37.

577 86 2
                                    

ΚΛΕΙΩ

Μπροστά από το σπίτι υπήρχε μια τεράστια έκταση καλυμμένη από αμπέλια. Το οίκημα που αποτελούσε την πατρική οικεία του πατέρα του Κρις ήταν θεόρατο και επιβλητικό χωρίς ωστόσο να μοιάζει εκτός τόπου. Το εσωτερικό του ήταν γεμάτο από τα μέλη της μακροσκελής οικογένειας του Κρις που είχαν βρεθεί εδώ για να τον καλωσορίσουν. Στο πίσω μέρος του σπιτιού, στην αυλή, η οποία αποτέλεσε και το κυρίως μέρος της γιορτής, υπήρχαν διάφορες ποικιλίες τριαντάφυλλων και άλλων λουλουδιών που καθώς το καλοδεχτήκαμε το απόγευμα γέμισαν την ατμόσφαιρα με τις μυρωδιές τους. Από εκείνο το σημείο είδα τον ήλιο να πέφτει πίσω από κάποιον λόφο και ο ουρανός να βάφεται κόκκινος. Και εκείνο το κόκκινο θέλησα να το κρατήσω για τον καμβά μου δημιουργώντας τον πιο υπέροχο πίνακα που είχα ποτέ καλλιτεχνήσει. Τα φώτα, με τα οποία ήταν στολισμένος ο κήπος άναψαν και η μουσική συνεχίστηκε. Μαζί με αυτή η γιορτή και το φαγητό. Οι συζητήσεις και οι φωνές. Χάζεψα για μερικά λεπτά τον Κρις που μιλούσε με τα ξαδέρφια του και στην συνέχεια απομακρύνθηκα από το μέρος που ήταν οι περισσότεροι καλεσμένοι. Διέσχισα τον κήπο και βρήκα ένα πεζούλι χωμένο στις σκιές. Πίσω μου βρισκόταν το αρχοντικό και ο φωτισμένος κήπος. Μπροστά μου οι υπόλοιποι αμπελώνες που παρήγαγαν το κρασί που εξήγαγε η οικογένεια του Κρις, Vernaccia di San Gimignano. Το άρωμα του υπέροχο. Η γεύση του απολαυστική. Ένα κομμάτι έρωτα, ένα κομμάτι πάθους και αμαρτίας βαλμένο σε ένα μπουκάλι κρασί. Και πιο πέρα απλώνονταν τα φώτα της πόλης που βρισκόταν πάνω στον λόφο. Το San Gimignano. Αν και δεν είχα βρεθεί εκεί έκλεινα τα μάτια μέσα στο σκοτάδι και την φανταζόμουν γεμάτη μεσαιωνικά κτίρια και ρομαντική ατμόσφαιρα.

«Τι σκέφτεσαι;» δεν άνοιξα τα μάτια. Γνώριζα την φωνή. Ήταν εκείνος. Ο ήχος των βημάτων του με βοήθησε να καταλάβω ότι κάθισε στο πεζούλι απέναντι μου. Άνοιξα τα μάτια και τον κοίταξα. Αισθανόμουν ζαλισμένη από το κρασί, την ατμόσφαιρα και τον έρωτα μου για εκείνον.

«Τίποτα και τα πάντα» απάντησα και συνέχισα να τον κοιτάζω. Όσες φορές και αν το έκανα πάντα θα εκπλησσόμουν από τον τρόπο που το βλέμμα του με έκανε να νιώθω. Ξεχνούσα κάθε πρότερη σκέψη. Επιθυμούσα να ψάξω με τα μάτια μου κάθε λεπτομέρεια που είχα ξεχάσει πως υπήρχε εκεί. Και ταυτόχρονα δεν μπορούσα να ξεριζώσω από μέσα μου την επιθυμία να τον φιλήσω. Μακάρι να ήξερα τι σκεφτόταν. Μακάρι να μπορούσε να δει τι αισθανόμουν.

ΟΧΙ! ΙΣΩΣ? ΝΑΙ! (vol.1)Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt