Κεφάλαιο 22ο

1.2K 125 28
                                    

Δύο ημέρες είχαν περάσει από εκείνη την ημέρα από την φωτιά και από την προειδοποίηση του Κώστα εκείνο το βράδυ.

Η Ελπίδα έμεινε σπίτι αυτές τις μέρες έπειτα από εντολή του Μάρκου, ο οποίος δεν ήθελε να την αφήσει να πάει στην εταιρεία φοβούμενος κάτι χειρότερο μετά την φωτιά.

Η Ελπίδα είχε πάρει ήδη την απόφαση της. Αυτόν τον άνθρωπο τον αγαπούσε πιο πολύ και από την ίδια της την ζωή, ή μάλλον ήταν η ίδια της η ζωή και δεν ήθελε να πάθει το παραμικρό εξαιτίας της.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και έκλεισε το φερμουάρ από την βαλίτσα. Σε λίγη ώρα θα ερχόταν ο Μάρκος και δεν ήθελε να δει την βαλίτσα. Δεν ήθελε να ξέρει ότι θα φύγει. Έτσι την έκρυψε πίσω απο τον καναπέ που υπήρχε μέσα στο δωμάτιο τους.

Δωμάτιο τους;

Από εδώ και πέρα δεν θα ήταν. Θα έφευγε μακριά του. Όσο πιο μακριά για να μπορέσει να τον σώσει από τον θανάσιμο εχθρό της. Ο ήλιος είχε πέσει και τα κλειδιά στην πόρτα ακουστήκαν. Η καρδιά της σφίχτηκε και βγήκε από το δωμάτιο κατευθυνόμενη προς την μεγάλη σκάλα. Μόλις τον είδε κάτι σαν να έσπασε μέσα της.

Ο Μάρκος από την άλλη μόλις την είδε σαν να έφυγε από επάνω του όλο το βάρος και όλες οι έννοιες που είχε μαζέψει από όλη αυτή την κουραστική μέρα που είχε περάσει. "Αστέρι μου."είπε και ανέβηκε λίγα σκαλιά ώστε να την φθάσει "Μου έλειψες πολύ"την έσφιξε στην αγκαλιά του και την φίλησε με όλο του το πάθος στα χείλη. Η Ελπίδα με το ζόρι δεν άφησε τα δάκρυά της να πέσουν. Δεν ήθελε να δείξει αδυναμία, όσο και αν πέθαινε μέσα της.

"Και σε εμένα έλειψες μωρό μου."είπε με θλιμμένη φωνή και μπήκε καλύτερα στην αγκαλιά της. Αυτός, της σήκωσε το κεφάλι πιάνοντας την από το πηγούνι. "Τι έγινε; γιατί είσαι στεναχωρημένη;"την ρώτησε και της χαμογέλασε γλυκά.

"Δεν είμαι στεναχωρημένη, κουρασμένη θα έλεγα. Έκανα δουλειές όλο το πρωί."του αποκρίθηκε και χαμογέλασε πίκρα όταν θυμήθηκε ότι οι δουλειές της ήταν να διαλύσει την ζωή της μαζί του. "Να σου βάλω να φας κάτι; Πρέπει να είσαι νηστικός και είναι βράδυ, θα έχεις να φας από το μεσημέρι."κινησε να κατέβει τις σκάλες για να πάει στην κουζίνα αλλά ο Μάρκος την σταμάτησε "Οχι μωρό μου, τσίμπησα κάτι έξω. Καλύτερα να πάμε να κοιμηθούμε. Δεν νομίζεις;"την ρώτησε και της έπιασε απο το χέρι.

Αυτή κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και τον ακολούθησε μέχρι την κρεβατοκάμαρα τους. Ο Μάρκος άρχισε να ξεντύνεται και η Ελπίδα τον παρακολουθούσε. Ήθελε να ρουφήξει κάθε λεπτομέρεια από αυτόν τον άνθρωπο, για να μπορεί να τον θυμάται για πάντα ή για όσα θα άντεχε η καρδιά της.

Το κάρμα {TYS17}Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora