Υπερβολικό άγχος ήταν οι δύο λέξεις που εξέφραζαν την Ελεάννα την ημέρα της πρεμιέρας της. Κατά βάθος ένιωθε ενθουσιασμό για την όλη κατάσταση μα το άγχος υπερτερούσε.
Έπλεκε και ξέπλεκε τα χέρια της διαρκώς.
Όλη η μέρα μέχρι εκείνη την στιγμή ήταν απελπιστικά γεμάτη. Πρωινό ξύπνημα στις επτά ως γνωστόν. Την πέμπτη ώρα έκαναν κοπάνα με την Μαρίζα για να πάνε στο εμπορικό κέντρο. Έπρεπε να κάνει τις αγορές της. Ρούχα, καλλυντικά, παπούτσια. Σαν τρελές τριγυρνούσαν τα μαγαζιά.
Η Ελεάννα έκανε και δύο δώρα στην φίλη της, η οποία δεν ήταν διατεθειμένη να τα δεχτεί. Αλλά μετά από ισχυρή πίεση, τα πήρε κι είπε ευχαριστώ συγκινημένη και παράλληλα χαρούμενη για το υπέροχο μπορντό φόρεμα και το υπέροχο μπορντό κραγιόν που ήταν πλέον δικά της.
Αφού λοιπόν, τελειώσανε με τα ψώνια τους, η Ελεάννα πήγε κατευθείαν στο μπαρ για να ξεκινήσουν και τις τελευταίες πρόβες.
Όταν τελείωσε την πολύωρη πρόβα της, πήγε σπίτι.
Όπως, το είχε υποπτευθεί. Κανείς δεν πήρε χαμπάρι την απουσία της, μόνο που στη προκειμένη περίπτωση αυτό δεν ήταν διόλου κακό.
Ξεθεωμένη όπως ένιωθε, γέμισε την μπανιέρα με νερό και κάθισε εκεί μέσα να μουλιάσει όση περισσότερη ώρα της επιτρεπόταν.
Το χειρότερο όμως ήταν ότι την πήρε ο ύπνος και είχε πολύ λίγη ώρα για να ετοιμαστεί. Τρία τέταρτα με το ρολόι.
Άρχισε να ετοιμάζεται κακήν κακώς. Φόρεσε την καινούρια ψηλόμεση μαύρη φούστα της με ένα άσπρο δαντελωτό τοπ. Τις καινούριες μαύρες γόβες της. Πρώτη φορά στη ζωή της αποκτούσε δικές τις γόβες. Συνήθως φορούσε της μητέρας της, όταν τύχαινε να παρευρίσκεται σε κάποια δεξίωση.
Άρχισε να μακιγιάρεται. Για ερασιτέχνης δεν τα πήγε κι άσχημα, δεδομένου και του χρόνου ετοιμασίας που διέθετε.
Άρπαξε γρήγορα το δερμάτινο τζάκετ της και έφυγε φουριόζα από το σπίτι.
Όλοι εκτός από τις καμαριέρες ήταν απόντες. Χαμογέλασε που γλίτωσε μια άσκοπη συζήτηση και πήγε στο μπαρ για τις τελευταίες πρόβες.
Η αλήθεια ήταν ότι πήγαινε δοκιμαστικά. Πρώτη φορά δοκίμαζε το μαγαζί live μουσική κι αν πήγαινε καλά, σίγουρα θα συνέχιζε.
Η Μαρίζα ήταν έτοιμη από ώρα. Είχε συνεννοηθεί με τον Χάρη και τρία άλλα παιδιά να πάνε παρέα στο μπαρ. Αυτό ήταν ένα είδους έκπληξης προς την φίλη της. Δυστυχώς μέσα σε αυτά τα τρία άτομα ήταν και η Βιβή η κοπέλα του Χάρη. Αλλά, η Μαρίζα ήταν εντελώς σίγουρη πως ο Χάρης δεν ενδιαφερόταν τόσο για αυτήν όσο για την Ελεάννα. Είχε προσέξει πως η αφέλεια της φίλης της τον έλκυε.
Έβαλε μια τελευταία στρώση από το καινούριο της κραγιόν. Καθώς έκλεινε το καπάκι είδε το ζευγάρι να καταφθάνει αγκαλιά και τους άλλους δύο να περπατάνε από πίσω. Ο Μίλτος θα ερχόταν πιο μετά.
«Άντε ωραία, ήρθατε.» είπε και χώρισε το ζευγάρι για να μπει ανάμεσα τους. Ένα από τα πράγματα που σιχαινόταν ήταν να κρατάει το φανάρι.
«Δεν αργήσαμε.» είπε ο Χάρης.
«Μόνο ένα εικοσάλεπτο.» είπε η Μαρίζα και έβγαλε την γλώσσα.
«Πέρασαν τόσα πολλά;» είπε η Βιβή ενώ έπαιζε με μια μπούκλα των μαλλιών της.
Χαζογκόμενα με όλη την σημασία της λέξης, σκέφτηκε η Μαρίζα.
Όταν έφτασαν στο μπαρ ακόμα παιζόταν μουσική από τα ηχεία. Ο κόσμος σιγά σιγά μαζευόταν και σε λίγο θα ξεκινούσε η Ελεάννα.
Η Μαρίζα παρήγγειλε ποτά για όλους, την στιγμή που είδε την φίλη της να πλησιάζει. Πάλι στις ομορφιές της ήταν. Θα έκαιγε καρδιές. Ήταν αναμενόμενο.
«Μαρίζα» είπε κι έπεσε στην αγκαλιά της φίλης της. «Είμαι εντελώς αγχωμένη. Νομίζω θα βγάλω σπυράκια από το άγχος.»
«Άσε τις βλακείες. Εσύ ποτέ δεν βγάζεις σπυράκια. Επίσης, δεν χρειάζεται να αγχώνεσαι. Θα σκίσεις.» την εμψύχωσε.
«Αχ να σαι καλά. Αν δεν είχα κι εσένα τι θα έκανα;»
«Ξενέρωτες χαζομάρες. Είναι σίγουρο.»
Γέλασαν και οι δύο κι η Ελεάννα έφυγε όταν είδε το νόημα που της έκανε ο κιθαρίστας.
Ο Παύλος, ένα παιδί από το σχολείο που δούλευε εκεί ως σερβιτόρος έκανε ένα μικρό πρόλογο πριν ξεκινήσουν να παίζουν τα όργανα.
Η φίλη της όταν άρχισε να τραγουδάει. Στην αρχή ήταν πολύ αγχωμένη, ίσως να φαινόταν λιγάκι. Μα στην πορεία του τραγουδιού, μάλλον ξέχασε τα άγχη της και δόθηκε ολοκληρωτικά στον ρυθμό και την μουσική.
Η Μαρίζα κατάλαβε πως προσπαθούσε να μην κοιτάει τον Χάρη, ο οποίος δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της, παρόλο που με τα τριψίματα της η Βιβή επιδίωκε να κερδίσει ένα βλέμμα του.
Μπράβο Ελεάννα είσαι σε πολύ καλό δρόμο, σκέφτηκε και χαμογέλασε πονηρά. Την απέσπασε από τις σκέψεις της ένα σκούντημα στον ώμο. Ο Μίλτος είχε έρθει.
Άρχισαν να χορεύουν. Για λίγο μόνο διότι ο Μίλτος έπρεπε να πιάσει δουλειά.
Κάποια στιγμή το live τελείωσε.
Όλοι έπεσαν πάνω στην Ελεάννα. Κάποιοι για να τις δώσουν συγχαρητήρια κι άλλοι απλά για την γνωρίσουν.
Κάποιες ψηλομύτες την σχολίαζαν. Το πράσινο χρώμα της ζήλειας βέβαια δεν ήταν και τόσο κολακευτικό.
«Ελεάννα μου, έσκισες ρε.» της είπε η Μαρίζα ενθουσιασμένη.
Η Ελέαννα γέλασε και την αγκάλιασε.
Εκείνη την στιγμή πλησίασε και ο Χάρης. Η Βιβή είχε φύγει από ώρα, καθώς της έτυχε κάτι οικογενειακό.
«Συγχαρητήρια.» αρκέστηκε να τη πει και να της φιλήσει ιπποτικά το χέρι.
Υπήρχαν ακόμη ιππότες;
Τα μάγουλα της Ελεάννας ρόδισαν αμέσως.
«Ευχαριστώ πολύ.» του είπε. Τα μάτια της έλαμπαν στην πραγματικότητα. Και σήμερα ήταν εξαιρετικά όμορφος. Μα πως το κατάφερνε αυτό. Ένιωθε πως η καρδιά της ήταν έτοιμη να βγει από την θέση της.
«Θα με ευχαριστήσεις αν δεχτείς να κάνουμε μια βόλτα. Όπως την προηγούμενη φορά.»
Θυμόταν την βόλτα τους. Στην σκέψη αυτή ενθουσιάστηκε.
«Λέω να δεχτώ.» είπε παιχνιαδιάρικα εκείνη. Παραξενεύτηκε με τον εαυτό της.
Ο Χάρης την τράβηξε έξω και άρχισαν να περπατούν.
«Δεν φανταζόμουν ότι έχεις τόσο ωραία φωνή. Θα συνεχίσεις να δουλεύεις εδώ;» την ρώτησε.
«Ναι, έτσι λέω. Αν αντέξω δηλαδή.»
«Γιατί να μην αντέξεις;»
«Ε να δεν ξέρω αν είμαι εγώ για τέτοια.»
«Να συνεχίσεις.» την κοίταξε με νόημα.
«Το σκέφτομαι»
Περπάτησαν λίγο ακόμη και κάποια στιγμή ο Χάρης σταμάτησε να προχωράει.
«Είσαι πολύ όμορφη.» της είπε και την κοίταξε με ένταση.
Την έπιασε από την μέση και πλησίασε το πρόσωπο του στο δικό της. Η Ελεάννα αισθανόταν την ανάσα του καυτή.
Αυτός πλησίαζε όλο και πιο κοντά κι ένωσε τα χείλη του με τα δικά της.
Τέτοια γεύση έχει η ευτυχία; σκέφτηκε η Ελεάννα.
Το φιλί του έγινε πιο έντονο. Πιο παθιασμένο. Εκείνη ακολουθούσε.
Ωραία που φιλούσε. Σάμπως εκείνη είχε φιλήσει και κανέναν άλλο; Ωστόσο της φάνηκε υπέροχο αυτό το φιλί.
Κάποια στιγμή θυμήθηκε ότι υπήρχε και μια Βιβή στην ζωή του. Τότε τραβήχτηκε.
Τον κοίταξε στα μάτια.
«Αυτό δεν ήταν σωστό. Έχεις κοπέλα. Την Βιβή.» είπε, έβγαλε τις γόβες της κι άρχισε να τρέχει.
Εκείνος την κοιτούσε σαστισμένος που έτρεχε. Κάτι είχε αυτή η κοπέλα. Κάτι πολύ ελκυστικό. Κάτι που τον τραβούσε σαν μαγνήτης.
Η Ελεάννα έτρεχε μέχρι που κουράστηκε. Σταμάτησε ένα ταξί. Ήταν τυχερή που βρήκε αμέσως. Μπήκε αλαφιασμένη. Είπε τη διεύθυνση του σπιτιού της.
Αφού ζαρώθηκε στο κάθισμα της, ακούμπησε τα χείλη της. Την είχε φιλήσει. Τσίμπησε τον εαυτό της. Όχι δεν ήταν παραίσθηση, ούτε όνειρο. Ήταν πραγματικότητα.
Μπορούσε ακόμη να μυρίσει την μυρωδιά του. Είχε έντονη την αίσθηση των χειλιών του στα δικά της.
Παρόλο που ένιωθε ενοχές για την Βιβή δεν μπορούσε να πει πως το μετάνιωσε. Ούτε μπορούσε να σταματήσει νιώθει ευτυχισμένη από το γεγονός.
Ο Χάρης έφτασε προβληματισμένος στο σπίτι του. Ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε μέσα. Νεκρική σιωπή. Οι γονείς του είχαν πάει στο σπίτι των παππούδων του για τρεις μέρες. Θα πήγαινε κι αυτός αλλά έμαθε για το live της Ελεάννας και άλλαξε γνώμη.
Από την στιγμή που φιλήθηκαν δεν μπορούσε να την βγάλει από το μυαλό του. Ήταν μια ιδιαίτερη κοπέλα. Του άρεζε ιδιαίτερα το κοκκίνισμα στα μάγουλα της όταν ντρεπόταν.
Δεν την είχε ερωτευτεί απλά το φιλί τους σε σχέση με τις άλλες κοπέλες είχε κάτι πιο βαθύ. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει ποια ήταν η διαφορά, μα ήταν σίγουρος ότι υπήρχε.
Μπήκε στο δωμάτιο του. Έβγαλε το πουκάμισο και κάθισε στο κρεβάτι ακουμπώντας τον τοίχο. Είχε πιει και αρκετά. Ίσως αυτό να έφταιγε που έκανε και τέτοιες σκέψεις. Ίσως αν ξυπνούσε το πρωί να του περνούσαν όλα.
Πάντως εκείνη την στιγμή, είχε συνεχώς στο νου του τα μάτια της. Πολύ περίεργο γι αυτόν. Ποτέ δεν του είχε συμβεί να τον καθηλώσουν τόσο πολύ δύο μάτια. Τι όμορφα μάτια...
DU LIEST GERADE
Θα αντέξει ο έρωτας;
RomantikΗ Ελεάννα ζει σε μια μονοκατοικία με τη αδιάφορη οικογένεια της. Είναι κόρη του μεγάλου δικηγόρου Αλέξη Αργυρίου. Έχει κλειστεί στον εαυτό της και είναι φανερά αντικοινωνική. Μοναδική φίλη της, η εξωστρεφής Μαρίζα. Μια συζήτηση με την μητέρα της στέ...