Κεφάλαιο 14ο

300 30 4
                                    


    Όταν μπήκε στο σπίτι, το χαμόγελο σβήστηκε από τα χείλη της. Κοίταξε τον Σωτήρη που την πλησίαζε.
   «Τι θέλεις εσύ εδώ;» τον ρώτησε ενώ του έριξε ένα επιθετικό βλέμμα.
   Άκουσε από την τραπεζαρία τις φωνές των γονιών του. Κατάλαβε. Για μια ακόμη φορά είχαν επίσκεψη.
   «Μην είσαι τόσο απότομη μαζί μου γλύκα.» είπε αυτός και έπιασε να της φιλήσει το χέρι, έχοντας ένα υποκριτικό ύφος.
   Η Ελεάννα το τράβηξε απότομα.
   «Εμένα δεν θα με ακουμπάς το κατάλαβες;»
   «Δεν σου πάει να είσαι θυμωμένη.»
   «Τότε να μην μου απευθύνεις τον λόγο κι ακόμα καλύτερα να μην εμφανίζεσαι μπροστά μου. Γελοίε.»
   «Θα αρχίσω να θυμώνω κι εγώ και δεν το θέλεις αυτό.»
   Τον κοίταξε με περιφρόνηση και έκανε να φύγει, μα εκείνος την σταμάτησε.
   «Έχετε σχέση έτσι δεν είναι;»
   Δεν του απάντησε, προσπάθησε πάλι να φύγει.
   «Σας είδα από το παράθυρο.»
   Τελικά έπρεπε να την αφήσει ακόμα πιο μακριά, σκέφτηκε.
   «Και να έχουμε σχέση, εσένα δεν σου πέφτει λόγος. Μην ανακατεύεσαι στην ζωή μου. Να ασχοληθείς με την δική σου. Άλλα ενδιαφέροντα δεν έχεις από το να χώνεις την μύτη σου σε ξένες υποθέσεις.»
   Εκείνος ξέσπασε σε δυνατά γέλια.
   «Έχεις πολύ πλάκα.»
   «Τι από όλα αυτά που σου είπα σου φάνηκε αστείο;»
   Ο Σωτήρης σταμάτησε να γελάει και της έσφιξε τον καρπό του χεριού.
   «Μην νομίζεις πως ξέχασα. Δεν είπα ακόμα την τελευταία μου λέξη. Θα πληρώσετε κι οι δύο, αυτό που κάνατε τότε.»
   «Πρόσεχε μην σκίσεις κανένα καλσόν. Δεν έχω να σου δανείσω άλλο.» τον κορόιδεψε.
   Τον είδε που έγινε κατακόκκινος από θυμό. Την έσφιξε τόσο πολύ που έβγαλε μια τσιρίδα.
   «Όλα καλά Σωτήρη;» ακούστηκε η φωνή την μητέρας του.
   «Ναι ναι» απάντησε και της άφησε το χέρι.
   «Με λάθος άνθρωπο τα έβαλες Ελεάννα. Με λάθος άνθρωπο. Τώρα θα δεις τι εστί Σωτήρης.»
   «Παράτα με.» είπε η Ελεάννα και έτρεξε στο δωμάτιο της. Τα τελευταία του λόγια και κυρίως το τελευταίο του βλέμμα την ανατρίχιασε. Τελικά ίσως να τον φοβόταν. Αυτό το βλέμμα ήταν το χειρότερο που είχε δει στην ζωή της. Ξεχείλιζε απέραντο μίσος. Κι όταν κάποιος μισεί τόσο πολύ είναι ικανός για όλα.

   Το επόμενο πρωί η Ελεάννα ξύπνησε με πονοκέφαλο. Όλη την νύχτα προσπαθούσε να σκεφτεί τι θα μπορούσε να κάνει ο Σωτήρης, μέχρι που την πήρε ο ύπνος.
   Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι της και τεντώθηκε.
   Έπρεπε να ετοιμαστεί. Είχε ραντεβού με τον Χάρη, επειδή το βράδυ είχε κανονίσει να βγει με την Μαρίζα.
   Ανυπομονούσε να τον συναντήσει. Όχι μόνο γιατί ήδη της είχε λείψει αλλά και για να του πει τα χθεσινά.
   Ντύθηκε πρόχειρα έκανε μια κοτσίδα και έβαλε μονάχα μια bb cream για να της δώσει φρεσκάδα.
   Ο Χάρης την περίμενε στο γνωστό μέρος. Το παρκάκι. Φαινόταν λαμπερός και χαρούμενος.    Αμέσως του χαμογέλασε κι έπεσε στην αγκαλιά του.
   «Καλημέρα» της είπε.
   «Καλημέρα» του απάντησε και τον φίλησε. Είχε έρθει η ώρα να πάρει αυτή την πρωτοβουλία.
   Περπάτησαν λίγη ώρα ώσπου η Ελεάννα του πρότεινε να κάτσουν σε ένα παγκάκι για του μιλήσει.
   «Χάρη θέλω να σου πω κάτι.» είπε ανήσυχα.
   «Ωχχ»
   «Χθες όταν γύρισα στο σπίτι βρήκα τον Σωτήρη. Είχε έρθει μαζί με τους γονείς του.»
   «Και; Τι σου έκανε;» είπε νευριασμένα.
   «Με απείλησε. Και σοβαρά αυτή την φορά ήταν πιο σοβαρός από την προηγούμενη. Φοβάμαι.    Αν ήσουν κι εσύ μπροστά θα φοβόσουν κι εσύ.»
   «Εγώ δεν θα φοβόμουν» είπε για να φανεί ατρόμητος. «Άλλωστε τι άλλο μπορεί να κάνει. Μάλλον απλά θέλει να σε τρομοκρατήσει. Μην αγχώνεσαι άδικα.»
   «Μακάρι να είναι έτσι όπως τα λες.» είπε και κούρνιασε μέσα στην αγκαλιά του.
   Πόσο όμορφα ένιωθε εκεί μέσα. Ευχόταν να μην έφευγε ποτέ.
  «Ελεάννα.»
   « Μμμ» του απάντησε.
   «Είσαι πολύ όμορφη.» της είπε διστακτικά
   Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε γλυκά. Τέντωσε το κορμί της για να τον φιλήσει. Αυτή ήταν η απάντηση της. Καλύτερη από τα λόγια.

   Πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο του. Ήταν εξαιρετικά νευρικός. Άρπαξε από πάνω από το γραφείο του ένα γυάλινο διακοσμητικό και το πέταξε στον τοίχο.
   Χαμογέλασε με ικανοποίηση από τον ήχο που ακούστηκε.
   Εντελώς ξαφνικά μπήκε στο δωμάτιο η μητέρα του.
   «Είσαι καλά Σωτήρη μου;» τον ρώτησε γεμάτη ανησυχία.
   «Πάρε δρόμο.» της απάντησε αυτός και την έσπρωξε με δύναμη έξω από το δωμάτιο του. Άκουσε τους λυγμούς της, αλλά δεν τον ένοιαξε. Το αντίθετο μάλιστα. Χάρηκε.
   Το μυαλό του έπαιρνε στροφές. Είχε γίνει σαν μπλέντερ. Αυτή η κακομαθημένη η Ελεάννα δεν μπορούσε να βγει από το μυαλό του. Εδώ και μήνες είχε την φαντασίωση πως βρίσκεται μαζί της στο κρεβάτι. Πως την βαράει και την πηδάει αντίστοιχα.
   Ήθελε να την ακούει να βογκάει από πόνο κι αυτός να ευχαριστιέται περισσότερο.
   Μίσος τον κατέκλυζε μόλις σκεφτόταν τον Χάρη. Που την είχε αγκαλιά και την φιλούσε και κυρίως που εκείνη τον κοιτούσε σαν θεό ενώ τον ίδιο την προηγούμενη μέρα τον αποκάλεσε γελοίο και τον κοιτούσε με τόση περιφρόνηση.
   Χτύπησε δυνατά τον τοίχο με το χέρι του. Πόνεσε και το έτριψε με το άλλο.
   Ήθελε κάτι να κάνει. Ήθελε να την δει να υποφέρει. Και τον Χάρη το ίδιο. Αφού δεν μπορούσε να την έχει αυτός, τότε δεν θα την είχε και κανένας άλλος.
   Αρχικά, σκέφτηκε να δημιουργήσει παρεξηγήσεις, μα δεν του φάνηκε καλό. Πολλές φορές οι παρεξηγήσεις λύνονται. Αυτός ήθελε κάτι που να τους συνταράξει για τα καλά. Και μέσα από όλο αυτό να βγει και ο ίδιος κερδισμένος.
   Ξαφνικά, τα μάτια του άστραψαν. Αυτό ήταν. Με αυτό που σκέφτηκε θα μπορούσε να απολαύσει την εξαθλίωση τους.
   Έβαλε ένα ποτήρι ουίσκι- από το μπουκάλι που έκρυβε στο δωμάτιο του για να επαινέσει τον εαυτό του για την ευφυή ιδέα του. Έκανε πρόποση στον αέρα.
   «Στην καταστροφή τους.» είπε χαιρέκακα.

   Ώρα για βότκα, σκέφτηκε η Ντέπη.
   Βρισκόταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Το πρόσωπο της έκαιγε. Το σώμα της είχε μουδιάσει.
Πλέον ο Αλέξης είχε γίνει ακόμα χειρότερος. Το προηγούμενο βράδυ γύρισε ξημέρωμα έχοντας κραγιόν στον λαιμό. Συν το ότι μύριζε από μακριά γυναικείο άρωμα.
  Πόσο εξευτελισμό μπορούσε να αντέξει; Πόσο θα άντεχε γενικώς;
   Η ζωή της ένα απέραντο κενό. Ένα τίποτα. Είχε καταντήσει να μην έχει πλέον προσωπική ζωή.   Πως έγινε έτσι; Που εξαφανίστηκε εκείνο το ανέμελο κορίτσι που σιγοτραγουδούσε συνεχώς και το γέλιο της αντηχούσε σε όλη τη γειτονιά; Μάλλον το είχε αφήσει πίσω από τότε που αποφάσισε να παντρευτεί τον Αλέξη.
   Μια απόφαση που είχε κατά συνέπεια να χάσει τον Νίκο. Τον Νίκο της. Τόσα χρόνια τον είχε φυλαγμένο στα βάθη της καρδιάς της. Ίσως να τον ξεχνούσε, αν η τωρινή ζωή της είχε κάποια ουσία. Αλλά δεν είχε. Τον θυμόταν ακόμη γιατί αυτός ήταν το συνώνυμο της ευτυχίας που άφησε να φύγει από τα χέρια της για να γίνει μια μεγάλη κυρία.
   Στην σκέψη αυτή, άρχισε να γελάει υστερικά, ακριβώς την ίδια στιγμή που έκλαιγε.
   Τα μόνα πράγματα που της τον θύμιζαν ήταν το μπαουλάκι, που βρισκόταν καλά κρυμμένο στην ντουλάπα της και η Ελεάννα, η κόρη του.
   Δεν του το είπε ποτέ. Σε κανέναν δεν το είπε. Το κράτησε μέσα της, να βαραίνει την συνείδηση της. Να νιώθει τύψεις που του στέρησε το παιδί του και που το φόρτωσε σε κάποιον που δεν το άξιζε.
   Μήπως όμως το άξιζε κι αυτή; Αυτή ήταν ακόμη χειρότερη. Ήταν ανάξια του τίτλου της μητέρας. Τον ντρόπιαζε.
   Ξαφνικά, ένιωσε μια αποστροφή για το ποτό. Το παράτησε στον πάγκο της κουζίνας και κάθισε στον καναπέ του σαλονιού για να περιμένει την κόρη της. Της είχε πει να προσπαθήσουν να φτιάξουν τις σχέσεις τους. Ε λοιπόν, ήρθε η ώρα να κάνει πράξη τα λόγια της.
   Άνοιξε την τηλεόραση να δει κάποια σαπουνόπερα για να περάσει η ώρα. Κοιτούσε αφηρημένα την τηλεόραση, μέχρι που άκουσε κλειδιά στην πόρτα.
   Μπήκε μέσα η Ελεάννα. Της χαμογέλασε κι εκείνη ανταπέδωσε. Φαινόταν κεφάτη. Δεν άργησε να καταλάβει πως η κόρη της ζούσε κάτι πολύ όμορφο και πραγματικά χάρηκε.
   «Έλα κάθισε.» της είπε και της έδειξε τον καναπέ απέναντι.
   «Μαμά, έχω διάβασμα.»
   «Δεν θα γίνει και τίποτα αν πας λίγο αργότερα.»
   «Καλά. Για πες. Τι θέλεις;»
   «Να μου πεις πως τα πάτε.»
   Η Ελεάννα γούρλωσε για λίγο τα μάτια.
   «Με ποιον;» ρώτησε προσποιώντας την ανήξερη ενώ παράλληλα σκεφτόταν πως αποκλείεται να ήξερε κάτι η μητέρα της. Εκτός αν ο Σωτήρης δεν κράτησε το στόμα του κλειστό.
   «Με το αγόρι σου.»
   «Δεν έχω αγόρι.»
   «Έλα τώρα. Μην με κοροϊδεύεις. Ξέρω τα συμπτώματα.» είπε και της έκλεισε πονηρά το μάτι.
   «Από τον μπαμπά;» ρώτησε η Ελεάννα.
   «Φυσικά.»
   Μόνο που η καθεμία εννοούσε ένα διαφορετικό πρόσωπο.
    «Ήσασταν ερωτευμένοι;»
   «Άσε το δικό μας τον έρωτα και πες μου για τον δικό σου.»
   Η Ελεάννα χωρίς να ξέρει τον λόγο, της τα εξομολογήθηκε όλα. Βγήκαν εντελώς αυθόρμητα από μέσα της. Ίσως γιατί κατά βάθος αποζητούσε αυτή την συζήτηση. Μα κυρίως, αυτή η γυναίκα που έβλεπε απέναντι της ήταν η μάνα που πάντα ήθελε να έχει κι όχι μια ψυχρή φιγούρα που της έμοιαζε.
   Ακούγοντας την διήγηση της η Ντέπη, της χαμογέλασε.
   «Να μας τον φέρεις να τον γνωρίσουμε.»
   Με αυτή την φράση η Ελεάννα ξαφνιάστηκε. Η μητέρα της, της είπε να τον γνωρίσει; Μα αφού της εξήγησε ότι δεν είναι του «επιπέδου» τους. Περίεργα της φαινόταν όλα αυτά. Ολική μεταμόρφωση.
   Μήπως κάποιο λάκκο έχει η φάβα, σκέφτηκε.
   Την κοίταξε καχύποπτα.
   Η Ντέπη σαν να κατάλαβε τους στοχασμούς της, της είπε: «Ξέρω ότι δεν περίμενες κάτι τέτοιο από μένα. Αλλά τελικά κατάλαβα πως είναι καλύτερο να ζεις με οδηγό την καρδιά κι όχι με το μυαλό.
   Η μητέρα της το έλεγε αυτό; Παρόλα αυτά όμως της άρεζε αυτή η αλλαγή. Για πρώτη φορά την αγκάλιασε θερμά και τρυφερά κι όχι τυπικά. Όλα πλέον στην ζωή της όδευαν καλά. Ένιωθε πιο ευτυχισμένη. Από τον μπαμπά της δεν ζητούσε τίποτα. Πάντα την ενοχλούσε περισσότερο η αδιαφορία της Ντέπης παρά του Αλέξη. ��"��

Θα αντέξει ο έρωτας;Donde viven las historias. Descúbrelo ahora