«Ώστε την χώρισε την Βιβή. Γι αυτό ήταν έτσι αυτή σήμερα.» είπε γελώντας η Μαρίζα ενώ παράλληλα τσίμπησε τσαχπίνικα την φιλενάδα της.
«Μάλλον ναι.»
Η Ελεάννα έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να μην χαμογελάσει. Μα δεν τα κατάφερε. Ήταν κακό από την μία να χαίρεται με τον πόνο της Βιβής αλλά σε αυτή την περίπτωση ήταν η δική της ευτυχία.
«Αχ πολύ χαίρομαι για σένα βρε χαζό.»
«Κι εγώ χαίρομαι. Επιτέλους πάει και κάτι καλά.»
«Έλα μην είσαι αχάριστη. Από φίλους σου έτυχε λαχείο.» κοκορεύτηκε η Μαρίζα.
«Όντως.» απάντησε η Ελεάννα και αγκάλιασε την φίλη της.
«Ωραία, κι αφού αγκαλιαστήκαμε έλα να δούμε τι θα βάλεις και μετά θα σε βάψω. Σκέφτομαι να σου κάνω και καμιά πλεξούδα.»
«Πλεξούδα;» την κοίταξε με ένα τρομοκρατημένο ύφος η Ελεάννα.
«Ναι πλεξούδα. Σου πάει πολύ.»
«Καλά αφήνομαι στα χέρια σου.»
Δεν άργησε να της βρει η Μαρίζα τι να φορέσει. Η ντουλάπα της ήταν γεμάτη με υπέροχα ρούχα.
«Έλα να σε βάψω.»
«Από τώρα; Έχουμε τρεις ώρες. Άσε το μακιγιάζ και πες μου για εσένα.»
«Τι να σου πω για μένα;» απάντησε δυσαρεστημένα από την αλλαγή θέματος.
«Πως είσαι. Αν έχει τίποτα καινούριο ο ορίζοντας.»
«Εε κάτι έχει.» είπε και της έκλεισε πονηρά το μάτι.»
«Και δεν το λες κοπέλα μου τόση ώρα; Πότε εμφανίστηκε καινούριο φλερτ;»
«Χθες. Αν θυμάσαι σου είχα πει πως πήγα να δω κινηματογράφο με την Τζίνα. Είχα αναλάβει να πάω εγώ να πάρω τα ποπ κορν. Κι εκεί που επιτέλους είχε έρθει η σειρά μου, πετάγεται ένα παιδί για να μου πάρει τη θέση.»
«Ωχ. Του τα έψαλλες κανονικά;»
«Ε ναι. Μου ζήτησε συγγνώμη. Και μάλιστα μου τα πλήρωσε εκείνος. Παρόλο που εγώ δεν ήθελα. Ιππότης. Όπως καταλαβαίνεις έλιωσα.»
«Ιππότης δεν λες τίποτα. Τον ξέρουμε; Μετά τι έγινε;»
Η Μαρίζα γέλασε.
«Λοιπόν, πάει στην Τρίτη λυκείου αλλά όχι στο σχολείο μας. Μετά κυρία μου, μου ζήτησε το τηλέφωνο μου.»
«Και του το έδωσες;»
«Εσύ τι λες; Τέτοιο παιδί το αφήνεις να σου φύγει; Όχι βέβαια.»
«Είναι ωραίος δηλαδή.»
«Και λίγα λες.»
Συζήτησαν λίγο ακόμη γι αυτό το θέμα. Και η Μαρίζα άρχισε να περιποιείται την Ελεάννα. Αρχικά της έκανε μια γαλλική πλεξούδα και στη συνέχεια ένα απαλό μακιγιάζ. Της πήγαινε πολύ. Της πρόσδιδε μια φυσικότητα.
Έφτασε η ώρα να φύγουν. Η Μαρίζα για καφέ με την Τζίνα και την Στέλλα κι Ελεάννα για το ραντεβού της με τον Χάρη.
Ανυπομονούσε να τον δει.
Αυτή την φορά ήταν αρκετά αγχωμένη. Την προηγούμενη φορά ήταν εξαιρετικά άνετη γιατί ήξερε πως εκείνος ήταν με την Βιβή και δεν έπρεπε να ανησυχεί για τα περαιτέρω. Μα το σημερινό ραντεβού θα οδηγούσε κάπου και αυτό ήταν δεδομένο.
Έφτασε στο πάρκο που είχαν πει ότι θα συναντηθούν. Δεν είχε έρθει ακόμα.
«Ελεάννα.» την φώναξε κι εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Ήταν πολύ όμορφος. Ήταν στιγμές που αναρωτιόταν πως γινόταν να είναι τόσο υπέροχος.
Του χαμογέλασε.
«Γεια σου Χάρη.»
«Λοιπόν, που θέλεις να πάμε; Σου έχω δύο επιλογές. Βόλτα με την μηχανή ή τα γνωστά, σε καμιά καφετέρια;» την ρώτησε και της χάρισε ένα από τα γοητευτικά του χαμόγελα.
«Δεν έχω ανέβει ποτέ μου σε μηχανή. Γι αυτό λέω να πρωτοτυπήσω.»
«Τέλεια.»
Την έπιασε από το χέρι και την οδήγησε στην μηχανή του.
«Και που θα πάμε;» τον ρώτησε.
«Έκπληξη.» της απάντησε ενώ παράλληλα έβαζε το κράνος του. «Βάλε αυτό.»
Εκείνη φόρεσε το δικό της κράνος και ανέβηκε στην μηχανή.
«Μήπως γίνεται να μην τρέχεις;»
«Δεν νομίζω.» είπε και γκάζωσε πιο πολύ.
Εκείνη αυτόματα έσφιξε τα χέρια της γύρω από την μέση του και της ξέφυγε μια μικρή τσιρίδα.
«Σε παρακαλώ.» του είπε.
Εκείνος φαίνεται την λυπήθηκε και της έκανε το χατίρι να χαμηλώσει ταχύτητα.
Πέρασαν λίγα λεπτά και έφτασαν.
Έβγαλαν τα κράνη και ο Χάρης πάρκαρε την μηχανή.
«Ουάου.» είπε η Ελεάννα και κοίταξε εκστασιασμένη το μέρος.
«Σου αρέσει;»
«Και το ρωτάς. Είναι καταπληκτικό.»
Περπάτησε λίγα βήματα και πρόσεξε καλύτερα το λιβάδι στο οποίο την είχε φέρει. Είχε πανέμορφα, χρωματιστά λουλούδια και στην άκρη ένα εγκαταλελειμμένο σπιτάκι. Η ώρα ήταν περασμένη και ο ουρανός σκοτεινός. Γι αυτό δεν άργησαν να εμφανιστούν πυγολαμπίδες.
«Πως βρήκες αυτό το μέρος;» τον ρώτησε κοιτώντας τον με θαυμασμό.
«Μία από τις ατέλειωτες βόλτες μου με την μηχανή.» της απάντησε.
«Είναι απίθανο.» είπε κι έριξε άλλη μια ματιά γύρω της.
Ο Χάρης την πλησίασε, την έπιασε από το χέρι και την οδήγησε να κάτσουν σε μια τεράστια πέτρα.
«Ελεάννα θέλω να σου πω κάτι.»
«Πες μου.» του είπε και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.
«Μου αρέσεις πολύ. Σε σκέφτομαι συνέχεια.» της εξομολογήθηκε.
Τα μάγουλα της Ελεάννας ρόδισαν αμέσως.
«Ειδικά αυτό το κοκκίνισμα.» συνέχισε εκείνος.
«Κι εγώ σε σκέφτομαι συνέχεια.» παραδέχτηκε η Ελεάννα.
Με το τέλος της πρότασης της ο Χάρης την κοίταξε έντονα και πλησίασε αργά το πρόσωπο του στο δικό της κοιτώντας τα χείλη της.
Το φιλί τους δεν ήταν παθιασμένο. Ήταν πιο τρυφερό.
«Θέλεις να ξαπλώσουμε στο γρασίδι;» του πρότεινε.
«Δεν φοβάσαι μήπως λερώσεις τα ρούχα σου;» της είπε ειρωνικά
«Όχι φυσικά.»
«Εντάξει τότε.»
Ξάπλωσαν δίπλα δίπλα. Κοιτούσαν τον ουρανό με τα αστέρια.
Ήταν όπως ακριβώς το φανταζόταν η Ελεάννα. Όπως τις ταινίες και στα ρομαντικά βιβλία που διάβαζε.
«Πες μου για σένα.» έσπασε την σιωπή αυτός.
«Σαν τι να σου πω;»
«Οτιδήποτε.»
«Λοιπόν, μου αρέσει να τραγουδάω, να κάνω γυμναστική και να παίζω πιάνο. Μου αρέσει να μαθαίνω καινούρια πράγματα και να αποκτώ νέες εμπειρίες.»
Εκείνος χαμογέλασε.
«Σειρά σου.» του είπε.
«Εμένα μου αρέσει να κάνω βόλτες με την μηχανή, να διασκεδάζω. Επίσης, μου αρέσει να ανακαλύπτω καινούρια μέρη και όπως είπες να αποκτώ νέες εμπειρίες. Κι εσύ είσαι μία από αυτές.» της είπε.
«Τι εμπειρία είμαι εγώ;»
«Είσαι μια διαφορετική περίπτωση. Ενώ είχα πολλές σχέσεις μέχρι τώρα, δεν έχω νιώσει όπως νιώθω μαζί σου.»
Δεν του απάντησε, μονάχα του έπιασε το χέρι και το έσφιξε.
Όταν της έλεγε αυτά σκεφτόταν τι πραγματικά είχε κάνει για να αξίζει να τον έχει στην ζωή της. Ήταν τόσο μα τόσο υπέροχος.
Κι ενώ ευγνωμονούσε τον θεό, αισθάνθηκε κάποιον να πλησιάζει. Σηκώθηκε απότομα και κοίταξε πίσω. Τσίριξε.
Τους πλησίαζε ένας τύπος και ήταν ολοφάνερο πως μόλις είχε πάρει τη δόση του. Μάλλον θα ήταν από πριν στο σπιτάκι και δεν θα τον είχαν αντιληφθεί.
Ο Χάρης αιφνιδιάστηκε από την τσιρίδα της.
«Τι έγινε;»
«Κοίτα.» είπε κι έτεινε το χέρι της προς το μέρος του αγοριού.
Πετάχτηκε κι αυτός αμέσως. Σε λίγο ο τύπος θα τους έφτανε και από πίσω έρχονταν άλλοι τρεις.
«Τρέξε Ελεάννα.» είπε και την έπιασε από το χέρι για να φτάσουν στην μηχανή.
Η Ελεάννα πήγε να πέσει τρεις φορές από τον πανικό και την βιασύνη.
Αλλά ευτυχώς έφτασαν στην μηχανή, φόρεσαν γρήγορα τα κράνη και ο Χάρης ξεκίνησε να οδηγεί.
«Γκάζωσε το.» είπε ταραγμένη η Ελεάννα.
«Δεν χρειάζεται. Βλέπεις να μας ακολουθεί κανείς;» είπε και γέλασε με τον πανικό της. «Βλέπω δεν φοβάσαι πια.»
«Φοβάμαι περισσότερο αυτούς παρά την ταχύτητα αυτή την στιγμή.»
Ύστερα από λίγα λεπτά έφτασαν στον κεντρικό.
«Κρίμα πάντως, ήταν ωραία εκεί.» είπε λυπημένα η Ελεάννα.
«Να ξανά πάμε.»
«Δεν υπάρχει περίπτωση. Δεν έχω τρομάξει πιο πολύ στην ζωή μου.»
Ο Χάρης την πλησίασε.
«Έχεις πλάκα.» της είπε γελώντας και στην συνέχεια την φίλησε.
Η Ελεάννα απολάμβανε το φιλί του και ένιωθε παράξενα. Δηλαδή τώρα ήταν ζευγάρι;
Ένιωσε μια πληρότητα να την κατακλύζει κι τοποθέτησε τα χέρια της στο λαιμό του.
Ήταν ακόμα νωρίς κι αποφάσισαν να κάνουν βόλτες.
«Πέρασε η ώρα. Έλα να σε πάω σπίτι.» της είπε.
«Εμ άστο καλύτερα, είναι μακριά.» για κάποιο λόγο δεν ήθελε να μάθει ότι είναι πλούσια.
«Σιγά, με την μηχανή θα σε πάω. Όχι με τα πόδια.»
Του είπε τελικά την οδό και αυτός την κοίταξε περίεργα για λίγο χωρίς να πει τίποτα. Την άφησε λίγο πιο πέρα από το σπίτι της για να μην δουν τίποτα οι γονείς της ή κανένας γείτονας, όπως παραδείγματος χάρη ο Σωτήρης.
Φιλήθηκαν για ακόμα μια φορά και εκείνη έφυγε.
Πόσο όμορφα είχε περάσει.
YOU ARE READING
Θα αντέξει ο έρωτας;
RomanceΗ Ελεάννα ζει σε μια μονοκατοικία με τη αδιάφορη οικογένεια της. Είναι κόρη του μεγάλου δικηγόρου Αλέξη Αργυρίου. Έχει κλειστεί στον εαυτό της και είναι φανερά αντικοινωνική. Μοναδική φίλη της, η εξωστρεφής Μαρίζα. Μια συζήτηση με την μητέρα της στέ...