Κεφάλαιο 40

195 12 0
                                    

40

Τον τελευταίο μηνά λιώνω μέρα με τη μέρα. Τα δάκρυα μου έγιναν πλημμύρα και ενώ αύτη η πλημμυρά έρχεται κατά πάνω μου, εγώ την αφήνω να με πάρει βαθιά μαζί της και να με πνίξει. Δημιουργώ ένα πέλαγος με τις πίκρες μου. Καθημερινά αφαιρούμε, ρίχνοντας το βλέμμα μου στο κενό, ρωτώντας τον εαυτό μου γιατί; Γιατί το συνεχίζει; Αφού τώρα πια γνωρίζω την αλήθεια, γιατί συνεχίζει να εισχωρεί στο νου μου και στην καρδιά μου; Γιατί συνεχίζει να με πληγώνει συνειδητά; Και πως γίνεται να το πετυχαίνει τόσο καλά; Τόσο πολύ πια πληγώθηκε από τα λόγια που του είπα την τελευταία φόρα που συναντηθήκαμε, που θέλει να με εκδικηθεί. Προσπαθώ, αλήθεια προσπαθώ πολύ, να ξεχάσω το πρόσωπο του, όμως κάθε φόρα που αντικρίζω κάποιον τυχαίο στο δρόμο, μπερδεύω τα μάτια αυτού του άγνωστου με τα δικά του. Και υστέρα αρχίζουν να αλλάζουν όλα του τα χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα μέχρι να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου, η εικόνα του να βρίσκεται μπροστά μου και αυτόματα ένα πλατύ χαμόγελο να εμφανίζεται στο πρόσωπο μου και να εξασθενεί απευθείας, μαζί με την φυσιογνωμία του. Κάθε φορά, επαναλαμβάνω στον εαυτό μου, πως αυτές τις παραισθήσεις μου τις προκαλεί ο ίδιος, για να με κάνει χώμα. Επανειλημμένα μου επισημαίνω, πως πρέπει να ανασυγκροτηθώ και να μην του επιτρέπω να με επηρεάζει.

Δυστυχώς, όμως, είναι πιο δυνατός από εμένα. Επομένως, δεν τα καταφέρνω να μπλοκάρω την ικανότητα του. Γι’ αυτό και αυτόν τον μήνα νιώθω χειροτέρα από ποτέ. Χειροτέρα και από τις εβδομάδες που έμεινα χώρια του, προσπαθώντας να μάθω το μυστικό που έκρυβε ο Bruno. Τότε τουλάχιστον, είχα την ελπίδα, πως ίσως να μην είναι τίποτα και ο έρωτας μου για τον Matt να είναι κάτι πραγματικά αληθινό. Ωστόσο, τώρα που γνωρίζω την αλήθεια, αύτη η ελπίδα αφανίζεται και την θέση της καταλαμβάνει το απόλυτο σκοτάδι. Ένα σκοτάδι που όσο και να θέλω να τρέξω και να γλυτώσω, ξεπροβάλλοντας στο φως, αυτό με κυριεύει όλο και περισσότερο. Κατορθώνει να συσκοτίσει την κρίση μου και να σβήσει την φλόγα της ζωής μου. Βλέπεις, την φωτιά που έκαιγε το κορμί μου και που με ζωντάνευε και μου έδινε όρεξη να ζήσω, για να παλέψω γι’ αυτόν, τώρα πια το σκότος την έχει εξαλείψει. Υποκύπτω στα τραύματα μου και παραδίδω την ψυχή μου σε αυτό. Βυθίζομαι στην ανυπαρξία μου, καθώς το ταλαιπωρημένο άψυχο σώμα, με την ραγισμένη καρδιά που έχει απομείνει εδώ -μόνο του και χωρίς κανένα- περιπλανιέται αφηρημένα, χωρίς καμία αίσθηση του που βρίσκεται και του τι πρέπει να κάνει. Η παρουσία του Bruno φυσικά με αποφυλακίζει για λίγο από την μοναξιά μου. Όταν βρίσκομαι δίπλα του, κατορθώνει να απαλύνει τον πόνο. Παρ’ όλα αυτά, μόλις φεύγει, επιστρέφω στην απάθεια, την ατονία και την ληθαργικότητα. Όλη την ημέρα- με εξαίρεση τις σχολικές ώρες- την περνάω στο κρεβάτι. Βιώνω ακατάπαυτη κόπωση, χωρίς οργανικά αίτια. Επιπλέον, έχω διαταραχές στην όρεξη μου για τροφή. Δεν πεινάω ποτέ και σπάνια θυμάμαι πως η τροφή είναι απαραίτητη, για να καταφέρω να ζήσω. Ευτυχώς, επειδή ο Bruno φοβάται, μήπως προσπαθώ να λιμοκτονήσω για να πεθάνω, με υποχρεώνει να φάω. Φυσικά, η φοβία του δεν έχει βάση. Έχω μετανιώσει, για την απόπειρα αυτοκτονίας μου. Φυσικά, όχι επειδή θέλω να συνεχίζω να σφαδάζω και να ψυχορραγώ, αλλά γιατί δεν μπορώ να φερθώ εγωιστικά και να εγκαταλείψω τους ανθρώπους που με χρειάζονται. Πάντως, αν δεν ήταν ο Bruno, πιθανόν να επέστρεφα στην ανορεκτική μορφή μου.

Τρεις Σταγόνες Έρωτα!Where stories live. Discover now