Κεφάλαιο 2

459 16 2
                                    





2

<<ΑΑΑΑΑΑ...>> τσιρίζω, ξυπνώντας τρομαγμένη και ιδρωμένη.

<<Τι έγινε;>> φωνάζει ο μπαμπάς μου. Τρέχει γρήγορα στο πλάι μου.

<<Τίποτα.>> τον καθησυχάζω.

<<Πάλι, ο ίδιος εφιάλτης;>>

<<Ναι, αλλά είμαι εντάξει τώρα.>>

<<Αγάπη μου...>> διστάζει για λίγα δευτερόλεπτα και ύστερα προσθέτει:

<<Σκέφτηκες καθόλου, να αρχίσεις τις επισκέψεις στον ψυχολόγο;>>

<<Δεν είμαι τρελή.>> φωνάζω, παίρνοντας βαθιές ανάσες, για να συνέλθω.

<<Κάνεις δεν σε είπε τρελή, ζωή μου. Απλώς ο ειδικός θα σε βοηθήσει να βρεις από που προέρχεται αυτός ο εφιάλτης, ώστε να τον αντιμετωπίσεις. >>

<<Δεν θέλω, εντάξει; Απλώς δεν θέλω. Είναι δικιά μου επιλογή.>>

<<Τουλάχιστον, πες σε εμένα τι ακριβώς βλέπεις;>>

<<Δεν θέλω να πω! Απλώς άσε με να κοιμηθώ.>>

Φεύγει απογοητευμένος από το δωμάτιο.

Έπειτα ξαπλώνω πάλι. Κουκουλώνομαι με το σεντόνι και σφίγγω το κουνελάκι μου όσο πιο σφιχτά μπορώ. Η αλήθεια είναι ότι αυτός ο εφιάλτης με τρομοκρατεί και μετά δεν μπορώ να κοιμηθώ. Είναι αλλόκοτο, αν σκεφτείς πως κάθε φορά που ο Matt κάνει κάποια κίνηση απέναντι μου, η αναπαράσταση ενός φανταστικού συμβάντος, πολιορκεί στην διάρκεια του ύπνου μου, το μυαλό μου. Είναι σαν κάποιος να προσπαθεί να με εκφοβίσει να μείνω μακριά του. Βλέπω μια γυναίκα, μελαχρινή, με καστανά μάτια, κατακόκκινα χείλη και λευκή επιδερμίδα. Σαν ζωντανή νεκρή. Παρόλη την ομορφιά της, είναι μοχθηρή. Στα μάτια της μπορώ να διακρίνω, μίσος και πόνο. Με σιχαίνεται!

Βλέπω τον εαυτό μου να τρέχει, να προσπαθεί να γλιτώσει από τα νύχια της. Την ακούω να με ακολουθεί, ενώ εγώ προσπαθώ να ξεφύγω. Τρέχω γρήγορα, όσο πιο γρήγορα μπορώ, αλλά αυτή παραμένει δίπλα μου, γελώντας με την ανωφελή προσπάθεια μου να γλιτώσω. Ωστόσω, δεν τα παρατάω. Συνεχίζω να το παλεύω, προσπαθώντας να φτάσω κάπου που να είμαι ασφαλής, περιμένοντας να υπάρχει ένα τέλος σε αυτό το τρελό κυνηγητό. Παρ’ όλα αυτά, ο δρόμος είναι ατελείωτος και δεν έχω άλλη αντοχή. Εξαντλούμαι και σταματάω. Τότε αυτή με προφταίνει. Έρχεται πάνω μου και με γεμίζει νυχιές. Αίματα ξεχυλίζουν από παντού. Ουρλιάζω, ζητάω βοήθεια, αλλά κάνεις δεν έρχεται... Μετά μου σπάει τα πόδια, έτσι ώστε να μην μπορώ να κουνηθώ, όμως εγώ συνεχίζω να φωνάζω και να εκλιπαρώ. Το παλεύω, αλλά το δέρμα της είναι τόσο σκληρό, σχεδόν σαν διαμάντι. Εξακολουθεί να γελάει ειρωνικά και την στιγμή που είναι έτοιμη να μου ξεριζώσει το κεφάλι… ξυπνάω.

Τρεις Σταγόνες Έρωτα!Where stories live. Discover now