Είχε φτάσει μεσάνυχτα. Η Ντέπη ένιωθε μια ευφορία. Μετά από πολύ καιρό στην ζωή της αισθάνθηκε μια ικανοποίηση, αισθάνθηκε πως σαν άνθρωπος είχε κι αυτή δικαίωμα να αποκτήσει λίγη χαρά.
Η κόρη της μπορούσε να της την προσφέρει.
Γι αυτό κατηγορούσε τον εαυτό της, γιατί άφησε ανεκμετάλλευτα τόσα χρόνια. Μια ζωή λάθος επιλογές. Και μάλιστα στα πιο σημαντικά. Την πρώτη φορά αρνήθηκε την ευτυχία δίπλα στον άνθρωπο που αγαπούσε και την δεύτερη την ευτυχία της μητρότητας. Επέλεξε να απαρνηθεί το παιδί της για να μην θυμάται το πρόσωπο του πραγματικού της πατέρα.
Κι όμως, τελικά δεν ήταν αργά να βελτιώσει τις σχέσεις τους. Μόνο που την βασάνιζε ένα δίλλημα.
Έπρεπε να της αποκαλύψει το μυστικό της ώστε να κάνουν μια καινούρια αρχή βασισμένη στην ειλικρίνεια ή να το κρατούσε για πάντα κρυφό, φοβούμενη πως με μια πρόταση θα διαλύσει ότι πήγαινε με κόπο να φτιάξει;
Θα έδινε λίγο χρόνο στον εαυτό της και θα της μιλούσε. Ήταν η πιο σωστή απόφαση.
Εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα στο σπίτι ο Αλέξης. Πάλι ήταν με την γκόμενα του.
Τον κοίταξε για λίγο από πάνω μέχρι κάτω.
«Καλώς τον» είπε και του χαμογέλασε κι ανέβηκε με λικνιστό βάδισμα τις σκάλες.
Είχε πάρει άλλη μια απόφαση.
Τέλος τα ψέματα. Ένας παράγοντας δυστυχίας ήταν αυτός. Μετά από την μελλοντική συζήτηση με την κόρη της θα τον χώριζε. Το μόνο που την στεναχωρούσε ήταν τα χρόνια που άφησε να περάσουν και δεν διεκδίκησε κάτι για εκείνη.
Ο Αλέξης την κοιτούσε αιφνιδιασμένος. Κάτι δεν του άρεσε σε αυτό το χαμόγελο. Ήταν λες και δήλωνε κάτι καθοριστικό. Ήταν αποφασιστικό. Δεν τον είχε συνηθίσει σε τέτοια και αυτό τον τρόμαξε λίγο. Αλλά ξεχάστηκε αμέσως. Μπήκε μέσα στην κουζίνα και την πλημμύρισε με γυναικείο άρωμα. Έπρεπε να πει στην καινούρια του γραμματέα να μην βάζει τόσο πολύ.
Η Ελεάννα γύρισε στο σπίτι μετά από το τελευταίο μάθημα των εξετάσεων. Καθώς μπήκε, άρχισε να χοροπηδάει χαρούμενη. Πετούσε. Όλα έδειχναν πως εκείνο το καλοκαίρι θα ήταν υπέροχο. Είχε τον Χάρη, την Μαρίζα, μερικούς ακόμα φίλους που είχε κάνει όλο αυτό το διάστημα και την μεταλλαγμένη μητέρα της.
Η Ντέπη καθόταν στον καναπέ και την κοιτούσε κεφάτη και τα μάτια της έλαμπαν.
«Έγραψες καλά;»
«Ναι πολύ καλά.» είπε και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.
«Μπράβο κορίτσι μου. Για πες μου τώρα. Τι έχεις σκοπό να κάνεις στα γενέθλια σου;» την ρώτησε.
Τα γενέθλια της όντως πλησίαζαν. Το είχε ξεχάσει. Είχαν μείνει μόνο πέντε μέρες.
«Δεν το έχω σκεφτεί ακόμα. Εσύ τι προτείνεις;»
«Νομίζω θα ήταν ωραία ιδέα να διοργανώσεις ένα πάρτυ εδώ πέρα. Εγώ με τον μπαμπά σου θα φύγουμε και θα μείνουμε σε ένα ξενοδοχείο.»
«Τέλεια ιδέα. Αχ ανυπομονώ. Πρέπει να κάνω πολλές προετοιμασίες. Να διακοσμήσω το χώρο, να κανονίσω κέτερινγκ, να αγοράσω ρούχα, παπούτσια.»
«Και τι κάθεσαι; Γρήγορα πάρε τηλέφωνο την Μαρίζα και βγείτε στα μαγαζιά.»
«Αμέσως.» είπε και ανέβηκε κεφάτα την σκάλα και συμφώνησε με την Μαρίζα να πάνε στο εμπορικό κέντρο.
«Αντε βρε κοπέλα μου. Καθυστέρησες.» της είπε με προσποιητό παράπονο η Μαρίζα.
«Τρία λεπτά άργησα μόνο.»
«Και πάλι.»
Η Ελεάννα της βάρεσε απαλά το μπράτσο και χαμογέλασε.
«Να μπούμε; Έχουμε πολλά να κάνουμε σήμερα.»
«Και τι περιμένουμε;» είπε ευδιάθετα η Μαρίζα και την τράβηξε από το χέρι.
Τριγυρνούσαν από μαγαζί σε μαγαζί. Οι αγορές είναι πραγματική ευχαρίστηση. Είχαν δοκιμάσει και οι δύο αμέτρητα ρούχα μέχρι να αποφασίσουν τι θα αγοράσουν.
Η Ελεάννα πήρε ένα άσπρο αέρινο φόρεμα το οποίο από πίσω ήταν πιο μακρύ μαζί με μια λεπτή καφέ ζώνη. Το συνδύασε με μπεζ πλατφόρμες. Αποφάσισε να αγοράσει και λίγα καλλυντικά κοντά σε αυτές τις αποχρώσεις.
Η Μαρίζα πήρε μόνο μια γαλάζια αέρινη φούστα με ένα στενό άσπρο μπλουζάκι από πάνω. Παπούτσια και καλλυντικά είχε. Δεν της περίσσευαν λεφτά για περιττές σπατάλες.
Αφού τελείωσαν τα ψώνια σε σχέση με την εμφάνιση τους. Άρχισαν να ψάχνουν για μικρά δωράκια ,η Ελεάννα ήθελε να δώσει σε όλους κάτι μικρό.
Κι ύστερα έφυγαν με προορισμό το σπίτι της Μαρίζας ώστε να φτιάξουν μια λίστα των τραγουδιών που θα έπαιζαν στο πάρτυ. Ηχεία θα έφερνε ο Μάνος- το αγόρι της Μαρίζας.
Όλα ήταν πλέον ρυθμισμένα εκτός από το φαγητό. Συμφώνησαν πως το κέτερινγκ ήταν χαζή ιδέα. Σε ένα πάρτυ έχουν θέση μόνο πίτσες, σαντουιτσάκια, πατατάκια και μια μεγάλη σοκολατένια τούρτα.
Όταν η Ελεάννα έπεσε για ύπνο εκείνη την ημέρα, κοιμήθηκε αμέσως. Ήταν τόσο ξεθεωμένη που ούτε πιζάμες δεν είχε κουράγιο να βάλλει ενώ και μέσα από τον ύπνο χαμογελούσε ευτυχισμένη.
Είχαν έρθει τα μεσάνυχτα κι αυτός δεν μπορούσε να κοιμηθεί, αν κι έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες. Σκεφτόταν διαρκώς αυτό που είχε αναφέρει η μητέρα του πριν λίγες ώρες σχετικά με τα γενέθλια της Ελεάννας.
Τον είχε ρωτήσει αν ήταν καλεσμένος. Φυσικά και δεν ήταν. Αλλά ο Σωτήρης δεν ήταν από τους ανθρώπους που χαρακτηρίζονται για την ευγένεια τους. Θα έκανε την εμφάνιση του, μα όχι για πολύ. Ίσα ίσα να την αρπάξει και να φύγει. Θα ήταν το καλύτερο δώρο για την ημέρα εκείνη.
Αρκετή ευτυχία έζησε. Καιρός ήταν να ζήσει και το αντίθετο. Να δει κι αυτή πως ζούσε τόσα χρόνια αυτός.
Χαμογελούσε με κακία.
Έκανε ένα τηλεφώνημα για τις τελευταίες εκκρεμότητες του σχεδίου στους συνεργούς του. Εκείνα τα τέσσερα παιδιά που είχαν έρθει με σκοπό τον ξυλοδαρμό του Χάρη.
Μπορεί τότε να πήγαν όλα στράφι μα αυτή την φορά δεν θα επέτρεπε να γίνουν τέτοια λάθη. Αυτός δεν μπορούσε μόνος να οργανώσει κάτι. Χρειαζόταν οπωσδήποτε κι εκείνους. Βέβαια ο καθένας θα το έκανε για τον δικό του σκοπό. Ο Σωτήρης για να σπείρει την δυστυχία γύρω του ενώ οι άλλοι πέντε για τα λεφτά.
Η απαγωγή θα ήταν σωτήρια για όλους τους. Το ποσό που θα ζητούσαν για λύτρα ήταν μισό εκατομμύριο, από το οποίο ο Σωτήρης δεν είχε μερίδιο. Ο ίδιος δεν το ήθελε. Λεφτά είχε και ο πατέρας του. Δεν τα είχε ανάγκη. Αυτός ήταν ο όρος των υπόλοιπων για να δεχτούν να τον βοηθήσουν.
Δεν μπορούσε να περιμένει εκείνη την στιγμή. Δεν μπορούσε να περιμένει να την δει να τον ικετεύει να την αφήσει. Να πέφτει γονατιστή και να σπαράζει για να την λυπηθεί. Όμως, αυτός να χαίρεται και να της προσφέρει κι άλλο εξευτελισμό.
Με αυτές τις «ευχάριστες» σκέψεις κοιμήθηκε.
Επιτέλους είχε έρθει εκείνη η ημέρα. Η δική της μέρα. Είχε ετοιμαστεί από ώρα και περίμενε τους καλεσμένους της. Πρώτη έφτασε η Μαρίζα. Την αγκάλιασε ενθουσιασμένη.
«Χρόνια πολλά Ελεάννα μου. Σου εύχομαι τα καλύτερα στην ζωή σου. Να είστε αγαπημένοι με τον Χάρη. Να είσαι πάντα ευτυχισμένη και να μην φύγει ποτέ αυτό το χαμόγελο από τα χείλη σου.» είπε χαρούμενη και της έδωσε το δώρο της.
«Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ και για τις ευχές και για το δώρο.»
«Πάμε να κάτσουμε στον καναπέ μέχρι να έρθουν οι υπόλοιποι.» της πρότεινε. «Η τούρτα μας βγήκε καλή;» την ρώτησε αφού κάθισαν.
«Στα σκουπίδια βρίσκεται. Απαίσια βγήκε. Ευτυχώς η μαμά το είχε προβλέψει και είχε παραγγείλει μια από ζαχαροπλαστείο.»
«Αποκλείεται να βγήκε χάλια κάτι που έφτιαξα εγώ.» είπε και άρχισαν να γελάνε και οι δύο. «Η μαμά σου πάντως με εκπλήσσει πολύ.»
«Εμένα να δεις. Αν μου το έλεγες πως θα γινόταν τόσο καλή μητέρα έστω και καθυστερημένα, δεν θα το πίστευα.»
«Εγώ ακόμα να το συνειδητοποιήσω. Αφού να φανταστείς έφτασα στο σημείο να την συμπαθώ.»
«Είδες που καταντήσαμε ε;» είπε ειρωνικά η Ελεάννα.
Εκείνη την στιγμή χτύπησε το κουδούνι.
«Άντε τράβα να ανοίξεις στους καλεσμένους σου.»
Η Ελεάννα σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα. Είχε καλέσει υπερβολικά πολλά άτομα. Ακόμα κι εκείνα με τα οποία δεν είχε πολλές επαφές. Όλα αυτά βρισκόταν στην πόρτα της και περίμεναν να της ευχηθούν και να της δώσουν το δώρο της.
Έμεινε στο τέλος ο Χάρης, ο οποίος είχε στα χέρια του μια υπέροχη ανθοδέσμη με τριαντάφυλλα και μια σακούλα, η οποία είχε λογικά μέσα το δώρο της.
Η Ελεάννα πήρε την ανθοδέσμη και τον φίλησε απαλά στα χείλη.
«Σ' ευχαριστώ πολύ. Είσαι υπέροχος.» είπε χωρίς εκείνος να προλάβει να της ευχηθεί.
«Χρόνια πολλά μωρό μου. Να είσαι πάντα χαρούμενη.» της είπε και της έδωσε και την άλλη σακούλα.
Η Ελεάννα έβγαλε από μέσα το δώρο της. Ήταν τυλιγμένο. Έσκισε με ενθουσιασμό το περιτύλιγμα κι έμεινε να κοιτάζει με βουρκωμένα μάτια την γιγάντια κορνίζα στην οποία υπήρχαν πάνω πολλές φωτογραφίες από τους δύο τους και στο κάτω μέρος είχε γραμμένο ένα μεγάλο «Σ' αγαπώ.»
Έβαλε την κορνίζα στην σακούλα και τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Είναι υπέροχο.» του είπε.
«Χαίρομαι που σου αρέσει.» της είπε και της χαμογέλασε γλυκά.
Η όλη σκηνή είχε έναν ηλεκτρισμό.
«Πάω να βάλλω μουσική.» είπε η Ελεάννα και έκανε πράξη τα λόγια της. Παράλληλα έκλεισε τα φώτα κι άναψε προβολείς με άλλα πολύχρωμα.
Όλοι περνούσαν πολύ ωραία. Τα μεγάλο σαλόνι είχε γεμίσει από κόσμο και όλοι χόρευαν και διασκέδαζαν. Εκτός από μερικούς που είχαν πέσει με τα μούτρα στις πίτσες και γενικά στα φαγητά που υπήρχαν στον μπουφέ.
Η Ελεάννα πήρε να πιει ένα ποτήρι βότκα με λεμονάδα κι έφερε κι ένα στον Χάρη. Χόρευαν, έπιναν και φιλιόντουσαν.
Τα καλύτερα γενέθλια της ζωής μου, σκέφτηκε η Ελεάννα χαρούμενη.
Κάποια στιγμή θέλησε να πάει και προς την φίλη της, μα εκείνη ήταν απασχολημένη με τον Μάνο. Πρώτη φορά την έβλεπε τόσο ερωτευμένη. Αποφάσισε να μην τους διακόψει και επέστρεψε πίσω στον Χάρη. Τον βρήκε με ένα μικρόφωνο στο χέρι.
Εκείνη το είχε βγάλει για να κάνουν καραόκε. Μα δεν ήθελε κανένας και το ξέχασε στην πρίζα.
«Ελεάννα θα μας τραγουδήσεις;» την ρώτησε.
«Άστο καλύτερα Χάρη μου.» είπε διστακτικά.
«Παιδιά, θέλετε να μας τραγουδήσει η Ελεάννα;» μίλησε στο μικρόφωνο.
«Ναι.» είπαν όλοι με μια φωνή.
Η Ελεάννα τον κοίταξε με ένα ύφος σαν να τον μάλωνε. Αλλά στο τέλος χαμογέλασε και πήρε το μικρόφωνο. Ζήτησε να τις βάλλουν την μουσική από το everything I do, I do it for you και άρχισε να τραγουδάει.
Καθ' όλη την διάρκεια του τραγουδιού κοιτούσε τον Χάρη. Του το αφιέρωνε. Μιλούσε για τα αισθήματα της μέσα από αυτό. Του χαμογελούσε.
Εκείνος την κοιτούσε λατρεία και θαυμασμό. Και κουνιόταν σύμφωνα με τον ρυθμό.
Μόλις εκείνη τελείωσε, της άρπαξε το μικρόφωνο.
«Την αγαπάω.» είπε και αφού έδωσε το μικρόφωνο σε αυτόν που στεκόταν δίπλα του, την σήκωσε ψηλά στην αγκαλιά του και μετά την φίλησε τρυφερά.
Τότε το φως και η μουσική έσβησαν. Ακούγονταν φωνές δυσαρέσκειας. Μετά από λίγο άρχισαν πάλι να λειτουργούν. Μόνο που πλέον δεν ήταν εκεί η Ελεάννα.
YOU ARE READING
Θα αντέξει ο έρωτας;
RomanceΗ Ελεάννα ζει σε μια μονοκατοικία με τη αδιάφορη οικογένεια της. Είναι κόρη του μεγάλου δικηγόρου Αλέξη Αργυρίου. Έχει κλειστεί στον εαυτό της και είναι φανερά αντικοινωνική. Μοναδική φίλη της, η εξωστρεφής Μαρίζα. Μια συζήτηση με την μητέρα της στέ...