Κεφάλαιο 6ο

345 34 0
                                    

    Το πάπλωμα εκείνη την ημέρα ήταν πολύ βαρύ. Το ξυπνητήρι ηχούσε σαν σειρήνα αλλά η Ελεάννα ίσα που το άκουγε. Ένιωθε ότι είχε πέσει σε λήθαργο. Τα μάτια της με το ζόρι άνοιγαν σαν δυο μικρές σχισμές. Προσπαθούσε να καταλάβει από πού προερχόταν αυτός ο ήχος.
    Κάποια στιγμή συνήλθε από τον λήθαργο της και έκλεισε το ξυπνητήρι. Σηκώθηκε δυσαρεστημένα από το κρεβάτι. Χασμουρήθηκε και τεντώθηκε. Τα μέλη του σώματος ήταν αδύναμα. Σχεδόν με το ζόρι κουνιόταν. Μπήκε στην τουαλέτα και έπλυνε το πρόσωπο της με παγωμένο νερό. Ωστόσο παρόλο που ένιωθε ξύπνια, ένιωθε και πολύ κουρασμένη. Σκέφτηκε μήπως τελικά η δουλειά αυτή δεν ήταν γι αυτή.
    Κατέβηκε στην κουζίνα. Πεινούσε πολύ και έπρεπε να πιει οπωσδήποτε ένα καφέ. Δεν το συνήθιζε, όμως εκείνη την στιγμή η καφεΐνη φαινόταν σωτήρια.  
   Η μητέρα της έκοβε μερικά φρούτα για την φρουτοσαλάτα της.
   «Καλημέρα μαμά»
   «Καλημέρα.» είπε η Ντέπη και αφού έφτιαξε την σαλάτα γύρισε προς την κόρη της. Την κοίταξε για λίγο και μετά έφυγε στο σαλόνι.
   Πως ήταν έτσι. Η μητέρα της είχε γεμίσει μαύρους κύκλους, ήταν εξαιρετικά χλωμή. Η κατάσταση της μάλλον όδευε από το κακό στο χειρότερο.
   Έφτιαξε έναν εσπρέσσο και δύο τοστ.
   Έπεσε με τα μούτρα στο φαί. Τελείωσε τα τοστ σε χρόνο ρεκόρ κι ένιωθε ακόμα πείνα. Καθώς έπινε τον καφέ, άρχισε να αποκτά ενέργεια.
   Τότε, αφού ξύπνησε για τα καλά, θυμήθηκε το χθεσινό φιλί.
   Χαράχτηκε ένα χαμόγελο στα χείλη της. Στα χείλη που χθες είχε φιλήσει ο Χάρης. Άραγε αυτός θα το σκεφτόταν όπως κι αυτή; Ή θα το είχε ξεχάσει γιατί δεν θα σήμαινε τίποτα για αυτόν;
   Σε αυτή την δεύτερη σκέψη το χαμόγελο έφυγε. Γιατί άλλωστε να το σκέφτεται; Αυτός είχε κοπέλα. Αυτή δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο. Ίσως απλά να ήταν ένα στοίχημα με τον εαυτό του. Ή απλά εκείνη την στιγμή να ήταν μεθυσμένος, ενθουσιασμένος και να ήθελε απλά να φιλήσει την κοπέλα με την ωραία φωνή.
   Πάντα την εκνεύριζαν οι δεύτερες σκέψεις. Ωστόσο αυτές ήταν κατάλληλες για να βάζει ένα μέτρο στον εαυτό της. Να ξέρει μέχρι που μπορεί να ελπίζει. Δεν έπρεπε να πετάει με χαλασμένα φτερά.
Άφησε το τελειωμένο ποτήρι στον νεροχύτη κι έφυγε βολίδα για το δωμάτιο της. Θα άρχισε το διάβασμα για να ξεχαστεί. Αν και εκείνη την στιγμή, το τελευταίο που ήθελε να κάνει ήταν αυτό. Έπρεπε όμως. Δυστυχώς την περίμενε άλλο ένα εξαντλητικό βράδυ. 

   Μια δυνατή βροντή έπεσε στην γη. Η Μαρίζα τρόμαξε έτσι αφηρημένη όπως ήταν. Παραξενεύτηκε. Εκείνη την ημέρα από το πρωί ο ήλιος έλαμπε. Πολύ ξαφνική ήταν η αλλαγή του καιρού.
   Αποφάσισε πως δεν θα έβγαινε από το σπίτι παρόλο που ήταν Σάββατο. Δεν ένιωθε καλά. Όχι στην υγεία της. Απλά ένιωθε πολύ στεναχωρημένη. Δεν ήξερε γιατί. Δεν την έπιανε συχνά αυτό. Η Μαρίζα ήταν πάντα ευδιάθετη αλλά ήταν μερικές φορές που δεν την αναγνώριζες.
Για την ακρίβεια, αυτή την καταθλιπτική διάθεση φρόντιζε να την δείχνει μόνο στην Ελεάννα. Μόνο εκείνη είχε την ικανότητα να την κάνει να νιώσει καλύτερα. Όμως ήταν αργά το απόγευμα και σίγουρα θα ήταν στο μπαρ για πρόβα.
   Σαν να το κατάλαβε η Ελεάννα την κάλεσε στο κινητό.
   «Χίλια χρόνια θα ζήσεις. Τώρα σε σκεφτόμουν.» είπε η Μαρίζα προσπαθώντας να προσποιηθεί την χαρούμενη.
   «Πάλι εμένα σκέφτεσαι;» αστειεύτηκε.
   «Πάντα.»
   «Τι έχεις;»
   Μα όλα να τα καταλαβαίνει αυτή η κοπέλα.
   «Δεν έχω κάτι.» είπε το γνωστό ψέμα.
   «Έρχομαι.»
   «Δεν έχεις πρόβες;»
   «Δεν θα γίνει και τίποτα αν λείψω για λίγο.» είπε κι έκλεισε το τηλέφωνο.
   Γι αυτό την αγαπούσε τόσο. Πάντα ήταν εκεί γι αυτήν. Και κυρίως για το μεγαλείο της ως άνθρωπος. Γι αυτό ενδιαφέρθηκε και ο Χάρης. Γιατί ήταν ξεχωριστή.
   Σε λίγη ώρα άκουσε του κουδούνι του σπιτιού. Η απόσταση από το μαγαζί δεν ήταν μεγάλη κι έτσι δεν άργησε.
   «Για πες μου.» μπήκε απευθείας στο ψητό.
   «Τα συνηθισμένα που με πιάνουν. Παράπονα. Δεν νιώθω ευχαριστημένη με τίποτα.»
   «Γιατί κυνηγάς ανθρώπους και καταστάσεις που δεν σε ενδιαφέρουν πραγματικά.»
   «Πάμε να τα πούμε στο δωμάτιο.»
   Προχώρησαν. Η Ελεάννα κάθισε στο κρεβάτι και η Μαρίζα στην καρέκλα του γραφείου ενώ παράλληλα πήρε ένα στυλό κι άρχισε να παίζει νευρικά.
   «Άκου τι έχω να σου πω. Ο Μίλτος δεν σου ταιριάζει, ούτε όλοι αυτοί που πας και πέφτεις. Ψάξε να βρεις αυτό που πραγματικά θέλεις. Αυτό ή αυτόν που θα σε κάνει να μην έχεις αμφιβολίες για την ευτυχία σου.»
   «Δεν ξέρω γιατί κάνω συνέχεια αυτό το λάθος.» είπε στεναχωρημένη.
   «Γιατί από την μία σαμποτάρεις τον εαυτό σου και από την άλλη ενθουσιάζεσαι εύκολα και δεν αναλύεις αν αυτός είναι αυτό που ψάχνεις. Ξέρω ότι αυτό κυρίως σε βασανίζει και όχι όλα τα υπόλοιπα στην ζωή σου. Είναι και ο καιρός μουντός σήμερα. Σε επηρέασε κι αυτό.»
    «Δεν μπορώ να κάνω κάτι. Έτσι είμαι. Δεν μπορώ να σκεφτώ παρακάτω όταν ενθουσιάζομαι.»
   «Να μπορέσεις. Στο κάτω κάτω όταν θα βρεις εκείνον που επιθυμείς θα το καταλάβεις.»
   «Και τώρα τι κάνω;»
   «Σε πρώτη φάση χωρίζεις τον Μίλτο.»
   «Μα...» ξεκίνησε ενοχλημένη η Μαρίζα.
   «Λοιπόν, απάντα μου σε μια ερώτηση.»
   Η Μαρίζα ένευσε καταφατικά.
   «Τώρα που δεν είσαι καλά θα ήθελες να έχεις δίπλα σου τον Μίλτο και να το συζητήσετε; Να του ανοιχτείς; Να του πεις τα προβλήματα σου;»
   «Όχι.» παραδέχτηκε.
   «Επομένως, δεν τον βλέπεις σοβαρά. Αν περνάς καλά μαζί του, να μείνεις σε αυτή τη σχέση.   Αλλά αν αυτή η σχέση σου δημιουργεί ένα κενό και σε κάνει ενδεχομένως να σκέφτεσαι έτσι, μάλλον περισσότερο κακό σου κάνει.»
   «Έχεις δίκιο.» αναστέναξε.
   «Δεν θέλω να σε κάνω να χωρίσεις αν δεν το θέλεις.»
   «Έχεις δίκιο. Αύριο που θα συναντηθούμε θα του το πω.»
   «Αν θα σου κάνει καλό, αυτό να κάνεις.» είπε η Ελεάννα και την αγκάλιασε. «Πρέπει να φύγω εγώ τώρα. Θα με βρίζουν στην δουλειά. Θα τα πούμε.» είπε, της έσκασε ένα φιλί και έφυγε.

Θα αντέξει ο έρωτας;Donde viven las historias. Descúbrelo ahora