Κεφάλαιο 58 - Τύψεις.

4.5K 433 13
                                    

Η Δανάη πάλεψε να ελευθερώσει τα χέρια της από το σχοινί που της τα έσφιγγε. Αισθανόταν φόβο. Αυτοί που την απήγαγαν δεν είχαν καμιά σχέση με τους απαγωγείς της προηγούμενης φοράς, έδειχναν πιο σκληροί και πιο απρόσωποι.

Το σχοινί στους καρπούς της, της έκοβε σχεδόν την κυκλοφορία. Κοίταξε γύρω της. Το δωμάτιο γύρω της ήταν άδειο, εκτός από ένα στρώμα σε μια άκρη. Τα μόνα παράθυρα που υπήρχαν ήταν ψηλά στον τοίχο. Έμοιαζε να είναι υπόγεια κάβα ή αποθήκη.  Επειδή της είχαν κλείσει τα μάτια μέχρι που την άφησαν στο δωμάτιο δεν μπόρεσε να δει που την πήγαιναν.

Θυμήθηκε την στιγμή που την απήγαγαν.

Όποια ασφάλεια υπήρχε στην εταιρία, προφανώς ήταν απασχολημένη με την έκρηξη και φυσικά, αφού κανείς δεν ήξερε οτι θα πήγαινε, δεν είχαν πάει επιπλέον άντρες για την ασφάλειά της, έτσι όταν βγήκε από το ταξί και ένα βανάκι σταμάτησε δίπλα της, όλα έγιναν σε ελάχιστα δευτερόλεπτα και χωρίς κανένα εμπόδιο.

Δύο άντρες την τράβηξαν μέσα στο βανάκι και της φόρεσαν μια μαύρη κουκούλα που της κάλυπτε το πρόσωπο. Η Δανάη προσπάθησε να παλέψει αλλά αισθάνθηκε κάτι να πιέζει το πλευρό της : " Σταμάτα να παλεύεις και κάνε ότι σου λέμε, αν δεν θέλεις να πάθεις κακό. Αν είσαι καλό κορίτσι και ο πατέρας σου κάνει αυτό που του ζητήσουν, μπορεί και να γυρίσεις σώα σπίτι σου. Αλλιώς μπορεί να συμβεί κάποιο ατύχημα..." είπε ο άντρας και πίεσε περισσότερο το σκληρό αντικείμενο στο πλευρό της . Η Δανάη κατάλαβε οτι ήταν όπλο και οτι  ότι και αν έκανε δεν θα μπορούσε να τα βάλει με τέσσερις οπλισμένους άντρες . Ίσως αργότερα να της δινόταν  η ευκαιρία να το σκάσει.


Όταν έφτασαν στον προορισμό τους, ο άντρας δίπλα της τη σήκωσε αγκαλιά παράτις διαμαρτυρίες της και την κατέβασε σε ένα υπόγειο δωμάτιο. Την πέταξε πάνω σε ένα στρώμα. Μετά, κάποιος της έβγαλε την κουκούλα και έτσι εκείνη μπόρεσε να δει πάλι τους τέσσερις μασκοφόρους άντρες που είχε δει, όταν την έσπρωξαν μέσα στο βανάκι.

Μαζεύτηκε φοβισμένη στην γωνία του στρώματος. Ο άντρας που της μιλούσε στο αυτοκίνητο - τον γνώρισε από τη φωνή του- βγήκε μπροστά και της είπε : " Κάθισε εδώ φρόνιμα!"

Οι άντρες έφυγαν σιωπηλά και κλείδωσαν πίσω τους την πόρτα.

 Έτσι η Δανάη έμεινε μόνη και ενώ προσπαθούσε να λύσει τα χέρια της και τα πόδια της, στο μυαλό της γύριζαν σκέψεις, που την πλημμύριζαν με απελπισία.

ΦΥΛΑΚΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ 2Donde viven las historias. Descúbrelo ahora