Κεφάλαιο 3ο

432 33 5
                                    


     «Σιγανοπαπαδιά. Δεν μας τα έλεγες αυτά.» την πείραζε η Μαρίζα ενώ της τσίμπησε το χέρι.
   Η Ελεάννα την κοίταξε χαμογελαστή. Από την στιγμή που έφυγαν από το κλαμπ δεν μπορούσε να σταματήσει να χαμογελάει. Η σκέψη του και οι ελάχιστες ώρες που πέρασαν μαζί τις φαινόταν όνειρο. Σαν να της χαμογέλασε ξαφνικά η τύχη. Η τύχη που τόσο καιρό την είχε ξεχασμένη.
   «Δεν μιλάς ε;» συνέχισε η Μαρίζα.
   «Σαν τι να σου πω;»
   «Ό'τι συνέβη σήμερα μαζί με τον Χάρη.»
   «Δεν έγινε και τίποτα. Απλά μιλούσαμε.»
   «Θα μου πεις μόνη σου τις λεπτομέρειες ή θα σε βασανίσω;» είπε και άρχισε να την γαργαλάει.
   «Είσαι σαδίστρια. Καλά καλά θα σου πω. Σταμάτα σε παρακαλώ.»
   Η Μαρίζα κάθισε καλύτερα στο κρεβάτι και αφοσιώθηκε στην φίλη της, η οποία άρχισε να διηγείται όλα τα γεγονότα της σημερινής βραδιάς από την στιγμή που εκείνη χάθηκε με τον Μίλτο.
Τώρα που είχε ξεμεθύσει τα ξανά σκεφτόταν ένιωθε απέραντη ντροπή για τα κατορθώματα της πάνω στην μπάρα. Αισθανόταν φθηνή. Σαν όλες εκείνες τις κοπέλες που κορόιδευε. Πραγματικά, τι εντύπωση θα είχε σχηματίσει για εκείνη ο Χάρης.
   «Για να κάθισε μαζί σου δύο ολόκληρες ώρες σημαίνει ότι μια χαρά εντύπωση του έκανες. Σταμάτα να σαμποτάρεις πια τον εαυτό σου. Έλεος.»
   «Δηλαδή εσύ τι λες να κάνω;» ρώτησε η Ελεάννα και κρεμόταν από την απάντηση της φίλης της.
   «Τίποτα. Θα δείξει την Δευτέρα που θα πάμε στο σχολείο. Θα δεις την συμπεριφορά του και μετά έχει ο θεός.»
   «Λες να βγει κάτι καλό;» ρώτησε με ελπίδα.
   «Θα δείξει είπαμε.»
   «Εσύ με τον Μίλτο;»
   «Αύριο θα τα πούμε. Δεν σε βλέπω από την νύστα.» απάντησε και χασμουρήθηκε προς επιβεβαίωση των λόγων της.
   Η Μαρίζα κοιμήθηκε αμέσως. Η Ελεάννα έμεινε ξάγρυπνη μέχρι τις οκτώ. Έκλεινε τα μάτια και έβλεπε τον Χάρη, άνοιγε τα μάτια πάλι έβλεπε τον Χάρη κι όσο κι αν προσπαθούσε να προσγειώσει τον εαυτό της και να μην ελπίζει, δεν μπορούσε να βάλει φρένο στο μυαλό της.
   Όταν ξύπνησαν κατά το μεσημεράκι βρήκαν στο γραφείο της Μαρίζας ένα δίσκο με πλούσιο πρωινό. Η μητέρα της είχε αγοράσει φρέσκα, αχνιστά κρουασανάκια από τον φούρνο απέναντι. Είχε επιπλέον γάλα με κακάο και δύο τοστάκια.
   Η χειρονομία της μαμάς της Μαρίζας συγκίνησε την Ελεάννα. Λυτό πρωινό σε σχέση με αυτό που έτρωγε καθημερινά στο σπίτι της αλλά είχε μια άλλη γλύκα και το ευχαριστήθηκε.
   «Ποιος διαβάζει τώρα;» είπε ανόρεχτα η Ελεάννα.
   «Θα διαβάσεις τώρα βρε φυτό;»
   «Εσύ να τα ακούς αυτά. Και μη λες το κορίτσι φυτό επειδή εσύ είσαι εχθρός των βιβλίων.» είπε η μαμά της Μαρίζας ενώ άνοιγε το παράθυρο να μπει φρέσκος αέρας στο δωμάτιο.
   «Μαμά μην ανακατεύεσαι. Κι επίσης μια χαρά βαθμούς φέρνω. 17 και μισό δεν είναι λίγο.»
   «Έλα μωρέ παρεξηγησιάρα. Άντε πάω κι εγώ να σας αφήσω μόνες.»
   Η Ελεάννα σηκώθηκε κι άρχισε να ετοιμάζει τα πράγματα της για να φύγει.
   «Φεύγεις;» τη ρώτησε η Μαρίζα.
   «Ναι πάω σπίτι μου. Η ώρα πέρασε. Τα λέμε αύριο στο σχολείο.»
   Όταν η Μαρίζα άκουσε το κλείσιμο της πόρτας κοίταξε προβληματισμένη κάπου στο κενό.
Για κάποιο ανεξήγητο λόγο φοβόταν την αιφνιδιαστική εμφάνιση του Χάρη στη ζωή της κολλητής της. Ο Χάρης δεν ήταν το αγόρι που της ταίριαζε. Εκείνη χρειαζόταν ένα καλό παιδί που να είναι αφοσιωμένο σε αυτή και να την λατρεύει. Πολύ αμφέβαλλε αν ο Χάρης θα μπορούσε να σταθεί δίπλα στην Ελεάννα. Διότι καλό παιδί μπορεί να ήταν αλλά σίγουρα δεν θα μπορούσε να της αφοσιωθεί. Δεν ήταν του χαρακτήρα του να μένει με μια κοπέλα ακόμα κι αν την ήθελε πολύ.
Ξεφύσηξε και πήρε στα χέρια της ένα βιβλίο για να ξεχαστεί. Τα μαθηματικά ήταν τα άκρως κατάλληλα για κάτι τέτοιο.

   Η Ελεάννα μπήκε στο εσωτερικό του σπιτιού. Μια καμαριέρα την πλησίασε και την ενημέρωσε πως οι γονείς της είχαν βγει για φαγητό. Ότι καλύτερο μπορούσε να της συμβεί. Βέβαια και να ήταν στο σπίτι πάλι δεν θα την ενοχλούσαν όπως πάντα. Συνήθως δεν ανέβαιναν στον δικό της όροφο.   Οι μόνες συναντήσεις τους καθημερινά ήταν στην τραπεζαρία την ώρα των τριών βασικών γευμάτων. Όπου οι κουβέντες που αντάλλασσαν ήταν λιγοστές.
   Ανέβηκε νωχελικά την μεγάλη σκάλα. Το δωμάτιο της ήταν περιποιημένο παρόλο που εκείνη χθες το άφησε σε κακό χαμό. Έκανε καλή καθαριότητα η Σουζάνα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και πήρε αγκαλιά το αρκουδάκι που της είχε φέρει ο νονός της όταν ήταν μικρή. Το έσφιγγε πολύ δυνατά. Είχε συσσωρεύσει μέσα της τόση πίεση που από στιγμή σε στιγμή θα έσκαγε σαν παραφουσκωμένο μπαλόνι. Ήθελε να τσιρίξει.
   Της φαινόταν τρελό όλο αυτό. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι της συνέβαινε κι αυτό την εκνεύριζε ακόμα περισσότερο. Για να ξεσπάσει την ένταση της, έβαλε στα γρήγορα φόρμες και πήγε στο γυμναστήριο στον τρίτο όροφο του σπιτιού.
    Δεν είχε όρεξη να διαβάσει ούτε και σήμερα. Ας πήγαινε κι αυτή μια φορά στο σχολείο χωρίς να διαβάσει, δεν θα χαλούσε κι ο κόσμος.
   Άλλωστε μοναδική σκέψη στο μυαλό της ήταν ο Χάρης και η χθεσινή βραδιά. Προσπαθούσε με όλες τις δυνάμεις να αποσπάσει την προσοχή της στην γυμναστική αλλά και πάλι φαινόταν αδύνατο.

   Το πρωινό ξύπνημα στις εφτά εκείνη την ημέρα ήταν ανυπόφορο. Το χθεσινό βράδυ είχε πάλι αυπνίες. Παρόλα αυτά κατάφερε να σηκωθεί. Πήγε στο μπάνιο και έπλυνε το πρόσωπο της. Η επαφή με το κρύο νερό την αναζωογόνησε.
   Δευτέρα σήμερα, σκέφτηκε και ξίνισε το πρόσωπο της. Αυτή την Δευτέρα όμως την περίμενε πως και πως. Θα έβλεπε μετά από δύο μέρες τον Χάρη. Όλα σήμερα θα έδειχναν αν την είχε ήδη ξεχάσει ή αν είχε και πάλι όρεξη να της κρατήσει συντροφιά.
    Καθώς τα σκεφτόταν αυτά, άρχισε να μονολογεί κοιτώντας το είδωλο της στον καθρέπτη.
   «Πως είσαι έτσι και σήμερα; Θέλεις και να σε θυμάται. Λες και είσαι καμιά σπουδαία ύπαρξη που μένεις αξέχαστη. Τρομάρα σου.» έκανε κριτική στον εαυτό της. «Βάλε τουλάχιστον κάτι της προκοπής και σουλούπωσε λιγάκι τα μαλλιά σου για να διορθώσεις κάπως την κατάσταση.» είπε και άρχισε να ψάχνει στην ντουλάπα της για ρούχα. Πήρε ένα τζιν παντελόνι από το συρτάρι και μια καινούρια μπλούζα που της έκανε δώρο η μαμά της το Σάββατο μετά την επιστροφή της από το εμπορικό κέντρο.
   Όλο δώρα είμαστε σε αυτή την οικογένεια, σκέφτηκε.
   Χτένισε τα μακριά ίσια μαλλιά της και φόρεσε στα χείλη της ένα απαλό κραγιόν.
   Αφού ετοιμάστηκε, κατέβηκε σαν σίφουνας στο σαλόνι να πάρει τα χρήματα που της άφηνε από βραδύς η μητέρα της για το σχολείο κι έφυγε.
   Έφτασε νωρίς στο σχολείο. Έμενε ένα τέταρτο μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι. Δεν είχε όρεξη να μπει μέσα. Εξάλλου η Μαρίζα πάντα έρχεται καθυστερημένα και δεν ήθελε να κάθεται μόνη της στο προαύλιο.
    Άρχισε να κάνει βόλτες στα γύρω τετράγωνα. Περπατούσε ανέμελα στους δρόμους μέχρι την στιγμή που είδε το Χάρη να κρατάει αγκαλιά από τον ώμο εκείνη την κοπέλα που φιλούσε στο χορό.
   Διαλύθηκαν τα ροζ συννεφάκια της. Μα αν είναι δυνατόν να πιστέψει πως ολόκληρος Χάρης, ένας δημοφιλής και πανέμορφος Χάρης να κοιτάξει μια αντικοινωνική και μέτρια κοπέλα.
   Ήθελε να κλάψει από τα νεύρα της αλλά δάκρυ δεν έλεγε να κυλήσει. Φαίνεται πως κατά βάθος και η ίδια το περίμενε. Γι αυτό δεν παραξενεύτηκε. Σάμπως δεν είχε δει πως την φιλούσε στο κλαμπ; Το είχε δει, αλλά είχε αποφασίσει να το διαγράψει από το μυαλό της.
   Η ώρα είχε πάει παρά πέντε. Έστρεψε προς την άλλη μεριά και πήγε πίσω στο σχολείο. Η Μαρίζα είχε έρθει στην ώρα της τελικά. Αυτό ήταν άξιο απορίας. Την κοιτούσε με ένα βλέμμα σαν να την συμπονούσε ή σαν να έλεγε το περίμενα αλλά...
   Φαίνεται είχε δει το ζευγαράκι να καταφθάνει αγκαλιασμένο.
   Η Ελλεάννα δεν έδωσε σημασία σε αυτή την ενοχλητική γκριμάτσα της φίλης της και την πλησίασε προσποιητά κεφάτη.
   «Δεν τους είδες;»
   «Τους είδα.» απάντησε η Ελεάννα.
   «Και;»
   «Τι και; Δεν μου κάνει εντύπωση.»
   «Εσύ μέχρι προχθές πετούσες στον ουρανό για χατίρι του.»
   «Ε τώρα κατάλαβα το λάθος μου.» είπε κι άφησε το ανόητο, ψεύτικο χαμόγελο.
   «Είπα κι εγώ τόσο χαρούμενη; Κάτι δεν πάει καλά.»
   Η Ελεάννα δεν απάντησε μονάχα κούνησε το κεφάλι της και επικεντρώθηκε στον διευθυντή που έκανε πάλι τις γνωστές, πρωινές παρατηρήσεις του. *

Θα αντέξει ο έρωτας;Onde histórias criam vida. Descubra agora