Κεφάλαιο 18ο

1K 128 10
                                    

“Ποντάρω στο ότι όποιος μισεί έχει αγαπήσει κι όποιος μένει στην σιωπή είχε μιλήσει”

— Ιratus

Το αμάξι του Μάρκου έτρεχε γρήγορα στην παραλιακή. Βράδυ και η Θεσσαλονίκη ήταν γεμάτη. Νέοι και μεγάλοι, ζευγάρια αλλά και παρέες ήταν έξω και διασκέδαζαν. Αυτός; Αυτός μόλις είχε δώσει τέλος στην Ελπίδα, στον άνθρωπο που τον τελευταίο καιρό λάτρευε σαν Θεό του.

Στην άλλη μεριά της Θεσσαλονίκης, στο διαμέρισμα της Ελπίδας βρισκόταν από ώρα η Ξένια με τον γιατρό τον οποίο είχε ειδοποιήσει ύστερα από το τηλεφώνημα και την λιποθυμία της κολλητής της.

Μόλις ειδε τον γιατρό να βγαίνει από το δωμάτιο της Ελπίδας, τον πλησίασε και πανικοβλημένη προσπαθούσε να μάθει τι εχει η φίλη της. "Γιατρέ; Τι έπαθε;"τον ρώτησε και κρεμόταν από τα χείλη του.

"Μην ανησυχείτε, η δεσποινίς Στρατοπούλου είχε μια μικρή αδιαθεσία. Αυτό ωφελείται στο ότι δεν ξεκουράζεται και δεν καταναλώνει αρκετά υγρά. Ξεκούραση θέλει από εδώ και πέρα και όχι άσχημες καταστάσεις."της είπε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα "Καλή σας νύχτα και περαστικά να είναι."έλεγε καθώς η Ξένια του έκλεισε την πόρτα και τον καληνύχτισε.

Μπήκε δειλά στο δωμάτιο της Ελπίδας και κάθησε δίπλα στο προσκέφαλο της, τότε άνοιξε τα μάτια της και αφού συνειδητοποίησε τι είχε γίνει έβαλε τα κλάματα. "Τα κατέστρεψε ολα, ξανά. Ήρθε και τα κατάστρεψε. Και εγω; Δεν μίλησα στον Μάρκο."συνέχισε μέσα στα αναφιλητά της.

Η Ξένια την αγκάλιασε και προσπάθησε να την ηρεμήσει "Ηρέμησε αγάπη μου, πρέπει να χαλαρώσεις και να ξεκουραστείς...Όλα θα περάσουν."της έλεγε και ετριβε χαλαρά το κεφάλι της Ελπίδας.

Και η Ελπιδα από το κλάμα και την κούραση που πέρασε, χάθηκε στον ύπνο της. Σε έναν ύπνο βαθύ που μόνο εκεί ήταν όλα ωραία και ήρεμα.

Ο Μάρκος είχε σταματήσει το αμαξι του και περίμενε τον Αλέξανδρο να έρθει, είχε πάρει μαζί του και αρκετά κουτάκια μπύρες και βγήκε στο τσουχτερό κρύο.

Οι ρόδες του αμαξιού του Αλεξάνδρου ακουγόταν από πίσω και αμέσως μετά τα βήματα του προς τον Μάρκο. Του έπιασε τον ώμο και ο Μάρκος γύρισε να τον κοιτάξει με βουρκωμένα μάτια "Τι έγινε ρε; Τι χάλια είναι αυτα;"τον ρώτησε και κάθησε και αυτός πάνω στο καπό του αυτοκινήτου.

"Την έχασα Αλέξανδρε...Είναι αρραβωνιασμένη..."του είπε και ξεφύσηξε. "Και εγώ ο μαλακας μιλούσα για έρωτα."έλεγε και πέταξε κάτω το κουτί από την μπύρα με δύναμη.

Το κάρμα {TYS17}Donde viven las historias. Descúbrelo ahora