Κεφάλαιο 8ο

1.7K 166 7
                                    

Οι δύο μέρες που είχε φύγει ο Μάρκος είχαν περάσει βασανιστικά αργά. Η Ελπίδα γυρόφερνε μεσα στους τέσσερις τοίχους της εταιρίας. Μια σχεδίαζε, μια μουτζούρωνε. Προσπαθούσε να περάσει την ημέρα της.

Και το χειρότερο ερχόταν το βράδυ που πήγαινε σπίτι. Μιλούσαν μέχρι αργά, αλλά δεν τον είχε μπροστά της, να τον κοιτάει μέσα στα μάτια, να τον φιλάει και να τον αγκαλιάζει.

Από το πρωί που είχε ξυπνήσει ήταν με ενα μόνιμο χαμόγελο. Ο Μάρκος είχε γυρίσει και επιτέλους θα τον έβλεπε μετά από δύο ημέρες. Αν κάποιος θα το άκουγε θα έλεγε ότι δυο μέρες είναι πολύ λίγες άλλα για αυτούς είναι πάρα πολλές.

Δεν κοιμήθηκε σχεδόν καθόλου όλο το βράδυ από το άγχος και την υπερένταση που θα τον έβλεπε. Τόσο πολύ που δεν είχε δύναμη να οδηγήσει και αναγκάστηκε να πάρει ταξί για να πάει στην εταιρία.

Περίμενε υπομονετικά μέσα στο γραφείο της να ακούσει την πόρτα να ανοίγει και να μπει μέσα αυτός με το χαμόγελο του και φωτίσει ο τόπος. Και όπως έγινε η πόρτα άνοιξε λίγο και από έξω ακουγόταν οι ομιλίες του Μάρκου με τους συναδέλφους του.

"Ευχαριστώ παιδιά, η συμφωνία κλείστηκε και εμείς συνεχίζουμε ακάθεκτοι. Χάρηκα πολύ που σας είδα."κατέληξε και μπήκε μέσα στο γραφείο με ενα στραβό χαμόγελο.

"Κλείσε τα στοράκια."του είπε και σηκώθηκε. Αυτός υπάκουσε και κατευθύνθηκε προς το παραθυράκι που έβλεπε στα υπόλοιπα γραφεία.

Πριν καν γυρίσει αυτή ήταν ήδη πίσω του και του επιτέθηκε λαίμαργα στον λαιμό. "Μου έλειψες τόσο πολύ."Η αγκαλιά της έσφιξε και αυτός γύρισε να την κοιτάξει. "Και σε εμένα έλειψες γαμωτο, νόμιζα θα τρελαινόμουν αν καθόμουν λίγο ακόμα με αυτούς εκεί πέρα."της είπε και την οδήγησε στον καναπέ όπου την έβαλε επάνω στα πόδια του.

"Ξέχασα να σου πω συγχαρητήρια. Ήμουν σίγουρη ότι θα μας έφερες την συμφωνία."τον φίλησε διστακτικά στα χείλη, πράγμα που παραξένεψε τον Μάρκο ο οποίος την πίεσε επάνω του.

"Από πότε μας έπιασαν οι ντροπές δεσποινίς Στρατοπούλου;"της έπιασε το μάγουλό και της χαμογέλασε.

"Δεν ντρέπομαι μωρό μου. Απλά δεν νιώθω και πολυ καλα. Κοιμήθηκα ελάχιστα και δεν έχω δύναμη,να φανταστείς με ταξί ήρθα."Ο Μάρκος την σήκωσε από την αγκαλιά του και την έβαλε να ξαπλώσει στον καναπέ.

"Και γιατί δεν μου είπες κάτι ρε Ελπίδα; Θα μπορούσες να μην έρθεις σήμερα."την μάλωσε. "Και να μην σε καλωσόριζα;"του είπε παραπονιάρικα.

Το κάρμα {TYS17}Where stories live. Discover now