Κεφάλαιο 14ο

1.5K 144 17
                                    

Οι μέρες περνούσαν τόσο ημέρα και γλυκά και για τους δύο. Σίγουρα οι μικροεντάσεις δεν έλειπαν από την καθημερινότητα τους, αλλά αυτό ήταν που κρατούσε την φλόγα στην σχέση τους.

Ήταν ήδη απόγευμα αλλά από το μεσημέρι ο Μάρκος μετακινούσε τα έπιπλα στην τραπεζαρία για να βάλει το μεγαλύτερο τραπέζι. Το βράδυ θα είχαν καλεσμένους και η Ελπίδα είχε κλειστεί στην κουζίνα προσπαθώντας να μαγειρέψει κάτι καλό. Δεν ήξερε για ποιους μαγείρευε αλλά οποίοι και να ήταν, σίγουρα ήταν σημαντικοί μιας και ο Μάρκος είχε βγάλει το καλό σερβίτσιο.

Μέσα στην φασαρία από τα κατσαρολικά και κάτω από όλη την φασαρία που έκανε η κουζίνα η Ελπίδα δεν τον άκουσε που είχε μπει στην κουζίνα και την πλησίαζε σιγά-σιγά. Έδεσε τα χέρια του γύρω από τον κορμό της και την κράτησε σφιχτά μιας και η Ελπίδα πετάχτηκε επάνω από τον τρόμο της. "Δεν ήθελα να σε τρομάξω, αλλά εισαι πολύ ώρα εδώ μέσα μωρό μου."τα χέρια του άρχισαν τα περιπλανιούνται προς τις καμπύλες της και τα φιλιά του γέμιζαν τον λαιμό της. "Ξες πόσο με ανάβεις όταν μαγειρεύεις;"της είπε μέσα από τα φιλιά του.

Προσπάθησε να τον απωθήσει και γύρισε να τον κοιτάξει "Αλήθεια τώρα, είμαι μέσα στα κρεμμύδια και στα μπαχαρικά. Και σε ανάβει αυτό; Μωρο μου να το κοιτάξεις αυτό."του είπε και ξαναγύρισε για να κόψει το κοτόπουλο που ετοίμαζε για το βράδυ. "Δεν μου ειπες, ποιοι θα είναι οι καλεσμένοι σου απόψε; Μην μου πεις το ζεύγος Αγγελάκη γιατί θα κόψω φλέβες."

"Όχι μην ανησυχείς μετά από αυτό που έγινε την προηγούμενη φορά δεν τον ξανά καλώ αυτόν σπίτι μου."της είπε και έπιασε ένα ποτήρι για να βάλει λίγο νερό. "Μα να στην πέσει μπροστά στην γυναίκα του; Ο άνθρωπος είναι λυσσασμενος"
Η Ελπίδα άρχισε να γελάει με τα γεγονότα που εξελίχθηκαν πριν λίγες μέρες με το ζευγάρι που είχαν καλέσει για δείπνο. Δεν μπορούσαν να κάνουν και αλλιώς ο κύριος Αγγελάκης ήταν πολύ σημαντικός αγοραστής, αλλά που να ξέρανε ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο.

"Δεν μου είπες όμως ποιοι θα έρθουν;"τον ρώτησε καθώς έβαζε το κομμένο πια κοτόπουλο στο ταψί με τα μυρωδικά.

"Οι γονείς μου έρχονται από τα ταξίδια τους στην Ευρώπη."της είπε χαλαρά σαν να μην γινόταν τίποτα και άφησε το ποτήρι με το νερό στον νεροχύτη.

Το μαχαίρι έπεσε από το χέρι της και τα μάτια της μόνο που δεν βγήκαν προς τα έξω από το ποσό πολύ τα είχε γουρλώσει"Οι...π...ποιοι;"προσπάθησε να πει ενώ είχε αρχίσει να χάνει την αναπνοή της "Μπορείς να το...επαναλάβεις;"

Το κάρμα {TYS17}Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ