Κεφάλαιο 39ο

1.3K 132 9
                                    

"Και ποσο μηνών είναι;"τον ρώτησε και του έπιασε το χέρι του. "Πριν λίγες μέρες μπήκαμε στο 5ο."της απάντησε γεμάτος χαρά και η Ελπίδα μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα από την συγκίνηση.

"Α ρε Πέτρο πόσο χαίρομαι για εσάς. Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα ότι η Κατερίνα θα έκανε αμέσως οικογένεια. Θυμάσαι τότε στις ατελείωτες ωρες στο φροντιστήριο;"τον ρώτησε και γέλασε στην θύμηση των παλαιών γεγονότων "Τότε που έλεγε πως θα παντρευτεί έναν πλούσιο αφού πρώτα ζήσει την ζωή της."ήπιε λίγο απο τον χυμό της και τον κοίταξε περήφανα "Και τώρα είστε παντρεμένοι."τον χτύπησε ελαφρά στην πλάτη ξεφυσώντας.

Την κοιτούσε και στεναχωριόταν για την αναστάτωση που είχε φέρει ανάμεσα στον Μάρκο και σε αυτήν "Γιατί δεν του μιλάς; Όχι μόνο για την αλήθεια για εμένα, αλλα και για το άλλο."της είπε και της έκλεισε το μάτι "Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι ειλικρινά."
"Θέλω να βεβαιωθώ πρώτα. Απλά είμαι τόσο εκνευρισμένη που ακόμα δεν με εμπιστεύεται  σε τέτοια πράγματα."του απάντησε και σηκώθηκε από την καρέκλα "Λοιπόν, πήγαινε στην γυναίκα. Ντύσου, στολίσου και εσύ και αυτή και ελάτε σε τρεις ώρες μπροστά στην είσοδο του ξενοδοχείου."

"Μήπως δεν είναι καλή ιδέα; Μήπως ο άνθρωπος θέλει να βγείτε οι δυο σας;"της είπε και σηκώθηκε και αυτός από το τραπέζι για να την συνοδεύσει έξω από την καφετέρια που βρισκόταν κοντά στο ξενοδοχείο. "Δεν με ενδιαφέρει, πρέπει λίγο να σταματήσει να ειναι καχύποπτος."

Προχώρησαν μέχρι το ξενοδοχείο της Ελπίδας και χωρίστηκαν αφού μπήκε μεσα η Ελπίδα. Οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν. Βρισκόταν μπροστά απο την πόρτα του δωματίου τους και χτύπησε ελαφρά.

Όταν η πόρτα άνοιξε και η Ελπίδα μπήκε χαλαρή μέσα σαν να μην ειχε γίνει τίποτα πριν κάποια ώρα. Τον κοίταξε που ήταν ακόμα με τις φόρμες του και του μίλησε "Ακόμα έτσι εισαι; Νόμιζα θα βγαίναμε. "

"Ελπίδα."είπε ήρεμα και φανερά μετανιωμένος "Γίνεται να μιλήσουμε;"

"Όχι τώρα, σε λίγες ωρες θα μας περιμένει ο Πέτρος με την γυναίκα του ή οποία παρεμπιπτόντως ήταν παλιά μας συμμαθήτρια."του ειπε καθώς έψαχνε τα ρούχα που θα βάλει και ο Μάρκος την κοιτούσε προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς του είπε "Περιμένουνε και παιδί. Πριν λίγο το έμαθα που πίναμε καφέ. Χάρηκα τοσο πολύ."συμπλήρωσε και τότε ήταν που τον αποτελειώσε.

"Ε....ε...Ελπίδα. Χριστέ μου είμαι πολύ ηλίθιος."είπε νευριασμένος με τον εαυτό του και πέρασε τα δάχτυλα του μεσα απο τα μαλλιά του νευρικά "Σε παρακαλώ κάτσε να μιλήσουμε."της ξαναζήτησε αλλα αυτή δεν φαινόταν να τον ακούει "Ελπίδα σου μιλάω. Κατσε λίγο να πούμε κάποια πράγματα."

Το κάρμα {TYS17}Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ