Κεφάλαιο 10ο

1.6K 149 15
                                    

Πόσο πονάει να βλέπεις τον άνθρωπο σου να γελάει στην αγκαλιά ενος άλλου ανθρώπου;
Η Ελπίδα  ήταν χαρούμενη, το χαμόγελο της άστραφτε και αυτός από την άλλη πέθαινε που ο άλλος ήταν η αιτία που γελούσε.

Ο Μάρκος δεν τόλμησε να πάει κοντά της, δεν ήθελε να την ενοχλήσει, ήδη της είχε κανει κακό. Απλά καθόταν και την κοιτούσε, την χάζευε και του έλειπε όλο και πιο πολύ...τα χείλη της, το σώμα της...τα πάντα.

Βρήκε όμως την ευκαιρία του να πάει κοντά της μόλις ο άλλος έφυγε. Η Ελπίδα πήγαινε προς την είσοδο της πολυκατοικίας της όταν άκουσε βήματα πίσω και τρόμαξε. Γύρισε απότομα και τον είδε πίσω της.

"Μπορείς να μου πεις τι στο διάολο κανείς εδώ; Τι έγινε η κοπέλα σου σήμερα δεν έχει όρεξη και ήρθες σε εμας;"τον ειρωνεύτηκε και προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα.

Δεν τον άφησε να πει κουβέντα. "Άστο Μάρκο χαμένος κόπος γυρνά πίσω όπως είσαι δεν έχω καμία όρεξη να ακούσω καμία από τις δικαιολογίες σου"

Ο Μάρκος μετά από όσα είδε,  του μπήκαν ιδέες στο μυαλό του και τρελάθηκε "Εγώ; εγώ φταίω πάλι; εσύ; Πέρασες καλά με τον γκόμενο; Τουλάχιστον βρηκες τον αντικαταστάτη μου γρήγορα."της είπε και το χέρι της Ελπίδας βρέθηκε με δύναμη στο μάγουλο του.

"Σε μισώ με όλη μου την ψυχή."του φώναξε και έφυγε σε μαύρα χάλια.

Εκείνη την νύχτα ο Μάρκος μετάνιωσε και την κάθε συλλαβή που είπε αλλα είχε θολώσει.
Απο την αλλη η Ελπίδα δεν πάτησε στην εταιρία μέχρι το τέλος της εβδομάδας. Η Ξένια είχε ανησυχήσει πολύ για την Ελπίδα. Κάθε φορά που την έπαιρνει τηλέφωνο της έλεγε πως είναι καλά και της το έκλεινει. Είχε φτάσει Σάββατο, παραμονή Πρωτοχρονιάς και κανένας δεν μπορούσε να την βρεί.

Άκουσε την πόρτα να χτυπάει αλλά δεν είχε το κουράγιο ούτε να σηκωθεί από τον καναπέ. Όποιος και να ήταν θα έφευγε σκέφτηκε και συνέχισε να κοιτάει το κενό. "Ελπίδα αν δεν ανοίξεις την πόρτα θα την σπάσω." άκουσε την Ξένια να φωνάζει απο έξω και στριφογύρισε τα μάτια της. Σηκώθηκε σιγά σιγά και σέρνοντας τα πόδια της πήγε μέχρι την πόρτα. Την άνοιξε και είδα μια Ξένια νευριασμένη. Την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και μπήκε στο σπίτι.

"Πως είσαι έτσι;;;Τι χάλια είναι αυτά;;"την ρώτησε και κοίταξε γύρω το σπίτι...Παντού ρούχα μπουκάλια με κρασί άδεια,ποτήρια στο πάτωμα, σαν να μην ήταν το σπίτι της.

"Αν ήρθες για κήρυγμα δεν έχω καμία όρεξη'' της είπε και ξάπλωσε πάλι στον καναπέ της.

Το κάρμα {TYS17}Onde histórias criam vida. Descubra agora