Κεφάλαιο 25ο

1.1K 124 19
                                    

Ο Μάρκος μπήκε μέσα στο ταξί που περίμενε έξω από τα αεροδρόμιο, με μεγάλη χαρά. Επιτέλους θα ήταν δίπλα της, δεν θα την άφηνε να φύγει ξανά.

Το ταξί έφτασε έξω από το σπίτι του οποίου την διεύθυνση την είχε δώσει η μητέρα της Ελπίδας. Άφησε ένα αρκετά μεγαλύτερο πουρμπουάρ από την χαρά του και έβγαλε την βαλίτσα του απο το πορτπαγκαζ.

Μπήκε μέσα στον κήπο της όμορφης μονοκατοικίας και χτύπησε ελαφρά την ξύλινη πόρτα. Η αγωνία του χτυπούσε κόκκινο. Όσο και αν είχε προγραμματίσει αυτά που ήθελε να πει το άγχος τον ειχε καταβάλει. Το χαμόγελο του όμως δεν έφευγε από το πρόσωπο του. Μέχρι που η πόρτα άνοιξε και ένας άνδρας εμφανίστηκε μπροστά του.

"Si;"τον ρώτησε στα ιταλικά ο άνδρας και φανερά αμήχανος άνοιξε πιο πολύ την πόρτα.

Ο Μάρκος δεν ήξερε τι να πει. Ιταλικά δεν ήξερε ούτε για  πλάκα. Σκέφτηκε να του μίλησει στα αγγλικά αλλα και αυτά εκείνη την στιγμή τα ειχε ξεχάσει. Άρχισε να βρίζει την τύχη του και χτύπησε το πόδι του με δύναμη.

"Πατριώτης;"τον ρώτησε ο άνδρας που καθόταν στην πόρτα και σαν να άκουσε καμπάνες σωτηρίας ο Μάρκος σήκωσε το κεφάλι του. "Εσύ είσαι έτσι; Για εσένα ήρθε εδώ η ξαδέρφη μου."είπε ο Ιάκωβος και σταύρωσε τα χέρια του κατω απο το στήθος του.

Μόλις άκουσε να την αποκαλεί ξαδέρφη του ένα βάρος έφυγε απο πανω του και μόνο που δεν έπεσε στην αγκαλιά του. "Είναι εδω; Πρέπει να της μιλήσω, πρέπει να καταλάβει ότι εγω θα είμαι δίπλα της. Σε παρακαλώ πες την να βγει."τον παρακάλεσε.

Ο Ιάκωβος τον κοίταξε και απόρησε που δεν γνώριζε τίποτα "Η Ελπίδα έφυγε. Μου έγραψε ενα γράμμα, ήμουν έξω και μόλις γύρισα είδα το χαρτί. Έγραφε πως γυρνάει στην Ελλάδα για να ξεκαθαρίσει κάποιες καταστάσεις."

Έχασε την γη κατω απο τα ποδιά του, δεν γίνεται να την έχασε ακόμα μια φορά. "Πρέπει..."πήρε μια ανάσα γιατί ήταν στα πρόθυρα κρίσης. "Πρέπει να φύγω, να γυρίσω και να την  προλάβω" ξεκίνησε να τρέχει μαζί με την τσάντα του στον ώμο "Ευχαριστώ φίλε"φώναξε πριν φύγει απο το οπτικό πεδίο του Ιάκωβου.

Μετά απο ώρες η Ελπίδα είχε φθάσει επιτέλους πίσω. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Μετά από μέρες θα τον έβλεπε. Σχεδόν με μηχανικές κινήσεις πήρε τα πράγματα της και ξεκίνησε για το σπίτι της. Όταν μπήκε στην είσοδο της πολυκατοικίας της, μνήμες από την πρώτη φορά που είχαν βρεθεί, ήρθαν στο μυαλό της και ένας αφόρητος πόνος διαπέρασε το στήθος της.

Το κάρμα {TYS17}Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ