Ανέβηκαν στην μηχανή με προορισμό την παραλία. Δεν είχαν σκοπό να κάνουν μπάνιο. Η Ελεάννα απλά τον παρακάλεσε για μια βόλτα στην άμμο. Είχε μπει ο Ιούνιος. Κατάφεραν και οι δύο να ξεκλέψουν λίγο χρόνο από το διάβασμα για τις εξετάσεις.
Όταν έφτασαν πάρκαραν την μηχανή σε ένα κεντρικό δρομάκι και αφού έβγαλαν τα παπούτσια άρχισαν να κάνουν βόλτα στην απαλή, δροσερή άμμο. Τα πέλματα τους βυθίζονταν μέσα της και τους έφερνε πιο κοντά στην φύση. Μαζί.
Πιάνονταν χεράκι χεράκι και σταματούσαν σταδιακά για να φιληθούν. Η όλη ατμόσφαιρα είχε μια γαλήνη που τη μετέδιδε σε αυτούς και τους αναζωογονούσε.
Κάποια στιγμή αποφάσισαν να πάρουν ένα καλαμπόκι και να κάτσουν να το απολαύσουν μπροστά από την θέα της γαλήνιας θάλασσας.
Ο Χάρης τελείωσε πρώτος και με μια ξαφνική κίνηση της άρπαξε το καλαμπόκι, ώστε να φάει και το δικό της. Εκείνη προσπάθησε να του πάρει. Μα ο Χάρης σηκώθηκε όρθιος και το σήκωσε ψηλά με το χέρι του.
Η Ελεάννα με μια κίνηση πήδηξε πάνω του για να το πάρει. Τότε εκείνος γονάτισε και την έριξε απαλά στην άμμο. Πέταξε μακριά το καλαμπόκι κι ανέβηκε πάνω της.
Γελούσαν και οι δύο. Μέχρι που σταμάτησαν και κοιτάχτηκαν έντονα. Υπήρχαν τόσα συναισθήματα που ασφυκτιούσαν μέσα τους και επιθυμούσαν να βγουν.
«Σ' αγαπάω» της είπε και έκλεισε με τις παλάμες του το πρόσωπο της.
Πρώτη φορά της το έλεγε. Δύο λεξούλες που μπορούσαν να την στείλουν στον παράδεισο. Ήταν από τις στιγμές που νιώθεις τόσο πλήρης και που τίποτα άλλο γύρω σου δεν υπάρχει πέρα από το πρόσωπο εκείνου που λατρεύεις.
«Κι εγώ σ' αγαπάω.» είπε κι ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της. Ένα δάκρυ συγκίνησης κι ευτυχίας.
Ο Χάρης της το σκούπισε με τον αντίχειρα. Κι ύστερα την πλησίασε για να της δώσει ένα ακόμη φιλί που θα σφραγίσει τα λόγια τους.
Η Ελεάννα ένιωσε πως είχε έρθει η στιγμή. Ήθελε να γίνει ένα μαζί του. Ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος. Το ένιωθε. Μα κυρίως το ένιωθε η καρδιά της, που με κάθε του βλέμμα χτυπούσε πιο δυνατά.
Κι ο Χάρης το ίδιο σκεφτόταν. Συνεννοήθηκαν με τις ματιές.
Έκαναν έρωτα έχοντας στα αυτιά τους τους παφλασμούς της θάλασσας.
Ακριβώς όπως στις ταινίες, σκέφτηκε η Ελεάννα.
Ο Χάρης της έβγαλε την μπλούζα, το ίδιο έκανε κι εκείνη.
Το στόμα του κατέβαινε αργά, αφήνοντας σταδιακά φιλιά στο κορμί της μέχρι που έφτασε στο κάτω μέρος της κοιλιάς. Της ξεκούμπωσε αργά το παντελόνι και της το έβγαλε κι αυτό.
Η Ελεάννα ένιωθε το πρόσωπο και το κορμί της να καίει κι από το άγχος μα κυρίως από την ένταση. Είδε τον Χάρη που έβγαλε και το δικό του παντελόνι κι ύστερα άρχισε να την φιλάει παθιασμένα στο στόμα ενώ παράλληλα της ξεκούμπωνε το σουτιέν. Κατέβηκε στο στήθος της κι άρχισε να τις γλύφει τις ρώγες. Της ξέφυγε ένα μικρό βογγητό.
Τότε εκείνος της έβγαλε αργά το εσώρουχο κι ύστερα το δικό της. Άρχισε να τρίβεται πάνω της, προκαλώντας της ηδονή και στη συνέχεια μπήκε αργά μέσα της. Βόγκηξε πιο δυνατά. Ο πόνος ήταν αφόρητος. Έμπηξε τα νύχια της στην πλάτη του. Πονούσε πολύ, μα στην συνέχεια ο πόνος υποχώρησε.
Ο Χάρης τελείωσε πρώτος και μετά ήρθε η σειρά της.
Τότε ο Χάρης έγειρε ιδρωμένος πλάι της. Κοιτάχτηκαν. Τα μάτια μιλούσαν αντί για το στόμα. Κι έλεγαν πολλά περισσότερα από όσα θα μπορούσαν να ειπωθούν από τα χείλη.
«Χάλια γίναμε.» είπε για να σπάσει την ένταση η Ελεάννα. «Έχει κολλήσει πάνω μας η άμμος.»
«Ε και τι με αυτό; Πάμε να ξεπλυθούμε.» είπε και της έδειξε την θάλασσα.
«Δεν έχω μαγιό.»
«Χωρίς μαγιό θα μπούμε. Βλέπεις κανέναν εδώ γύρω;» έριξε μια ματιά γύρω του για να της δείξει ότι είχε δίκιο.
«Μπα άστο καλύτερα.»
Τότε ο Χάρης την άρπαξε και αφού της έκανε δυο σβούρες την πήρε στην αγκαλιά του και την πέταξε στην θάλασσα. Μπήκε κι αυτός.
«Είσαι...» πήγε να πει.
«Υπέροχος.» συνέχισε αυτός και γέλασε.
Γέλασε κι η Ελεάννα.
«Ναι.» είπε, ανέβηκε πάνω του κι άρχισαν να φιλιούνται.
Κολυμπήσανε λίγο κι ύστερα βγήκαν. Όταν στέγνωσαν τα κορμιά τους, ντύθηκαν και αποφάσισαν να γυρίσουνε πίσω.
Όση ώρα βρίσκονταν στην μηχανή, η Ελεάννα του σιγοτραγουδούσε ένα ερωτικό τραγούδι στο αυτί. Μόνο γι αυτόν.
«Ώστε έτσι λοιπόν.» μονολόγησε ο Σωτήρης.
Καθόταν στο σημείο που πριν λίγο έκαναν έρωτα ο Χάρης και η Ελεάννα.
Το μίσος ήταν μια λέξη που σίγουρα τον χαρακτήριζε άψογα. Ήθελε να τους πνίξει επιτόπου. Δεν μπορούσε να δεχτεί το γεγονός ότι κάποιος άλλος πηδούσε την Ελεάννα. Βέβαια, εκείνος δεν θα ήταν τόσο τρυφερός. Θα ήταν βίαιος. Έτσι ήταν πιο ωραία.
Θα έρθει και η σειρά μου, σκέφτηκε.
Το σχέδιο του προχωρούσε. Σε λίγο χρονικό διάστημα θα γινόταν πραγματικότητα κι αυτός θα είχε την ευκαιρία του.
«Στο διάολο να πάτε.» φώναξε μέσα στην ερημιά.
Σηκώθηκε κι άρχισε να περπατάει πέρα δώθε νευρικά. Ένιωθε ότι ήταν έτοιμος να σκάσει. Ήθελε να τους δει να υποφέρουν για να νιώσει μια βαθιά ικανοποίηση.
Επέστρεψε μετά από λίγη ώρα στο σπίτι του. Όταν μπήκε βρήκε τον μπαμπά του να έχει ρίξει στο πάτωμα την μητέρα του και να την χτυπάει με δύναμη και νεύρα.
Ήθελε να τρέξει να την σώσει. Να τον σπρώξει κι ας τις έτρωγε αυτός. Αλλά δεν θα το έκανε. Έπρεπε να είναι σκληρός. Πάντα έτσι του έλεγε ο μπαμπάς του. Γι αυτό ποτέ δεν άφηνε την μάνα του να τον αγκαλιάζει κι όταν εκείνη το έκανε την χτυπούσε. «Δεν θα γίνει έτσι άντρας.» της έλεγε.
Κι έτσι σιγά και σταθερά τον έκανε άντρα. Έναν άντρα μεγαλωμένο στο μίσος. Έτσι του μάθανε, έτσι κι έμαθε.
Κοίταξε άλλη μια φορά το σκηνικό κι έφυγε στο δωμάτιο του, δίχως να πει κουβέντα. Χτύπησε το χέρι του στον τοίχο.
Μα δεν μπορούσε να ξεσπάσει. Έβγαλε ένα τσιγάρο και άνοιξε το παράθυρο για να καπνίσει.
Απέναντι, είδε την Ελεάννα στο δωμάτιο της να χτενίζεται και να χαμογελά ευτυχισμένη.
«Πουτάνα.» ψιθύρισε κι αφού τελείωσε το τσιγάρο, το έσβησε κι έπεσε να κοιμηθεί.Η Μαρίζα χοροπηδούσε σαν τρελή.
«Μπράβο αγάπη.» είπε και την αγκάλιασε τόσο σφιχτά.
Η Ελεάννα γελούσε με την αντίδραση της ενώ είχε κοκκινίσει από την ντροπή της καθώς της περιέγραφε την βραδιά εκείνη.
«Είμαι ευτυχισμένη.» παραδέχτηκε.
«Και να θέλεις να το κρύψεις, δεν μπορείς.» είπε και την σκούντηξε με νόημα.
«Τόσο πολύ φαίνεται;»
«Κι άλλο τόσο.»
«Καλά τώρα αφού σου είπα για μένα, για πες κι εσύ τι γίνεται με εκείνο το παιδί.»
«Αχχ Ελεάννα ο Μάνος είναι υπέροχος. Φαίνεται πως με θέλει πολύ. Κι εγώ το ίδιο. Πρώτη φορά ενδιαφέρομαι τόσο πολύ για κάποιον κι αυτό μου αρέσει πολύ.» είπε κι άρχισε να κάνει σβούρες ενθουσιασμένη μέχρι που ζαλίστηκε κι έπεσε στο κρεβάτι, δίπλα στην Ελεάννα.
«Δηλαδή βλέπεις προοπτική;» την ρώτησε.
«Φυσικά, ήδη νομίζω πως αρχίζω να ερωτεύομαι. Φέρεται τόσο όμορφα και νιώθω ξεχωριστή κοντά του.»
«Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Μπράβο του παιδιού.» είπε και της έκλεισε το μάτι.
«Ελεάννα θέλω να σου δώσω κάτι.» της είπε η Μαρίζα.
«Τι;» ρώτησε με περιέργεια.
Η Μαρίζα της έδωσε ένα κουτάκι το οποίο είχε μέσα ένα βραχιόλι.
«Εγώ στο έφτιαξα.»
«Σ' ευχαριστώ πολύ.» είπε η Ελεάννα και την αγκάλιασε συγκινημένη.
«Ελεάννα, είσαι η καλύτερη μου φίλη. Σε νιώθω σαν αδερφή μου και σ' αγαπώ πολύ. Θέλω να το ξέρεις. Ήθελα να σου πάρω ένα καλύτερο δώρο. Μα ξέρεις εγώ δεν έχω πολλά λεφτά.» είπε και έσκυψε το κεφάλι.
«Μην το ξανά πεις αυτό. Είναι το καλύτερο δώρο που μου έχουν κάνει. Είναι ο κόπος σου. Αυτό είναι δώρο καρδιάς και έχει μεγαλύτερη αξία από οποιοδήποτε άλλο δώρο. Πίστεψε με, μου έχουν δώσει χιλιάδες πανάκριβα δώρα. Ποτέ κανένα δεν με άγγιξε τόσο.» της είπε και χαμογέλασε γλυκά.
«Ελεάννα είσαι υπέροχος άνθρωπος.» είπε η Μαρίζα ενώ είχε βουρκώσει.
«Σε παρακαλώ μην κλάψεις.» είπε ενώ κι εκείνη ήταν έτοιμη.
Ξαφνικά όλα στην ζωή της πήγαιναν τόσο υπέροχα. Που έφτανε σε σημείο να φοβάται την τόση ευτυχία.
Μετά από αυτή την συζήτηση αποφάσισαν να δουν μια κωμωδία και να φάνε ποπ κορν μαζί με κεκάκια σοκολάτας.
Γελάσανε μέχρι τελικής πτώσης και μόλις τελείωσε η ταινία η Ελεάννα έφυγε για το σπίτι της. Είχε υποσχεθεί στην μαμά της να περάσουν μαζί το απόγευμα. Έκανε πολλές προσπάθειες η γυναίκα να φτιάξει τις σχέσεις τους και σιγά σιγά το κατάφερνε.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Θα αντέξει ο έρωτας;
RomantizmΗ Ελεάννα ζει σε μια μονοκατοικία με τη αδιάφορη οικογένεια της. Είναι κόρη του μεγάλου δικηγόρου Αλέξη Αργυρίου. Έχει κλειστεί στον εαυτό της και είναι φανερά αντικοινωνική. Μοναδική φίλη της, η εξωστρεφής Μαρίζα. Μια συζήτηση με την μητέρα της στέ...