Μόλις συνήλθε η Ελεάννα δεν ήξερε ούτε που βρισκόταν ούτε με ποιους ήταν. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί και να καταλάβει τι έγινε. Η τελευταία της ανάμνηση ήταν ένα πανί, το οποίο εισέπνευσε και έχασε τις αισθήσεις της.
Πριν λίγο βρισκόταν στην αγκαλιά του Χάρη της. Τώρα που ήταν;
Κοίταξε γύρω της και είδε τον Σωτήρη να κάθεται απέναντι της και να την κοιτάζει. Δεν ήταν σίγουρη όμως ότι ήταν αυτός. Μέσα στο όχημα που βρισκόταν επικρατούσε πολύ σκοτάδι.
Όχημα; Τι δουλειά είχε σε ένα όχημα και που την πήγαινε; Πως κατέληξε εδώ; Άρχισε να συνειδητοποιεί την κατάσταση κι άρχισε να ουρλιάζει υστερικά.
Τότε ο τύπος που καθόταν απέναντι της, την πλησίασε και της έκλεισε το στόμα.
«Κάτσε φρόνιμα.» της είπε.
Η Ελεάννα βεβαιώθηκε πως ήταν ο Σωτήρης.
«Τι ακριβώς κάνεις; Που με πας;» είπε έντρομη.
«Κάπου που θα περάσω καλά.»
Τα λόγια του την ανατρίχιασαν κι άρχισε να τρέμει το κορμί της. Φοβόταν τόσο πολύ. Η χροιά της φωνής του δε της φάνηκε φυσιολογική.
Τι εννοούσε άραγε λέγοντας πως θα την πάει κάπου που θα περάσει αυτός καλά; Προσευχήθηκε να την προστατεύσει ο θεός. Τα μάτια της έτσουζαν από τα δάκρυα που προσπαθούσε μάταια να κρατήσει.
Επιδόθηκε σε ένα βουβό κλάμα φόβου.
«Κλαις; Που να δεις και την συνέχεια.»
Βούλωσε το, έλεγε από μέσα της. Παρακαλούσε να πάψει να μιλάει.
«Πες κάτι.» συνέχισε εκείνος.
«Σαν τι να πω;» είπε μέσα από τα δάκρυα της η Ελεάννα.
«Κάτι.»
«Τι θέλεις να μου κάνεις;» τον ρώτησε τελικά
«Πολλά και διάφορα.» θέλησε να την τρομοκρατήσει.
Μετά από αυτό τον μικρό διάλογο έπεσε σιωπή. Ο καθένας επικεντρώθηκε στις δικές του σκέψεις.
Ο Χάρης έψαχνε παντού μέσα σε όλο αυτό τον κόσμο την Ελεάννα. Είχε γίνει άφαντη. Πριν από λίγο βρισκόταν δίπλα του και τώρα εξαφανίστηκε.
Καθώς περπατούσε, βρήκε την Μαρίζα να κάθεται αγκαλιά με τον Μάνο σε ένα καναπέ. Την πλησίασε.
«Μαρίζα, είδες πουθενά την Ελεάννα;» την ρώτησε μπερδεμένος.
«Όχι. Γιατί;»
«Τίποτα.» είπε κι έφυγε.
Πέρασαν δύο ώρες και η Ελεάννα δεν βρισκόταν πουθενά.
Σιγά σιγά ο κόσμος άρχισε να φεύγει. Κι έμειναν μόνο ο Χάρης και η Μαρίζα, οι οποίοι είχαν αρχίσει να ανησυχούν. Φώναζαν το όνομα της, ψάχνοντας σε όλο το σπίτι και έξω στον κήπο. Πουθενά! Μετά άρχισαν τα τηλέφωνα. Το κινητό της βρισκόταν σε ένα τραπεζάκι.
«Μα που έχει πάει;» ρώτησε αγχωμένος ο Χάρης.
«Δεν ξέρω.» απάντησε ανήσυχη η Μαρίζα.
Κάποια στιγμή βρήκαν ένα χαρτάκι ακουμπισμένο στον πάγκο της κουζίνας.
Μην την ψάχνετε άδικα. Δεν θα την βρείτε πουθενά. Θα πάρουμε τηλέφωνο για τα λύτρα.
Αυτό έγραφε- με γράμματα κομμένα από εφημερίδα κι έσπειρε τον πανικό και στους δύο.
Η Μαρίζα τηλεφώνησε αμέσως στην μητέρα της Ελεάννας. Έπρεπε να την ενημερώσει.
Ο Χάρης αναστατωμένος κατευθύνθηκε στα ποτά κι έβαλε να πιει λίγο ουίσκι. Προσπαθούσε να φανεί ψύχραιμος, ίσως να ήταν μια κακόγουστη φάρσα. Ωστόσο είχε τρελαθεί από την αγωνία του.
Η Μαρίζα από την μεριά της ήταν σοκαρισμένη κι άρχισε να κλαίει. Όχι δεν μπορεί. Δεν είναι δυνατόν να είναι αλήθεια αυτό. Πλησίασε τον Χάρη. Συμμεριζόταν και τον δικό του φόβο.
Ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του.
«Ας ελπίσουμε πως όλα θα πάνε καλά.»
Εκείνος έκλεισε το πρόσωπο του με τα χέρια του.
«Ας το ελπίσουμε.»
Ύστερα από λίγο έφτασαν στο σπίτι και οι γονείς της.
Η Ντέπη έτρεξε αμέσως προς την Μαρίζα και την γράπωσε από τους ώμους.
«Που είναι το σημείωμα;» είπε ταραγμένη.
Η Μαρίζα της το έδωσε ενώ συνέχισε να κλαίει.
Ο Αλέξης ήταν πιο ψύχραιμος. Μα κι αυτός φαινόταν κάπως ταραγμένος. Αλλά δεν έμοιαζε να α νησυχεί και τόσο για την κόρη του. Ούτε πήγε να αγκαλιάσει την γυναίκα του και να προσπαθήσει να την καθησυχάσει. Πήγε μόνο να βάλλει κι αυτός ένα ποτό για σκεφτεί καθαρά.
«Μην ανησυχείτε κυρία Ντέπη. Θα πάνε όλα καλά.» είπε μέσα από τα αναφιλητά της η Μαρίζα και την αγκάλιασε.
Ο Χάρης αισθανόταν άβολα. Ήθελε κι αυτός να βοηθήσει μα αισθανόταν ανήμπορος κι αυτό ήταν που τον έκανε να θυμώνει. Κάποιος έκανε κακό στην Ελεάννα και αυτός ήταν αδύναμος να την βοηθήσει. Κατέβασε μονοκοπανιά το ποτό του.
«Πότε την είδατε τελευταία φορά;» ρώτησε η Ντέπη.
«Δεν ξέρω. Ρωτήστε τον Χάρη.» απάντησε το κορίτσι.
Τον πλησίασε και τον κοίταξε με ένα βλέμμα εκλιπάρησης.
«Πες μου αγόρι μου.» τον παρακάλεσε.
«Μας είπε ένα τραγούδι, αγκαλιαστήκαμε και μετά έκλεισαν τα φώτα και η μουσική. Μόλις επανήλθαν δεν υπήρχε πουθενά.»
Ύστερα από λίγο, κάθισαν όλοι στον καναπέ δίπλα από το τηλέφωνο περιμένοντας να ηχήσει και να συζητήσουν για το ποσό.
Η Ντέπη σηκώθηκε για να πάρει ένα μπουκάλι αλκοόλ.
«Καλύτερα να μην πιείτε σήμερα. Πρέπει να είστε νηφάλια.» της πρότεινε ο Χάρης, ο οποίος γνώριζε για την κατάσταση της Ντέπης.
«Έχεις δίκιο.» είπε παραιτημένα και κάθισε πάλι.
Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο.
Η Ντέπη το άρπαξε αμέσως.
«Παρακαλώ.»
«Έχουμε την κόρη σου. Αν θέλεις να την ξανά δεις ζωντανή θα δώσεις μισό εκατομμύριο.»
«Θα τα δώσουμε. Μην την πειράξετε.» είπε κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
Ο Αλέξης πήρε αιφνιδιαστικά το τηλέφωνο.
«Πόσα θέλεις;» τον ρώτησε.
«Μισό εκατομμύριο. Δεν θα το πω πολλές φορές.»
«Πολλά είναι.» του απάντησε ο Αλέξης προβληματισμένος.
Οι υπόλοιποι τρεις τον κοιτούσαν με γουρλωμένα τα μάτια. Μα τι ακριβώς έκανε; Διαπραγματευόταν την τιμή την στιγμή που η κόρη του πιθανών να κινδύνευε; Ήθελαν να τον φτύσουν.
«Αν θέλεις να παραμείνει ζωντανή θα τα δώσεις.» είπε ο άγνωστος και έκλεισε η γραμμή.
«Τι έκανες;» ούρλιαξε η Ντέπη στον σύζυγο της.
«Μην μου φωνάζεις εμένα.» ούρλιαξε κι εκείνος.
Ο Χάρης και η Μαρίζα τους κοιτούσαν έκπληκτοι. Τι τραβούσε η καημένη η Ελεάννα με αυτούς τους δύο;
Η Ντέπη χίμηξε κατά πάνω του κι άρχισε να τον χτυπάει με αδύναμες γροθιές.
«Πας καλά; Η κόρη σου κινδυνεύει και σε νοιάζουν τα λεφτά; Τι σκατά άνθρωπος είσαι εσύ; Ε; Τέρας. Βρομερό τέρας.» είπε υστερικά και τον έφτυσε.
Εκείνος της έδωσε μια δυνατή γροθιά σε αντίθεση με εκείνη και την έριξε κάτω, αφήνοντας την να σπαράζει στο κλάμα χωρίς να έχει καμία επαφή με τον πραγματικό κόσμο.
Η Μαρίζα έπεσε πάνω της για να την ηρεμίσει. Μάταια.
« Τι κάνουμε εμείς τώρα;» ρώτησε τον Χάρη, ο οποίος φαινόταν σαν να μην μπορούσε να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε εκείνη την στιγμή.
Δεν της απάντησε. Άρχισε να περπατά προς την πόρτα για να φύγει. Ήταν σκέτο ράκος. Έκανε κι εκείνη το ίδιο.
Άφησαν τους δύο γονείς μόνους στο σπίτι. Την Ντέπη στο πάτωμα σε κατάσταση πανικού να σπαράζει σαν άγριο θηρίο που πληγώθηκε και τον Αλέξη να πίνει για να βρει μια άκρη στο οικονομικό πρόβλημα που προέκυψε.
Τα μάτια της έτσουζαν από το πολύ το κλάμα. Είχε ζαρωθεί στην γωνία που την παράτησαν.
Όταν βγήκαν από το φορτηγάκι την έφεραν σε αυτή την τρύπα και την έδεσαν με αλυσίδες. Της έβαλαν κι ένα μαντίλι στο στόμα για να μην την ακούνε να ουρλιάζει.
Τα χέρια της πονούσαν πολύ. Οι αλυσίδες σίγουρα της είχαν αφήσει σημάδι. Κι εκτός αυτού είχε στεγνώσει το στόμα της και η κοιλιά της διαμαρτυρόταν άγρια. Από την στιγμή που την πήραν από το πάρτυ πέρασε μια ολόκληρη μέρα που δεν της έφεραν φαγητό και ένα ποτήρι νερό να πιεί.
Ξαφνικά άκουσε την ξεχαρβαλωμένη πόρτα να τρίζει και κοίταξε έντρομη ποιος ήταν. Ο τύπος που μπήκε μέσα φορούσε κουκούλα, μα εκείνη πρόσεξε το τατουάζ που είχε στο χέρι. Κάπου το είχε ξανά δει. Έσπαγε το κεφάλι της να θυμηθεί από πού.
Ο τύπος ακούμπησε ένα δίσκο μπροστά στα μάτια της και γελούσε με κακία, καθώς η Ελεάννα έτσι όπως ήταν δεμένη και φιμωμένη με το μαντίλι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πέρα από το να τα λιγουρεύεται.
Το γέλιο του επίσης της θύμισε κάτι.
Μια αναλαμπή της ήρθε.
Την ημέρα που ο Σωτήρης είχε έρθει με τέσσερις τύπους για να δείρουν τον Χάρη. Ο ένας ήταν αυτός. Και μάλιστα αυτός που κρατούσε εκείνη για να μην ξεφύγει. Τον κοίταξε με μίσος. Παρόλα αυτά άλλαξε αμέσως ύφος. Δεν ήθελε διόλου να τον εξαγριώσει.
Εκείνος απλά καθόταν και την κοιτούσε γελώντας μέχρι την στιγμή που μπήκε μέσα στο δωμάτιο ο Σωτήρης, τότε ο άλλος τους άφησε μόνους.
«Τι κάνει το κορίτσι μας;» ρώτησε ειρωνικά.
Η Ελεάννα έστρεψε το κεφάλι της από την άλλη. Το πρόσωπο του της προκαλούσε αηδία και ήταν έτοιμη να ξεράσει πάνω του.
«Έλα να φας. Νεκρή θα μας είσαι άχρηστη.»
Άρα δεν είχαν σκοπό να την σκοτώσουν. Τον κοίταξε. Είχε σκοπό να την ταΐσει. Από την μία δεν ήθελε να τον αφήσει. Θα προτιμούσε κάποιον από τους συνεργούς του. Όμως, το ένστικτο επιβίωσης είναι πάντα πιο ισχυρό από την περηφάνια.
Εκείνος της έβγαλε το μαντίλι από το στόμα.
Άνοιξε το στόμα για να της δώσει πρώτα λίγο νερό και στην συνέχεια ξεκίνησε να την ταΐζει μπάμιες.
«Έχω να σου πω δυσάρεστα νέα.»
Δεν είχε το κουράγιο να μιλήσει, ήταν σαν να της κόπηκε η μιλιά. Απλά κούνησε το κεφάλι της για να τον παροτρύνει να συνεχίσει.
«Ο πατέρας σου δυσκολεύεται να δώσει μισό εκατομμύριο για να σε σώσει και προβληματίζομαι τι θα σε κάνω αν αποφασίσει πως δεν αξίζει να χαραμίσει τα λεφτά του για πάρτι σου.»
Τον κοίταξε με γουρλωμένα τα μάτια. Αυτό ήταν εξωφρενικό. Πρώτον την τρόμαζε το γεγονός πως ο πατέρας της δεν είχε σκοπό να δώσει τα λεφτά γιατί όπως φάνηκε τα θεωρούσε πολυτιμότερα από το ίδιο του το αίμα. Αλλά κυρίως, την τρόμαζε η παράξενη λάμψη στα μάτια του Σωτήρη.
Τον είχε παρεξηγήσει. Ήταν πολύ χειρότερος από ότι πίστευε. Μέχρι τότε τον θεωρούσε ένα κακομαθημένο πλουσιόπαιδο, πλέον τον φοβόταν πραγματικά γιατί ήταν στιγμές που έμοιαζε με παράφρων άνθρωπο. Ήταν τόσο ανέκφραστος κι όταν δεν ήταν την κοιτούσε με ένα βλέμμα που εκείνη παρακαλούσε να πεθάνει παρά να το βλέπει.
«Σκεφτόμουν μήπως πρόσφερες κάποιου άλλου είδους ευχαρίστηση.» της είπε έχοντας ένα λάγνο βλέμμα.
Στο άκουσμα των λόγων του τον έφτυσε. Κακή κίνηση διότι τον εξαγρίωσε. Άρχισε να την πλησιάζει ενώ εκείνη δεμένη και ανήμπορη δεν μπορούσε να ξεφύγει από τα χέρια του, που την έσφιγγαν, ούτε από το στόμα του που άφηνε υγρά φιλιά στον λαιμό της.
Ήθελε απεγνωσμένα να ξεράσει. Άρχισε να ουρλιάζει και να κουνάει το σώμα της μανιασμένα σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τον απομακρύνει.
Εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα ο ίδιος τύπος με πριν.
Τους κοίταξε αδιάφορα.
«Σωτήρη πρέπει να έρθεις λίγο.»
Ο Σωτήρης τον έδιωξε, κάνοντας μια κίνηση με το χέρι. Άφησε ένα τελευταίο φιλί στο λαιμό της Ελεάννας που έκλαιγε με αναφιλητά και σηκώθηκε.
«Δεν τελειώσαμε αγάπη.» της είπε.
Η Ελεάννα πλέον φοβόταν και τις ορμές του.
Προσπάθησε να σκεφτεί τον Χάρη της για να ηρεμήσει.
Αισθανόταν μολυσμένη.
Κάποια στιγμή αποκοιμήθηκε στην σκέψη του.
YOU ARE READING
Θα αντέξει ο έρωτας;
RomanceΗ Ελεάννα ζει σε μια μονοκατοικία με τη αδιάφορη οικογένεια της. Είναι κόρη του μεγάλου δικηγόρου Αλέξη Αργυρίου. Έχει κλειστεί στον εαυτό της και είναι φανερά αντικοινωνική. Μοναδική φίλη της, η εξωστρεφής Μαρίζα. Μια συζήτηση με την μητέρα της στέ...