Κεφάλαιο 58ο

27.8K 2.3K 951
                                    

Είμαι πολύ θυμωμένος.

Είμαι πάρα πολύ θυμωμένος.

Είμαι τόσο θυμωμένος που θα κάνω απεργία πείνας.

"Κι εσύ Σαμ, θα κάνεις απεργία μαζί μου" είπα στον Σαμ απόλυτα.

Αφού έβαλα τα παπούτσια μου πάνω στο κομοδίνο μου, βγήκα έξω και κρυφά κρυφά πήγα μέχρι την πόρτα της Αντριάνας.

"Σσσς" είπα στον Σαμ.

Δεν ακουγόταν τίποτα από μέσα.

"Αντριάνααααα" φώναξα. "Θες να πάμε στο πάρκο;"

"Όχι σήμερα, δεν νιώθω καλά. Πήγαινε με την μαμά"

"Να μπω μέσα να παίξουμε με τον Σαμ;" πρότεινα.

"Ερμή δεν έχω όρεξη, φύγε"

Δεν παίζει μαζί μου η Αντριάνα πια.

Ούτε μου μιλά, είναι λυπημένη.

Ούτε ο Βίκτωρ μου μιλά, δεν έρχεται καν να με δει.

Ούτε εμένα, ούτε τον Σαμ και νομίζω δεν βλέπει ούτε την Αντριάνα.

Έτρεξα μέχρι τον κάτω όροφο και μπήκα στην κουζίνα. Κάτι μαγειρεύει η μαμά.

Μακάρι να είναι κάτι με πατάτες. Αρέσουν στον Σαμ.

"Μαμά" αναφώνησα και πήδηξα δίπλα της.

"Ναι;" ρώτησε χωρίς να πάρει τα μάτια της από αυτά που έκοβε.

Καημένα λαχανικάκια.
Θα μπορούσατε να γίνετε δέντρα κάποτε.
Για να σας κόψουμε και να φτιάξουμε έπιπλα.

"Τι θα φάμε σήμερα;"

"Θα φτιάξω ρύζι και μπιφτέκι"

"Θα κάνεις και πατάτες;"

Αν δεν φάμε πατάτες σήμερα θα βάλω τον Σαμ να φάει όσα παπούτσια έχουμε στο σπίτι.

Και τις παντόφλες.

Δεν του αρέσουν οι παντόφλες αλλά τέλος πάντων.

"Θα φτιάξω το ρύζι, δεν είναι ανάγκη να φτιάξω και πατάτες"

"Μα εγώ θέλω πατάτες"

"Το ρύζι ήδη μαγειρεύεται Ερμή μου"

Στάθηκα πάνω σε μια καρέκλα και την κοίταξα σοβαρός.

"Πες αντίο στις παντόφλες σου" είπα και αφού πήδηξα κάτω άρχισα να τρέχω με τον Σαμ.

Πήγαμε στο σαλόνι και άρπαξα το τηλέφωνο του σπιτιού. Το έκρυψα στην τσέπη μου κι ένεψα στον Σαμ να κάνει ησυχία. Ανεβήκαμε τις σκάλες και τρέξαμε στο δωμάτιο μου.

Μπάτσο, μωρό μου!Où les histoires vivent. Découvrez maintenant