Κεφάλαιο 24ο

239 25 1
                                    


    Το σπίτι ήταν ερημικά άδειο και τρομερά ήσυχο. Τριγυρνούσε σαν φάντασμα από δωμάτιο σε δωμάτιο. Ήταν λες και προσπαθούσε να βρει την παρουσία τους.
   Το υπηρετικό προσωπικό είχε φύγει από ώρα. Μόνο οι φύλακες βρισκόταν έξω από το σπίτι.
   Ο Αλέξης έβαλε να πιει ένα ποτό.
   «Να δεις που μου το μετέδωσε.» είπε κατσούφικα.
   Το ήπιε μονορούφι και πήρε μια γκριμάτσα αηδίας. Δεν συνήθιζε να πίνει. Αλλά εκείνες τις ημέρες δεν το άφηνε από τα χέρια του. Η ψυχολογία του ήταν πολύ άσχημη. Δεν πήγαινε ούτε στο δικηγορικό του γραφείο. Τα φόρτωσε όλα στους συνεργάτες του.
   Έπρεπε παρόλα αυτά να συνέλθει γρήγορα.
   Είχε χωρίσει και την γραμματέα του, την είχε βαρεθεί κι εκείνη όπως και τις προηγούμενες. Έτσι την απέλυσε κι αυτή. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν η Ντέπη.
   Ο εγωισμός του δεν τον άφηνε να πάει να την βρει και να της ζητήσει να γυρίσει πίσω. Να ζητήσει συγγνώμη και από την Ελεάννα που φέρθηκε τόσο σκάρτα. Όχι την Ελεάννα δεν την αγάπησα ποτέ και το ήξερε. Αλλά αναγνώριζε πως η στάση του απέναντι στο ζήτημα της απαγωγής της ήταν ποταπή.
   Είχε μάθει από τον Χάρη πως η Ελεάννα ήταν ασφαλής. Τον είχε πετύχει στον δρόμο όταν κατέβηκε στο κέντρο. Ο Χάρης έκανε πως δεν τον είδε. Δεν τον αδικούσε βέβαια. Όμως, εκείνος τον πλησίασε και πριν προλάβει να του πει το οτιδήποτε, τον άκουσε να του λέει για την όλη κατάσταση και τον είδε να φεύγει χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση. Ήταν πολύ θυμωμένος μαζί του, ήταν ξεκάθαρο.
   Ήπιε άλλο ένα ποτήρι μονορούφι. Ήταν στιγμές που θύμωνε με τον εαυτό του που δεν ένιωθε τίποτα για την κοπέλα που μεγάλωσε. Παλιά ένιωθε χειρότερα καθώς την θεωρούσε βιολογική του κόρη. Τώρα τουλάχιστον, έδινε ένα ελαφρυντικό στον εαυτό του για το ότι δεν τους συνέδεαν δεσμοί αίματος.
   Εκείνη την στιγμή, έπινε μονάχα για την Ντέπη. Του έλειπε. Ακόμα και όταν γυρνούσε στο σπίτι και την έβλεπε στο πάτωμα λιώμα στο ποτό. Κάθε φορά την έβριζε, την πρόσβαλλε. Ένιωθε την επιθυμία να το κάνει αφού αυτή η εικόνα δήλωνε το πόσο δυστυχισμένη ήταν δίπλα του. Δεν το άντεχε αυτό.
    Ένιωθε αδικημένος. Είχε προσπαθήσει στα αλήθεια στην αρχή. Όταν επιτέλους συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν στην πραγματικότητα δική του κι ούτε θα γινόταν ποτέ, έπαψε να προσπαθεί. Δεν μπορούσε όμως να την χωρίσει. Αυτό ήταν χειρότερο για τον ίδιο. Το μόνο που έκανε ήταν να γυρνάει με άλλες προσπαθώντας να αναπληρώσει το κενό που του δημιουργούσε η ψυχρή στάση της γυναίκας του.
   Μάλιστα προσπαθούσε να αφήνει σημάδια από τις ερωτικές του συνευρέσεις με άλλες, για να τα δει η Ντέπη και να μαλώσουνε αλλά, εκείνη όχι μόνο δεν του έλεγε κάτι, τα κοιτούσε και αδιάφορα. Αυτό τον πλήγωνε ακόμα πιο πολύ. Δεν άντεχε αυτή την αδιαφορία.
   Αποτελειώθηκε όταν την έπιασε στην ντουλάπα δωμάτιο να μιλάει στην φωτογραφία εκείνη. Εκείνος ο άγνωστος στην φωτογραφία, του ήταν μισητός μόνο και μόνο γιατί κατάφερε να κερδίσει την καρδιά της και να την κρατήσει τόσα χρόνια. Κι εκτός αυτού της είχε χαρίσει κι ένα παιδί. Που ο ίδιος τόσα χρόνια το θεωρούσε δικό του.
   Τον ισοπέδωσε σε μια μόνο στιγμή. Γι αυτό σκίζοντας εκείνη την φωτογραφία ένιωθε ευχαρίστηση. Την είδε πόσο πολύ πόνεσε με εκείνη την κίνηση του. Πιο πολύ και από τα δυνατά χαστούκια που της έδωσε.
   Τότε αποφάσισε να την χωρίσει. Όσο κι αν εκείνη δεν το καταλάβαινε, τον αδικούσε. Δεν άντεχε εκείνη την αχαριστία. Έπρεπε να σκεφτεί και λίγο τον εαυτό του. Επιβεβαίωσε εκείνη την απόφαση, στο τριήμερο ταξιδάκι με την γραμματέα του.
   Τώρα όμως το είχε μετανιώσει. Προτιμούσε την αδιάφορη παρουσία της αλλά όχι την απουσία της. Εκείνη τον έπνιγε. Θα μπορούσε να προσπαθήσει να αγαπήσει και την Ελεάννα αρκεί να γυρνούσε πίσω η Ντέπη.
   Πήρε αγκαλιά το άδειο μπουκάλι και ανέβηκε προσεκτικά της σκάλες. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα τους και άπλωσε στην μεριά της, ένα νυχτικό της Ντέπης, που είχε μείνει ξεχασμένο, για να έχει την ψευδαίσθηση ότι την έχει δίπλα του.
   Το κεφάλι του πονούσε και αισθανόταν δυνατή ζαλάδα από το ποτό. Δεν άργησε να τον πάρει ο ύπνος.

   Η Μαρίζα αγκάλιασε πολύ σφιχτά την φίλη της. Φοβόταν πως δεν θα την ξανά έβλεπε. Στέκονταν αγκαλιασμένες στην ανοιχτή εξώπορτα για τουλάχιστον πέντε λεπτά.
   «Άντε πάμε μέσα.» είπε πρώτη η Ελεάννα.
   Η Μαρίζα πέρασε στο εσωτερικό του σπιτιού.
   «Να σου γνωρίσω την γιαγιά μου, την Ζωίτσα. Γιαγιά από εδώ η κολλητή μου η Μαρίζα.» της σύστησε.
   «Χαίρομαι που σας γνωρίζω.» είπε καλοσυνάτα και ευγενικά η Μαρίζα.
   «Κι εγώ κορίτσι μου.»
   Προχώρησαν στο δωμάτιο της Ντέπης, το οποίο είχε πάρει πλέον η Ελεάννα.
   «Δεν ήξερα ότι μιλάτε με την γιαγιά σου.» ψιθύρισε στο αυτί της Ελεάννας για να μην την ακούσει η Ζωίτσα.
   «Δεν μιλούσαμε. Αλλά πλέον μιλάμε. Είναι πολύ καλή γυναίκα. Απορώ με την μαμά μου.»
   «Τέλος πάντων.» σοβάρεψε η Μαρίζα. «Εσύ πως είσαι;»
   Η Ελεάννα πήρε μελαγχολικό βλέμμα.
   «Πώς να είμαι; Προσπαθώ να φαίνομαι ευδιάθετη για να μην τους στεναχωρώ αλλά είναι ώρες ώρες που δεν αντέχω. Πνίγομαι.»
    «Μην καταπιέζεις αυτά που νιώθεις. Θα σε καταλάβουν. Νομίζεις ότι επειδή προσπαθείς να το κρύψεις, δεν φαίνεται; Από χιλιόμετρα μπορεί να καταλάβει κανείς ότι είσαι χάλια ψυχολογικά.»
   «Μαρίζα, δεν μπορώ άλλο. Φοβάμαι το παραμικρό. Ένα πουλάκι να κελαηδήσει πετάγομαι από την τρομάρα μου. Δεν μπορώ να κυκλοφορήσω μόνη μου. Ούτε καν δύο βήματα. Χρειάζομαι συνέχεια συνοδεία. Έλειψαν σήμερα το πρωί η μαμά με την γιαγιά για λίγες ώρες κι εγώ όλο εκείνο το διάστημα είχα ζαρώσει στην άκρη του κρεβατιού μου. Νόμιζα πως από στιγμή σε στιγμή θα έρθουν να με αρπάξουν.» έλεγε και θύμωνε με τον εαυτό της που αισθανόταν τόσο φοβιτσιάρα παρόλο που γνώριζε πως ήταν φυσιολογικό μετά από αυτά που έζησε.
   Η Μαρίζα πήρε ένα συμπονετικό ύφος και της έπιασε τρυφερά το χέρι.
   «Λογικά είναι αυτά. Χρειάζεσαι οπωσδήποτε την βοήθεια ειδικού για να συνέλθεις από το σοκ. Να πεις την μαμά σου να ψάξει κάποια.»
   «Ψάχνει ήδη και έχει βρει μία. Αύριο έχει κλείσει το πρώτο μου ραντεβού μαζί της.»
   «Αν σου είναι εύκολο, θέλεις να μου εξηγήσεις τι πέρασες;»
   Η Ελεάννα αν και ήταν διστακτική στην αρχή, της τα είπε όλα με κάθε λεπτομέρεια εκτός από τα σημεία του βιασμού. Εκεί παρέλειψε τις λεπτομέρειες.
   «Ώστε ο Σωτήρης τα είχε κάνει όλα. Έννοια σου όμως και την βρήκε την τιμωρία του.» είπε μιας που κι εκείνη είχε μάθει από τις ειδήσεις για τη αυτοκτονία του.
   Η Ελεάννα αν και ένιωθε τύψεις, ένιωθε παράλληλα και μια ανακούφιση που δεν θα τον ξανά έβλεπε στην ζωή της και κυρίως πως δεν κινδύνευε από αυτόν πια.
   «Με τους συνεργούς του τι έγινε;»
   «Από ότι μου είπε ο Χάρης τους πιάσανε όλους εκτός από έναν. Εκείνος λένε ότι πήγε στο εξωτερικό. Δεν ξέρω. Κι αυτό είναι ένα ακόμα θέμα που φοβάμαι. Μην θελήσει να με βρει.»
   «Μπα δεν νομίζω. Πλέον δεν έχει να κερδίσει κάτι από εσένα. Ίσως να ήθελε να σε ξεφορτωθεί κιόλας εφόσον δεν έπαιρνε λεφτά.» είπε κι αμέσως δαγκώθηκε. Το τελευταίο δεν έπρεπε να το πει.    Ήξερε ότι αυτό θα πονούσε την φίλη της.
   Η Ελεάννα κοίταξε λυπημένα το στρώμα του κρεβατιού.
   «Αυτό Μαρίζα δεν θα το χωνέψω ποτέ. Ούτε και θα το συγχωρήσω ποτέ. Όσο κι αν αδιαφορούσε για μένα, δεν πίστευα ποτέ ότι δεν τον ένοιαζε για την ζωή μου ή το ότι βρισκόμουν στα χέρια εγκληματιών.»
   «Μην τα σκέφτεσαι αυτά τώρα. Έχεις την γιαγιά σου, την μαμά σου, τον Χάρη και φυσικά εμένα.»
   «Ναι και σας λατρεύω.»
   «Κι εμείς σε λατρεύουμε.» είπε η Μαρίζα και σηκώθηκε να πάρει το ένα από τα δύο τοστ που βρισκόταν σε πιάτα πάνω στο γραφείο.
   «Φέρε και το άλλο.» είπε απαλά η Ελεάννα.
   «Βλέπω όμως το κακό το χούι δεν κόβεται.»
'   Ηθελε να την κάνει να γελάσει. Καθώς η φίλη της περνούσε μια δύσκολη φάση και χρειαζόταν την στήριξη και την φροντίδα αυτών που την αγαπούσαν κι αγαπούσε.
   «Θα μείνετε μόνιμα εδώ;» ρώτησε η Μαρίζα μπουκωμένη.
   «Δεν ξέρω. Προς το παρόν δεν το έχουμε συζητήσει.»
   «Ελπίζω μόνο να μην αλλάξεις σχολείο. Μια χρονιά έμεινε.»
   «Μαρίζα. Θέλω να σου εκμυστηρευτώ κάτι.» είπε και κοιτούσε νευρικά τον χώρο γύρω της.
   «Ωχ τι έγινε;»
   «Νομίζω πως πρέπει να χωρίσω τον Χάρη.»
   Η Μαρίζα στραβοκατάπιε κι άρχισε να βήχει. Της ακούστηκε τόσο απότομο που παραλίγο να πνιγεί. Της έφερε η Ελεάννα ένα ποτήρι νερό από την κουζίνα.
   «Άκουσα καλά; Είπες πως θα χωρίσεις τον Χάρη;» ρωτούσε και ήταν σαν να μιλούσε σε εξωγήινο.
   «Είπα πως νομίζω ότι έτσι πρέπει.»
   «Τι πάει να πει έτσι πρέπει;» της ήταν αδύνατο να το καταλάβει.
   «Θα του κάνω την ζωή δύσκολη. Το ξέρω. Δεν θα μπορώ να τον αφήνω να με πλησιάζει ούτε εγώ ξέρω πόσο καιρό. Μπορεί να μου πάρει και χρόνο, μπορεί να μην μπορέσω ποτέ.»
   «Μπορεί και σε λίγους μήνες. Δεν το ξέρεις αυτό. Και άφησε τον να αποφασίσει αυτός τι θα κάνει σε μια τέτοια περίπτωση.»
   «Και να θέλει δε θα μου το πει. Τον έχω μάθει. Θα μένει μαζί μου για να μην τον κατηγορήσω ότι με άφησε στα δύσκολα. Για την ακρίβεια δεν θα θέλει να με αφήσει στα δύσκολα ακόμα κι αν περνάει απαίσια μαζί μου.»
   «Για τόσο πεζό περνάς το αίσθημα που σας συνδέει;» δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά της.
   «Μπορεί να κουραστεί να προσπαθεί αλλά, να μην θέλει να μου το πει.»
   «Μπορείς να σταματήσεις τις βλακείες;» της είπε γλυκά. «Ο Χάρης είναι μαζί σου και θα είναι μαζί σου όχι μόνο επειδή τώρα περνάς δύσκολα και πρέπει να σου σταθεί. Αλλά, επειδή σε αγαπάει και θέλει να σε στηρίξει.»
   «Νιώθω τόσο μπερδεμένη.»
   «Μόνη σου δημιουργείς μπερδέματα. Όλα θα κυλήσουν όπως πρέπει. Μην κάνεις παρορμητικές κινήσεις.»
   «Έχεις δίκιο.»
   «Τι ώρα είναι; Ιιιι πρέπει να φύγω. Θα με περιμένει ο Μάνος. Χίλια συγγνώμη που φεύγω αλλά θα ξανά έρθω σύντομα.»
   «Εγώ συγγνώμη. Είμαι πολύ γαϊδούρα. Ούτε που ρώτησα για σένα.»
   «Αν είναι δυνατόν. Εσύ είχες τόσα πολλά να μου πεις. Τα δικά μου ήταν εντελώς ασήμαντα.» είπε ενώ κοιτούσε την τσάντα για να εντοπίσει το καθρεφτάκι της. Το έβγαλε, κοίταξε για λίγο τον εαυτό της και ύστερα το πέταξε πάλι μέσα. Έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο της Ελεάννας και έφυγε.
   Αυτό της άρεζε πάνω στην Μαρίζα. Που είχε την ικανότητα να της φτιάξει την διάθεση σε λίγα δευτερόλεπτα. Και σε αυτή την περίπτωση που μετά τα όσα της είπε, έκανε τα πάντα για να μην την φέρει σε δύσκολη θέση και συμπεριφερόταν σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα.
   Χαμογέλασε παιχνιδιάρικα με την φίλη της και ξάπλωσε στο κρεβάτι.
   Σοβάρεψε. Αυτό με τον Χάρη το σκεφτόταν από την πρώτη στιγμή. 

Θα αντέξει ο έρωτας;Onde histórias criam vida. Descubra agora