32.

515 93 5
                                    

ΚΛΕΙΩ

Ο ουρανός είχε πάρει ένα πορτοκαλοκόκκινο χρώμα που αναστάτωνε τις αισθήσεις μου καθώς τον αγνάντευα ξαπλωμένη από το κρεβάτι του δωματίου μου. Αν και ένιωθα χορτασμένη από ύπνο δεν είχα την παραμικρή διάθεση να σηκωθώ ωστόσο το χρώμα εκείνο με οδήγησε στο να το κάνω. Πάτησα με γυμνά πόδια το δροσερό πάτωμα και κατευθύνθηκα προς την μπαλκονόπορτα. Την άνοιξα και πάτησα στο μικρό μπαλκονάκι που υπήρχε. Ακούμπησα με τους αγκώνες μου στο φρεσκοβαμμένο κάγκελο και κοίταξα πέρα μακριά τον Παριζιάνικο ουρανό. Αναστέναξα απαλά σκεπτόμενη πόσο όμορφη μπορούσε να γίνει η ζωή καθώς τέτοιες μικρές καθημερινές στιγμές ξεπηδούσαν στη ζωή σου.

Από το εσωτερικό του σπιτιού ακούστηκαν φωνές. Η Έλοντι πρέπει να τσακωνόταν με τον μεγαλύτερο γιο της. Η πόρτα του διπλανού δωματίου κοπάνησε και δυνατή ροκ μουσική έφτασε στα αυτιά μου. Η μπαλκονόπορτα άνοιξε χωρίς ωστόσο κάποιος να βγει στο διπλανό μπαλκονάκι. Και τότε θυμήθηκα το αποψινό δείπνο. Έτρεξα στο εσωτερικό του δωματίου μου κοιτάζοντας την ώρα στο κινητό μου. 7.10.

«Δεν θα προλάβω» ψέλλισα και άρπαξα μια πετσέτα από την ντουλάπα μου. Μπήκα ξυπόλητη στο προσωπικό μου μπάνιο ανοίγοντας το νερό στο καυτό αν και ήταν καλοκαίρι. Πάτησα το play και ο ρυθμός των αγαπημένων μου κομματιών απλώθηκε γύρω μου. Έκλεισα τα μάτια και απόλαυσα την αίσθηση του νερού πάνω στο δέρμα μου και της μουσικής στα αυτιά μου.

Στις 7.55 κοιτάχτηκα για μια τελευταία φορά στον καθρέφτη. Τζιν φούστα, μια λευκή αμάνικη μπλούζα και μαύρα σταράκια. Λίγη μάσκαρα και μολύβι χειλιών κόκκινο. Τα μαλλιά μου έπεφταν λιτά στην πλάτη μου φτάνοντας μέχρι την μέση μου. Δεν χρειαζόταν περισσότερη προσπάθεια άλλωστε για ένα οικογενειακό τραπέζι. Άνοιξα την πόρτα χώνοντας το κινητό μου στην πίσω τσέπη της φούστας και βγήκα στον διάδρομο. Η Έλοντι βρισκόταν στην κουζίνα, ο πατέρας μου με τα δίδυμα στο σαλόνι. Κοίταξα την μητριά μου προτείνοντας της ένα χέρι βοηθείας ώστε να είναι όλα έτοιμα στην ώρα που επιθυμούσε. Εκείνη μου χαμογέλασε επιδεικνύοντας την λευκή, τέλεια οδοντοστοιχία της υποδεικνύοντας μου την βοήθεια που χρειαζόταν. Έπλυνα τα χέρια μου και άνοιξα την πόρτα του ψυγείου καθώς μια πόρτα άνοιξε από τον διάδρομο και βήματα ακούστηκαν να κατευθύνονται προς το μέρος μας. Και τότε μια γνωστή μυρωδιά αιφνιδίασε τους οσφρητικούς μου κάλυκες κάνοντας με να αναπηδήσω από τις μνήμες που ξύπνησε. Ένιωσα να ζαλίζομαι αλλά προσπάθησα να παραμείνω στην θέση μου χρησιμοποιώντας την δροσιά που ανάβλυζε από το ψυγείο. Πρέπει να είχα χωθεί ολόκληρη σε αυτό ώστε να καταπολεμήσω το βαρύ αίσθημα της υπενθύμισης του Κρις.

ΟΧΙ! ΙΣΩΣ? ΝΑΙ! (vol.1)Où les histoires vivent. Découvrez maintenant