέξης.
Η Ντέπη τον πλησίασε. Ένιωθε τύψεις απέναντι του. Δεν είχε καταστρέψει μόνο την δική της ζωή με αυτό τον ανεπιθύμητο για την ίδια γάμο, αλλά και την δική του.
«Γιατί κάνεις έτσι; Σκέψου πως τώρα θα μπορέσεις να φτιάξεις ξανά την ζωή σου με κάποια που θα σε αγαπάει πραγματικά.» είπε και του έπιασε συμπονετικά τον ώμο.
«Μπορεί και να έχεις δίκιο. Όμως, εγώ προσπάθησα και το ξέρεις.»
Η Ντέπη δεν είπε τίποτα. Πήρε το χέρι της από τον ώμο του και πήγε να φύγει.
«Πες ότι δεν φταίω εγώ.» φώναξε και την γύρισε προς το μέρος του.
Εκείνη μόνο τον κοίταξε τρομαγμένη.
«Πες το» φώναξε πιο δυνατά και την κόλλησε με δύναμη στον τοίχο.
Η Ντέπη άρχισε να κλαίει από την ένταση και τον πόνο.
Ο Αλέξης πήγε να την φιλήσει, εκείνη όμως γύρισε το κεφάλι της. Ένιωσε αηδία από την ανάσα του που έζεχνε αλκοόλ.
«Δεν φταις μόνο εσύ. Φταίμε και οι δύο.»
Χτύπησε την γροθιά του με δύναμη στον τοίχο ελάχιστα εκατοστά δίπλα από το κεφάλι της.
«Πως γίνετε η μαμά σου να μου λέει από την μία πως είσαι ερωτευμένη μαζί μου και από την άλλη εσύ να μην νιώθεις τίποτα;»
Η Ντέπη γούρλωσε τα μάτια. Τι ήταν αυτά που της έλεγε;
«Τι λες; Μόνο τρεις φορές είχες έρθει στο χωριό και πέρα από τα βασικά δεν λέγαμε τίποτα άλλο. Ποτέ δεν ήμουν ερωτευμένη μαζί σου. Ειδικά τότε.»
«Ε βέβαια. Τότε ήσουν ερωτευμένη με εκείνον που σε γκάστρωσε.» είπε και την άφησε. Προχώρησε προς το ντουλάπι με τα ποτά.
Η Ντέπη τον ακολούθησε.
«Τι σου είπε η μάνα μου;»
«Πως από την στιγμή που με είδες, μιλούσες όλο για μένα και πως έκλαιγες επειδή δεν μιλούσαμε πολύ. Σε τελική ανάλυση ότι ήσουν ερωτευμένη. Αν ήξερα τότε πως ήταν ψέμα δεν θα σε παντρευόμουν ποτέ, παρόλο που εγώ είχα αισθήματα για σένα.»
Η Ντέπη ένιωθε να βράζει από το θυμό της. Έσφιξε με δύναμη την τσάντα της και κατευθύνθηκε προς την πόρτα φουριόζα.
Πριν φύγει, γύρισε προς το μέρος του Αλέξη.
«Συγγνώμη. Κι από εμένα και από εκείνη. Δεν έπρεπε να γίνουν έτσι τα πράγματα.» είπε και έκλεισε με δύναμη την πόρτα.
Ο Αλέξης έμεινε να κοιτάζει την πόρτα.
Η Ντέπη έφτασε στο σπίτι. Από τα νεύρα της, δεν μπορούσε να βάλλει το κλειδί στην τρύπα.
Πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει και άνοιξε την πόρτα.
«Μαμά.» φώναξε με προσποιητή γλύκα.
«Ήρθες; Μιλήσατε;»
«Δεν ντράπηκες; Έ; Δεν ντράπηκες; Πόσο πιο ύπουλα μπορούσες να φερθείς;»
«Δεν σε καταλαβαίνω.» είπε και κοιτούσε το πάτωμα.
«Ναι ε; Λέω για τότε που έλεγες στον Αλέξη πόσο ερωτευμένη ήμουν μαζί του.»
Η Ζωίτσα δεν μίλησε. Συνέχιζε να έχει το κεφάλι της σκυφτό.
«Δεν μιλάς; Βέβαια! Τι να πεις; Πως έκανες τα πάντα για να τον παντρευτώ; Γιατί ήθελες τόσο πολύ να παντρευτώ μαζί του μάνα;»
«Πρώτα από όλα ηρέμησε.»
«Να ηρεμήσω; Πως τολμάς; Λέγε.»
«Ο πατέρας σου είχε μπλέξει με τον τζόγο και χρωστούσε πάρα πολλά λεφτά. Εκείνη την περίοδο τα χωράφια δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Είχε ρίξει πολύ χαλάζι και είχαν καταστραφεί τα πάντα. Δεν θα μπορούσε να βγάλει κέρδη για να ξεχρεώσει και παράλληλα έρχονταν απειλές πως θα του κάνουν κακό.» είπε με μια ανάσα η Ζωίτσα και άρχισε να κλαίει.
«Τζόγο; Ο μπαμπάς; Κι εγώ γιατί δεν ήξερα τίποτα;»
«Δεν θέλαμε να χαλάσεις την ιδέα που είχες για εκείνον.»
«Την χάλασα μια και καλή όταν με πάντρεψε με κάποιον που δεν αγαπούσα. Όταν με χωρίσατε από τον Νίκο. Πως νιώθατε μαμά όταν με χρησιμοποιήσατε;»
Η Ζωίτσα δεν μιλούσε. Έκλαιγε βουβά.
«Γιατί δεν μιλάς; Πόσα λεφτά σας έδωσε ο πατέρας του Αλέξη;»
«Όσα χρειαζόμασταν και λίγα παραπάνω.»
«Τα ευχαριστηθήκατε εκείνα τα παραπάνω; Ευχαριστηθήκατε που με απομακρύνατε από τον Νίκο μου; Που πλήρωσα εγώ τα λάθη τα δικά σας;»
«Έχεις δίκιο.» ψέλλισε αδύναμα.
«Να το βράσω το δίκιο μου. Να το βράσω.» ούρλιαξε αγανακτισμένη η Ντέπη και βγήκε έξω. Χρειαζόταν επειγόντως μία βόλτα. Θα τρελαινόταν αν έμενε λίγο παραπάνω εκεί μέσα.
Προχωρούσε προς το γνωστό απομονωμένο πάρκο. Ένιωθε το κεφάλι της να βομβαρδίζετε από σκέψεις. Κάθισε στο σαραβαλιασμένο παγκάκι και έπιασε τους κροτάφους της. Ένιωθε απίστευτο θυμό. Δεν μπορούσε να δεχτεί το μυαλό της, το γεγονός ότι οι γονείς την πούλησαν. Έτσι ένιωθε.
Ήξερε βέβαια πως και η ίδια θα θυσιαζόταν αν γνώριζε πως ο πατέρας της κινδύνευε, αλλά θα προτιμούσε να είναι δική της, συνειδητή απόφαση παρά των γονιών της.
Η όραση της άρχιζε να θολώνει από τα δάκρυα που κρατούσε εδώ και ώρα να μην κυλήσουν. Δεν ήθελε να κλάψει. Μα δεν κατάφερε να συγκρατηθεί. Έβγαιναν αβίαστα.
Άκουγε τους λυγμούς της. Έβγαζε όλη την ένταση από μέσα της. Θα ήταν καταδικασμένη ούτως ή άλλως σε αυτό το γάμο. Δεν θα είχε και πολλές επιλογές.
Κάποια στιγμή άκουσε κάποια βήματα να την πλησιάζουν. Σήκωσε παραξενεμένη το πρόσωπο της και αντίκρισε τον Νίκο.
«Δεν βαρέθηκες να κλαις;» την ρώτησε χωρίς ωστόσο η χροιά του να φανερώνει κάποιο συναίσθημα.
Δεν απάντησε μονάχα σκούπισε τα δάκρυα της και πήρε βαθιές ανάσες για να σταματήσει.
«Και ποιος είναι ο λόγος αυτή τη φορά;»
«Άστο.» είπε σιγανά για να μην ακουστεί σπασμένη η φωνή της.
«Πες μου.»
«Έμαθα κάτι.»
«Κάτι;»
Η Ντέπη χαμογέλασε θλιμμένα. Της θύμισε τον Νίκο πριν από δεκαοκτώ περίπου χρόνια.
«Κάτι για τον γάμο μου.»
Ο Νίκος σκλήρυνε αμέσως την έκφραση του.
«Τι;» ρώτησε πιο απότομα από όσο ήθελε να του βγει.
«Ο μπαμπάς μου με πάντρεψε για να ξεχρεώσει.»
Ο Νίκος σήκωσε το ένα φρύδι.
«Αυτό που ακούς. Είχε μπλέξει με τον τζόγο. Ο γάμος μου ήταν μια συμφωνία μεταξύ του πατέρα μου και του Σωκράτη Αργυρίου.»
«Δηλαδή ο πατέρας σου σε χρησιμοποίησε.»
«Ναι.»
Ο Νίκος την πλησίασε ακόμα πιο πολύ και την αγκάλιασε. Την συμπονούσε. Ήταν σκληρό που ο πατέρας της έβαλε το δικό του καλό πάνω από της Ντέπης. Δεν τον είχε ικανό για κάτι τέτοιο.
Η Ντέπη δέχτηκε με προθυμία το αγκάλιασμα του. Ένιωθε τόσο ήρεμη μέσα σε εκείνη την αγκαλιά. Δεν ήθελε να τελειώσει.
«Νίκο.» ψέλλισε.
«Τι έγινε;» την ρώτησε σιγανά για να μη χαλάσει την στιγμή.
«Αν το ήξερα τότε, πάλι θα τον παντρευόμουν. Δεν θα τον άφηνα να πάθει κακό.» είπε διστακτικά. Φοβόταν πως μετά από αυτό, θα την παρατούσε και θα έφευγε.
«Το ξέρω.» είπε και της φίλησε την κορυφή του κεφαλιού τρυφερά.
«Δεν θα αντιδράσεις;» τον ρώτησε παραξενεμένη.
«Όχι.»
Η Ντέπη χαμογέλασε. Εκείνη την στιγμή θα μπορούσε να τον αγαπήσει ξανά από την αρχή. Αλλά, δεν είχε σταματήσει ποτέ. Ο έρωτας μπορεί κάποια στιγμή να εξασθενεί, η αγάπη όμως ποτέ.
Ενώ, καθόντουσαν αγκαλιασμένοι στο παγκάκι, ήχησε το κινητό της Ντέπης.
Βγήκε ενοχλημένη από την αγκαλιά του. Δεν ήθελε να τους διακόψουν εκείνη την στιγμή. Πολύ πιθανό να το άφηνε να χτυπάει, αλλά κάτι την ωθούσε να απαντήσει.
«Παρακαλώ.»
«Μαμά, η γιαγιά έπαθε κάτι. Δεν ξέρω τι. Τη βρήκα στο πάτωμα. Κάλεσα το ασθενοφόρο. Σε λίγο έρχονται.» είπε η Ελεάννα πανικόβλητη. Από τον ήχο της φωνή της φαινόταν ξεκάθαρα η ταραχή της.
«Έρχομαι αμέσως.» είπε η Ντέπη και πετάχτηκε όρθια σαν να την χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.
«Πρέπει να φύγω.» είπε και άρχισε να περπατάει με γρήγορα βήματα.
«Τι έγινε;» ρώτησε ανήσυχος ο Νίκος και την πήρε στο κατόπι.
«Η μαμά μου. Την βρήκε η Ελεάννα στο πάτωμα.» είπε και άρχισε να τρέχει.
«Έρχομαι κι εγώ.»
YOU ARE READING
Θα αντέξει ο έρωτας;
RomanceΗ Ελεάννα ζει σε μια μονοκατοικία με τη αδιάφορη οικογένεια της. Είναι κόρη του μεγάλου δικηγόρου Αλέξη Αργυρίου. Έχει κλειστεί στον εαυτό της και είναι φανερά αντικοινωνική. Μοναδική φίλη της, η εξωστρεφής Μαρίζα. Μια συζήτηση με την μητέρα της στέ...